Μονακό: Ο στρατηγός Ντε Γκωλ και οι σκέψεις για «εισβολή» στο πριγκιπάτο
Πώς η Γαλλία έφτασε σε σημείο να εξετάζει το ενδεχόμενο στρατιωτικής επέμβασης στον φορολογικό παράδεισο της Κυανής Ακτής τη δεκαετία του ’60.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Ηταν Πάσχα του 1963 και οι κάτοικοι του Μονακό ανάσαναν με ανακούφιση. Μόλις την προηγούμενη ημέρα η γαλλική κυβέρνηση επίσημα αποφάσισε να άρει τον αποκλεισμό που είχε επιβάλει στο πριγκιπάτο έξι μήνες νωρίτερα, τον Οκτώβριο του 1962. Γάλλοι και ιταλοί τουρίστες μπόρεσαν να περάσουν το Σαββατοκύριακο του Πάσχα στο Μονακό. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που, για λίγο, σταμάτησαν να απαιτούν την εξαίρεση της ομάδας της Μονακό από το γαλλικό ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα και η κατάσταση εξομαλύνθηκε.
Η ιστορία τού πώς η Γαλλία έφτασε στο σημείο, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, να εξετάζει το ενδεχόμενο να εισβάλει στο λιλιπούτειο πριγκιπάτο της Κυανής Ακτής είναι συναρπαστική. Την επέλεξε το 2014 ο γάλλος σκηνοθέτης Ολιβιέ Νταάν ως επίκεντρο της πλοκής της ταινίας «Γκρέις του Μονακό», με τη Νικόλ Κίντμαν στον ρόλο του τίτλου. Η Γκρέις Κέλι, η αμερικανίδα ηθοποιός και πρωταγωνίστρια ταινιών του Αλφρεντ Χίτσκοκ που έγινε πριγκίπισσα του Μονακό, παρουσιάστηκε ως σύμβολο της αντίστασης ενός καταπιεσμένου λαού απέναντι στην κυκλοθυμία του στρατηγού Σαρλ ντε Γκωλ.
Βέβαια, πολύ δύσκολα μπορεί κάποιος να χαρακτηρίσει καταπιεσμένους τους Μονεγάσκους, κατοίκους μιας περιοχής που έχει χαρακτηριστεί «παιδική χαρά των δισεκατομμυριούχων». Σήμερα οι κάτοικοι του πριγκιπάτου έχουν φτάσει τους 38.300, με περίπου το 32% εξ αυτών να είναι εκατομμυριούχοι. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ξεπερνά τις 185.000 δολάρια – από τα υψηλότερα, αν όχι το υψηλότερο στον κόσμο. Αρα, καταπιεσμένοι μάλλον όχι.
Ψυχρός Πόλεμος, απο-αποικιοποίηση και ροές χρήματος
Παρά τους δραματικούς τόνους στην ταινία του Ολιβιέ Νταάν, η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική. Τον Οκτώβριο του 1962 η κορύφωση της κρίσης των πυραύλων στην Κούβα έφερε τον κόσμο κοντά στον πυρηνικό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Γι’ αυτόν τον λόγο, στις 13 Οκτωβρίου εκείνης της χρονιάς, η γαλλική εφημερίδα «Le Monde» περιέγραψε ότι ο αποκλεισμός του Μονακό «έχει την ατμόσφαιρα μιας τεράστιας φάρσας». Εξι γάλλοι τελωνειακοί μπλόκαραν τον δρόμο, γεγονός που προκάλεσε κυκλοφοριακό κομφούζιο στην παραλιακή οδό προς τη Νίκαια. Μπορούσαν να περάσουν τα σύνορα, όμως χρειαζόταν πολύ μεγαλύτερος χρόνος. Το Μονακό έχει έκταση μόλις 2 τετραγωνικά χιλιόμετρα, είναι δηλαδή μικρότερο από το Σέντραλ Παρκ στη Νέα Υόρκη.
