Οι εκλογές έβγαλαν μια ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία και μια ισχυρή κυβέρνηση.

Eβγαλαν μια αξιωματική αντιπολίτευση βαριά και πολλαπλά ηττημένη, η οποία όμως έχει πολιτικά περιθώρια να αναζητήσει τον δρόμο της.

Eβγαλαν και μια ελάσσονα αντιπολίτευση, το ΚΙΝΑΛ, για το οποίο δεν ισχύει τίποτα από τα παραπάνω. Δεν είναι ισχυρός νικητής. Ούτε μοιάζει ηττημένος με προοπτική.

Τι ακριβώς είναι; Αγνωστο.

Και αυτό επειδή το ΚΙΝΑΛ έχει ίσως πολλά προβλήματα, αλλά ένα ιδιαιτέρως σοβαρό: πρόβλημα προσδιορισμού.

Στο ερώτημα «τι είναι αυτό που το λένε ΚΙΝΑΛ» δεν ακούγεται καμία σαφής απάντηση. Μόνο υπεκφυγές.

Αλλοτε προσδιορίζεται σε σχέση με ένα ένδοξο ή λιγότερο ένδοξο παρελθόν. Επικαλείται το ΠαΣοΚ, νοσταλγεί τον Ανδρέα Παπανδρέου, μνημονεύει τον Γιώργο Γεννηματά, θυμάται τη Μελίνα κι άλλους λαμπρούς απόντες.

Ολα αυτά είναι συγκινητικά και νοσταλγικά αλλά τραγικά ξεπερασμένα.

Και άλλοτε προσδιορίζεται σε σχέση με τους άλλους. Τη ΝΔ ή/και τον ΣΥΡΙΖΑ. Χρήσιμο κι αυτό, αλλά δεν απαντά στο ερώτημα.

Είναι δεξιό; Ασφαλώς όχι. Οι δεξιοί βρίσκονται στη ΝΔ.

Είναι αριστερό; Σε καμία περίπτωση. Οποιοι αισθάνονται αριστεροί ζουν το όραμά τους στο ΚΚΕ, στον ΣΥΡΙΖΑ ή στον ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Είναι αντιδεξιό; Ο όρος δεν υπάρχει καν στην παγκόσμια βιβλιογραφία. Ηταν μια χρήσιμη πολιτική επινόηση του Ανδρέα Παπανδρέου πριν από σαράντα σχεδόν χρόνια – πιο αναχρονιστική σήμερα κι από το ζιβάγκο με φαβορίτες.

Είναι αντι-ΣΥΡΙΖΑ; Ψυχολογικά ναι, αλλά ούτε αυτό αποτελεί σταθερή πολιτική βάση. Η ψυχολογία αλλάζει.

Τι είναι λοιπόν το ΚΙΝΑΛ; Ενα αστικό προοδευτικό κόμμα με μεταρρυθμιστική ατζέντα; Κάτι σαν ένα σύγχρονο Κόμμα Φιλελευθέρων της μεταβενιζελικής εποχής; Θα μπορούσε – αν του αφήσει χώρο ο Μητσοτάκης

Ενα σοσιαλδημοκρατικό υποκατάστημα σε μια χώρα που δεν υπήρξε ποτέ σοσιαλδημοκρατία; Θα μπορούσε κι αυτό – αν του αφήσει χώρο ο Τσίπρας

Ή μήπως μια φράξια της «εξωκοινοβουλευτικής Κεντροαριστεράς» τύπου ΚΙΔΗΣΟ, που τσακώνεται μόνο του για ό,τι συνέβη το 2009;

Ολα αυτά και άλλα πολλά ίσως είναι πάνω στο τραπέζι. Αλλά το ΚΙΝΑΛ πρέπει να δώσει την απάντηση μόνο του. Ψύχραιμα, υπεύθυνα, λογικά και συλλογικά.

Μόνο αν απαντήσει πρώτα σε αυτό το υπαρξιακό ερώτημα θα μπορέσει να συζητήσει μετά για αντιπολίτευση, για θέσεις, για απόψεις, για φιλοδοξίες και για ηγεσία.

Και όσο δεν απαντά θα κατατρίβεται σε ανούσιες εντάσεις και εσωτερικούς διαπληκτισμούς. Σε μια συνεχή φθορά.