Ωρα να ακούσουν οι ΗΠΑ τις φωνές που πνίγονται

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ έφερε ξανά στο προσκήνιο τα αιτήματα του κινήματος Black Lives Matter αναφορικά με τα αλλεπάλληλα περιστατικά αστυνομικής βίας κατά της μαύρης κοινότητας και των φυλετικών ανισοτήτων στο πλαίσιο του ποινικού συστήματος των ΗΠΑ. Xιλιάδες διαδηλωτές συρρέουν καθημερινά στους δρόμους όλων των αμερικανικών Πολιτειών, καλώντας την πολιτική ηγεσία να παρέμβει ουσιαστικά στην καταπολέμηση των φυλετικών διακρίσεων.
Σύμφωνα με τα συνταρακτικά στοιχεία που δημοσιοποίησε πρόσφατα το CNN, οι ΗΠΑ κατέχουν τα πρωτεία συγκριτικά με άλλες δυτικές χώρες στην αστυνομική βία, τις συλλήψεις και τους πυροβολισμούς κατά των μαύρων καθώς και στον αριθμό των φυλακισμένων. Κάθε χρόνο χάνουν τη ζωή τους στις ΗΠΑ περίπου 1.000 άνθρωποι από αστυνομικά πυρά, ενώ τα περισσότερα άοπλα θύματα προέρχονται από τη μαύρη κοινότητα, σε καταφανώς δυσανάλογα ποσοστά. Σπανίως εκδίδονται καταδικαστικές αποφάσεις κατά των αστυνομικών-θυτών, οι ένορκοι είναι συνήθως λευκοί και οι υποθέσεις αυτές συχνά δεν βλέπουν καν το φως της Δικαιοσύνης.
Ισως αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για ριζικές μεταρρυθμίσεις στο αμερικανικό ποινικό σύστημα, καθώς γίνεται αντιληπτό ότι η αμερικανική κοινωνία είναι κληρονόμος ενός αφόρητου τραύματος. Δομήθηκε πάνω σε φυλετικές ανισότητες και μάλλον πίστεψε πως αυτές εξαλείφθηκαν μετά τον εμφύλιο. Ομως το τραύμα της σκλαβιάς έχει αφήσει το σημάδι του μέχρι και σήμερα. Η φυλετική ανισότητα στις ΗΠΑ αποτελεί ένα ενδημικό φαινόμενο που διατρέχει όλο το φάσμα της κοινωνικής πραγματικότητας. Το αμερικανικό σύστημα εν γένει αναπαράγει με άμεσο και έμμεσο τρόπο φυλετικές ανισότητες, άλλοτε αποκρυσταλλώνοντας και άλλοτε επιτείνοντας σχέσεις εξουσίας μεταξύ διαφορετικών ομάδων.
Είναι απαραίτητος ο επαναπροσδιορισμός της αντίληψής μας για τον ρατσισμό ώστε να περιληφθούν και ευρύτερα κοινωνικοοικονομικά φαινόμενα. Το να αγνοεί κανείς ζητήματα φυλής στο πλαίσιο εξέτασης κοινωνικών ανισοτήτων ισοδυναμεί με άρνηση της πραγματικότητας. Δεν είναι διόλου τυχαίο πως η μαύρη κοινότητα καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των ασθενέστερων οικονομικά στρωμάτων. Είναι ευάλωτη και ζει στα όρια της ανέχειας. Μεταξύ άλλων, εμποδίζεται η χρηματοδότησή των μαύρων για την απόκτηση στέγης και, λόγω του υπάρχοντος συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, δεν έχουν συχνά πρόσβαση στο σύστημα υγείας. Υποφέρουν δυσανάλογα από ασθένειες, όπως στην περίπτωση του COVID-19, όπως και από φυσικές καταστροφές. Μαύρες γυναίκες πεθαίνουν στη γέννα πολύ πιο συχνά από τις λευκές και διαμορφώνουν από ανάγκη μονογονεϊκές οικογένειες. Τα παιδιά τους πηγαίνουν σε δημόσια σχολεία με ελάχιστους πόρους, αφού η χρηματοδότησή τους εξαρτάται από τους φόρους που συλλέγονται σε τοπικό επίπεδο.
Το πρόβλημα με τον δομικό ρατσισμό είναι η αδυναμία υπόδειξης ενός συγκεκριμένου υπαιτίου. Φταίνε όλοι και κανένας ταυτόχρονα. Τα εξόφθαλμα ρατσιστικά περιστατικά, όπως η περίπτωση του Φλόιντ, αποτελούν έκφραση συνειδητού μίσους, απέχθειας, αδιαφορίας και άλλων ανάλογων συναισθημάτων εναντίον των μαύρων. Ομως οι συστημικές διακρίσεις έχουν συχνά μια άλλη, αόρατη διάσταση. Βασίζονται σε σιωπηρές προκαταλήψεις (implicit biases), κίνητρα και στερεοτυπικές ιδέες τις οποίες αγνοούν ακόμα και οι ίδιοι οι δρώντες. Οι συστημικές φυλετικές διακρίσεις στις ΗΠΑ είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόντα εσωτερικευμένων αντιλήψεων περί μιας υποτιθέμενης «αξιοκρατίας» – ή καλύτερα αξιοφάνειας – της λευκής φυλής, αντιλήψεις που είναι βαθιά ριζωμένες στο συλλογικό αμερικανικό υποσυνείδητο. Δικαιολογούν τις ανισότητες μιλώντας για μια δήθεν «αξία» την οποία η μαύρη κοινότητα δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να αδράξει.
Κάθε αλλαγή προϋποθέτει κατ’ αρχήν βαθιά γνώση της κοινωνικής πραγματικότητας. Οι ρατσιστικές ιδέες καταρρέουν αμέσως αν εξετάσει κανείς την ιστορική εξέλιξη της αμερικανικής κοινωνίας και τις πραγματικές ευκαιρίες που δόθηκαν στα μέλη της μαύρης φυλής. Ομως, για το κίνημα Black Lives Matter ελλοχεύει ο κίνδυνος να προδοθεί από το ρεπερτόριο των συναισθημάτων του. Η οργή απέναντι σε συγκεκριμένους αστυνομικούς, ακόμη και εναντίον του προέδρου Τραμπ, δεν θα φέρει την πολυπόθητη αλλαγή. Ο εξατομικευμένος θυμός μπορεί να εξουθενώσει. Η λύση απέναντι στον δομικό ρατσισμό δεν είναι η τιμωρία συγκεκριμένων προσώπων, αλλά η εκ βάθρων αλλαγή του συστήματος με στόχο την ενδυνάμωση των πληττόμενων κοινοτήτων. Είναι αναγκαίο να μεταμορφωθούν αυτά τα συναισθήματα σε μια δημιουργική οργή έναντι των δομών που αναπαράγουν τις ανισότητες. Ωστε να λάβουν όλες οι ζωές την αξία που τους αρμόζει.
Η κυρία Ειρήνη Κικαρέα είναι ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Παγκοσμίου Δικαίου και Πολιτικής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, υποψήφια διδάκτωρ Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Κέιμπριτζ.