Στην πραγματικότητα, ο ουσιαστικός αποκλεισμός διήρκεσε μόνο μερικές ώρες. Η ένταση στις σχέσεις με τη Γαλλία είχε ωστόσο κάποιες οικονομικές επιπτώσεις. Υπήρχε ανθούσα επιχειρηματική δραστηριότητα στον τομέα της φαρμακευτικής στο Μονακό που απασχολούσε 350 υπαλλήλους. Ο Τύπος υπολόγισε ότι το 1/3 αυτών των εργαζομένων έχασαν τη δουλειά τους τον Νοέμβριο του 1962. Ομως, στην καρδιά του επεισοδίου βρισκόταν το θέμα της φοροδιαφυγής – ένα θέμα επίκαιρο τόσο τότε όσο και σήμερα.
Η πολιτική ένταση με τη Γαλλία ξεκίνησε το 1959, όταν ο πρίγκιπας Ρενιέ αποφάσισε να αναστείλει την ισχύ του Συντάγματος. Αρκετές διπλωματικές κινήσεις που έγιναν είχαν στόχο να εξασφαλίσουν αμερικανική υποστήριξη, σε μια στιγμή κατά την οποία στη Γαλλία του Ντε Γκωλ γινόταν όλο και πιο έντονος ο αντι-αμερικανισμός.
Στην επικράτεια των Μονεγάσκων, οι κάτοικοι εξαιρούνταν από άμεση φορολογία από το 1869. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι φορολογικές απαλλαγές έγιναν ακόμη μεγαλύτερες και το Μονακό εισήλθε σε περίοδο ευημερίας. Με το τέλος της αποικιοκρατίας σημαντικά κεφάλαια επέστρεφαν στην Ευρώπη, με το πριγκιπάτο να επωφελείται σε μεγάλο βαθμό από αυτά, όπως παρατηρεί ο Ζαν Ρεμί Μπεζιάς, ένας σημαντικός σύγχρονος γάλλος ιστορικός.
Το 1962 η κρίση προκλήθηκε από μια τεχνική πρόβλεψη που συμπεριλήφθηκε ώστε το κράτος του Μονακό να ανακτήσει τον έλεγχο του Radio Monte Carlo και του τηλεοπτικού δικτύου Télé Monte-Carlo, δύο σημαντικών μέσων μαζικής ενημέρωσης στη Γαλλία. Η γαλλική κυβέρνηση κατείχε τις μετοχές των δύο εταιρειών μέσω διαφόρων θυγατρικών. Επρόκειτο για πολιτικό θέμα, καθώς με τον πόλεμο στην Αλγερία το Παρίσι ήλεγχε στενά τα ΜΜΕ και άρα εκείνα που εξέπεμπαν από το Μονακό και το Λουξεμβούργο (όπως το RTL) είχαν περισσότερη ελευθερία και δικαίωμα να μεταδίδουν διαφημίσεις. Οι μεταδότες των δύο ΜΜΕ βρίσκονταν σε έναν λόφο κοντά στο Μονακό, σε γαλλικό έδαφος.
Ο Ρενιέ γρήγορα εγκατέλειψε τα σχέδια να ελέγξει το Radio Monte Carlo, όμως η παραχώρηση δεν ηρέμησε τη γαλλική κυβέρνηση, η οποία κινήθηκε ζητώντας την άμεση φορολόγηση των εξαγωγικών εταιρειών και των γάλλων πολιτών που ζούσαν στο Μονακό.
