Το «θέατρο του παραλόγου» ως αντιφασιστική πράξη
Ο «Ρινόκερος» του Ευγένιου Ιονέσκο στο θέατρο Κιβωτόςκαι το «Ω! Τι ευτυχισμένες μέρες» του Σάμιουελ Μπέκετ στο θέατρο Τόπος Αλλού
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Το λεγόμενο «θέατρο του παραλόγου» εμπεριέχει πολλές συνιστώσες και τάσεις. Ο Μπέκετ είναι αφαιρετικά ποιητικός, ο Αραμπάλ (στο «Νεκροταφείο αυτοκινήτων» κυρίως) ακολουθεί έναν ιδιότυπο μαγικό ρεαλισμό με πολλά στοιχεία σουρεαλιστικά, αν όχι και φουτουριστικά, ο Ιονέσκο είναι μάλλον διδακτικός και ασκείται ιδιαίτερα σε ένα βιτριολικό ανατρεπτικό χιούμορ, που συνεχίζει θαρρείς τη μακραίωνη παράδοση της Νέας Αττικής Κωμωδίας, όπως πέρασε μέσα από την commedia dell’arte και τους πλανόδιους θεατρίνους μέχρι το ελισαβετιανό θέατρο και τον Σαίξπηρ. Και οι τρεις όμως κύριοι εκπρόσωποι του «παραλόγου» αποδομούν αυτό που λέμε «δυτικό πολιτισμό», έτσι όπως εκδηλώθηκε στον ταραγμένο εικοστό αιώνα με τους δύο παγκόσμιους πολέμους και τις δύο πυρηνικές βόμβες. Η φρίκη οδηγεί αναγκαστικά σε εσωστρέφεια και ενδοσκόπηση. Το ελατήριο μετά εκτονώνεται προς τα έξω δυναμικά. Στο στόχαστρο η παραισθητική «Κοινωνία της Αφθονίας», όπως την ανέλυσε ο κύριος εκφραστής της «Σχολής της Φρανκφούρτης» Χέρμπερτ Μαρκούζε, που συναντάει παραπλεύρως τον Σαρτρ, τον Καμί και συνεχίζει την αναλυτική συλλογιστική του Φρόιντ, είναι στο επίκεντρο αυτών των δραματικών έργων.
Ο αντιήρωας στον ιονεσκικό «Ρινόκερο» κατάγεται από τον «Δύσκολο» του Μενάνδρου έως τον «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου, με «γέφυρα» τον σαιξπηρικό «Τίμωνα τον Αθηναίο». Δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη και η συνέχεια είναι σχεδόν νομοτελειακή μέσα στους αιώνες. Εργο σύγχρονο, αφού ο Μπερανζέ αντιτίθεται στη «ρινοκερίτιδα» της αγέλης, που αποκτά με τον χρόνο ένα είδος ανοσίας απέναντι σε κάθε μορφής φασισμό. Γιατί περί αυτού πρόκειται: για τη δυσανεξία του «μικροαστού» ενάντια σε καθετί που υπερβαίνει το δικό του αξιακό σύστημα και δεν χωράει στα ασφυκτικά καλούπια της όποιας ευκαιριακής ηθικής του. Κι εδώ συναντιούνται οι δύο μεγάλοι ποιητές της σκηνής. Τα έργα τους συγκοινωνούντα δοχεία. Μόνο που ο «Ρινόκερος» εκτυλίσσεται στον εξωτερικό, ευρύτερο κοινωνικό χώρο, ενώ στο μπεκετικό αφαιρετικό αριστούργημα με τον άκρως ειρωνικό τίτλο «Oh les beaux jours» ο Γουίλι και η Γουίνι βιώνουν την εσωτερική τους μοναξιά στην έρημο του σαλονιού τους. Πρόκειται για δύο πλευρές του ίδιου υφέρποντος καθημερινού φασισμού: η μία «ιδιωτική» και η άλλη «δημόσια». Η στενομυαλιά μετατρέπει όλους τους μικροπρεπείς, ανασφαλείς, γυμνοσάλιαγκες ανθρώπους σε «ρινόκερους» που είναι έτοιμοι να εξοντώσουν δίχως την παραμικρή ενοχή κάθε είδος, άτομο ή οντότητα που δεν τους ταιριάζει και δεν συνάδει με το είδωλό τους στον καθρέφτη. Αυτόν τον καθρέφτη που συμβουλεύεται συχνά-πυκνά η Γουίνι για να δει και να μετρήσει τον Χρόνο μέσα από τα αναπόφευκτα σημάδια της φθοράς στο πρόσωπό της, όχι όμως όπως τα βιώνει η ίδια εσωτερικά αλλά όπως αντανακλώνται στα μάτια των άλλων. Το «φαίνεσθαι» εναντίον του «είναι». Σε αυτόν τον αγώνα κερδίζει το «φαίνεσθαι». Ο καταναλωτισμός του υλιστικού πολιτισμού είναι μια μάστιγα, ένας αντιπνευματικός καρκίνος, είναι η νεύρωση, η ψύχωση και η αγκύλωση του σύγχρονου ανθρώπου.