Φορολογικός παράδεισος τσέπης
Γιατί όμως το πριγκιπάτο της Γαλλικής Ριβιέρας ήταν τόσο απρόθυμο να επιβάλει άμεσους φόρους; Σε συνέντευξή του στη «France Soir» ο πρίγκιπας Ρενιέ υποστήριξε ότι κάτι τέτοιο «θα ήταν επιβλαβές για τα θεμέλια της κυριαρχίας μας». Ηταν μια αναπάντεχη δήλωση, καθώς ιστορικοί έχουν δείξει πως τα σύγχρονα κράτη χτίζονται χάρη στην ικανότητά τους να επιβάλλουν και να συλλέγουν φόρους. Αντίθετα, υποστήριξε ο Ρενιέ, η κυριαρχία των μικροσκοπικών κρατών ενισχύεται όταν διαφοροποιούνται από το δημοσιονομικό καθεστώς των γειτόνων τους. Μια και δεν υφίσταντο πραγματικά σύνορα μεταξύ του Μονακό και της Γαλλίας, υπήρχαν τεράστια κίνητρα για τις εταιρείες να αποκτήσουν έδρα στο Μονακό, όπου οι φόροι ήταν πολύ χαμηλότεροι.
Ομως το μικροσκοπικό πριγκιπάτο δεν είχε αρκετό χώρο, έτσι επικεντρώθηκε στη ροή των κεφαλαίων, με πολύ χαμηλούς φόρους στα κέρδη κεφαλαίων. Κάτι που αποτελούσε πλήγμα για τη Γαλλία. Η κρίση μεταξύ των δύο κρατών διευθετήθηκε κάπως το 1963 με μια συμφωνία που ισχύει ακόμα, παρότι τροποποιήθηκε λίγο το 2003. Οι γάλλοι κάτοικοι του Μονακό – που είναι περισσότεροι από τους Μονεγάσκους – πληρώνουν φόρους στη Γαλλία, ενώ φόρους πληρώνουν και οι γαλλικές εταιρείες που σημειώνουν άνω του 25% των κερδών τους εκτός του πριγκιπάτου.
Η συμφωνία αποτελεί παράδειγμα της σχέσης των μεγάλων κρατών με τους «δικούς τους» φορολογικούς παραδείσους. Είναι γνωστό ότι κάθε μεγάλη χώρα έχει ή είχε κατά κάποιον τρόπο υπό τον έλεγχό της ή διατηρεί στενή σχέση με έναν φορολογικό παράδεισο: Οι Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι και το Τζέρσεϊ με το Ηνωμένο Βασίλειο, το Ντέλαγουερ με τις ΗΠΑ, το Μονακό και η Ανδόρα με τη Γαλλία, το Λουξεμβούργο με τη Γερμανία και την Ευρωπαϊκή Ενωση, το Χονγκ Κονγκ με την Κίνα κ.λπ. Αυτό άλλωστε είναι που κάνει και τη μάχη εναντίον των φορολογικών παραδείσων τόσο περίπλοκη γεωπολιτικά.
Ολα αυτά δίνουν απάντηση στο ερώτημα κάποιων ιστορικών: Γιατί να υπάρχει το Μονακό ως χώρα; Ενα κράτος χωρίς αρόσιμη γη και στρατό, με 515 αστυνομικούς που δεν έχουν πολλά εγκλήματα να διαλευκάνουν… Η κυβέρνηση ορίζεται πλέον από τον γιo του Ρενιέ, τον πρίγκιπα Αλβέρτο Β’, αν και υπάρχει Βουλή με 24 έδρες. Ενα απομεινάρι της μεσαιωνικής Ευρώπης, όπως το Λουξεμβουργο και το Λίχτενσταϊν, γράφει ο ιστορικός Κρεγκ Γουίτνεϊ, την ύπαρξη των οποίων επέτρεψαν οι ισχυροί γείτονές τους. Ο οίκος των Γκριμάλντι, που πήρε τον έλεγχο του Μονακό το 1297, κατόρθωσε με κάποιον τρόπο να επιβιώσει των δολοπλοκιών της ευρύτερης περιοχής και των παιχνιδιών εξουσίας μεταξύ Ιταλίας, Γαλλίας και Ισπανίας. Ηταν ο προ-προπάππος του Ρενιέ, ο Κάρολος Γ’, που επέτρεψε τη λειτουργία των πρώτων καζίνων το 1863, με την πορεία που γνωρίζουμε σήμερα – μια διαρκής «παιδική χαρά για τους εκατομμυριούχους» και το μεγάλο κεφάλαιο.