Εφιαλτικά παραμορφωμένο το πρόσωπο στην τούρτα, μέσα στην οποία βουλιάζει η Νικολέτα Βλαβιανού ως Γουίνι στη σαρκαστική παράσταση του θεάτρου Τόπος Αλλού, σε μετάφραση και σκηνοθεσία του Νίκου Καμτσή, συνοδευόμενη από τον παράλληλο μονόλογο του Νίκου Καραστέργιου, που υποδύεται με τρόπο μάλλον υπερκινητικό και υπέρ το δέον εμφανή τον «αόρατο» Γουίλι. Εξαιρετικό το μπαρόκ σκηνικό και τα κοστούμια που σχεδίασε η Μίκα Πανάγου παρωδώντας προφανώς τον κιτς διάκοσμο μικροαστικών νοικοκυριών, όπου οι έγκλειστοι άνθρωποι βιώνουν μια γκροτέσκα εκδοχή της γαμήλιας ευχής «βίον ανθόσπαρτον». Εδώ όμως αυτό το κιτς είναι τραγικό, αφού παραπέμπει στο ποίημα του Καβάφη για τους πολύτιμους λίθους που θα έπρεπε να έχει η πτωχευμένη βυζαντινή αυτοκράτειρα («Από υαλί χρωματιστό»). Σε αυτή την αποθέωση του κωμικοτραγικού συμβάλλουν τόσο οι φωτισμοί που σχεδίασε ο Γιάννης Ζέρβας όσο και η μουσική και η επεξεργασία video που φιλοτέχνησε ο Κώστας Χαριτάτος.
Αντίθετα από την εξεζητημένη στατικότητα του σκηνικού στο θέατρο Τόπος Αλλού, οι μετακινούμενες πλατφόρμες στο θέατρο Κιβωτός δημιουργούν μια φρενίτιδα, ένα εφιαλτικό παζλ, μια παρανοϊκή αντίληψη του διευρυμένου χωροχρόνου, εκεί που καταργούνται τα όρια και οι εκτονωμένες ελευθερίες των πολλών στερούν από το άτομο τη μοναχικότητά του δημιουργώντας ένα χάος όπου ανθούν οι ζωικές ανασφάλειες και τα υπαρξιακά άγχη, που οδηγούν τους μικρόνοες να κατασκευάσουν ιδεολογικά σχήματα μέσα στα οποία καταφεύγουν προκειμένου να προφυλαχθούν ακόμα κι αν τους στενεύουν σαν κορσές, που τους εξασφαλίζει όμως την πολυπόθητη ομοιομορφία και την υποταγή σε μια εθιμοτυπική «ετικέτα». Εξαιρετικοί όλοι οι ηθοποιοί που συνέβαλαν στον εκσυγχρονισμό του ιονεσκικού «Ρινόκερου» σε θεαματική, όπως πάντα, σκηνοθεσία από τον Γιάννη Κακλέα, που συνυπογράφει τα σκηνικά με τον Σάκη Μπιρμπίλη. Αποτελεσματικός ως κορυφαίος αντιήρωας ο Αρης Σερβετάλης διατήρησε μέχρι τέλους την εσωτερικότητα που επιβάλλει ο ρόλος του, σε πείσμα του εξωγενούς εξπρεσιονιστικού παλιρροϊκού κύματος. Εκπληκτικές οι χορογραφίες της Αγγελικής Τρομπούκη, που σατιρίζει τα τηλεοπτικά σόου, συνεπικουρούμενη από τη Μαρία Καραπούλιου στα κοστούμια, τον Σταύρο Γασπαράτο στη μουσική και τον Σάκη Μπιρμπίλη στους φωτισμούς. Ιδιαίτερη μνεία οφείλεται στον Στάθη Αθανασίου για τον σχεδιασμό και τη σκηνοθεσία του βίντεο που προβαλλόταν σε τρεις εκδοχές (μία γιγαντιαία στο βάθος της σκηνής και δύο μικρότερες εκδοχές της – λεπτομέρειες – στα πλαϊνά).
Στο τέρας του ναζισμού ο ιδιοφυής Ιονέσκο αντιτάσσει έναν ατομικιστική και μοναχικό ήρωα, που αποδεικνύει πως «η Κόλαση είναι οι Αλλοι», σύμφωνα με τη διάγνωση του Ζαν-Πολ Σαρτρ στη «Ναυτία» του.
Ο δρ Κωνσταντίνος Μπούρας είναι επισκέπτης καθηγητής Θεατρικής Κριτικής στο ΕΚΠΑ και ποιητής,

