Καρδιοχτύπια στον Μεσαίωνα
Η κριτική έκδοση του έμμετρου κειμένου «Ιμπέριος και Μαργαρώνα» ξαναφέρνει στο προσκήνιο ένα δημοφιλές λαϊκό ανάγνωσμα του ελληνισμού
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Η Εξήγησις του Θαυμαστού Ημπερίου τυπώθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία στα 1543. Γνωστό σήμερα στους ειδικούς με τον συμβατικό τίτλο Ιμπέριος και Μαργαρώνα, πρόκειται για έμμετρο, ομοιοκατάληκτο κείμενο του είδους που κάποτε αναφέρεται ως «ρομάντζο», άλλοτε ως «ερωτική μυθιστορία». Επιμελητής της πρώτης φιλολογικής έκδοσης είναι ο Κώστας Γιαβής, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, έμπειρος βυζαντινολόγος αλλά και συγκριτολόγος, με βαθιές και ευρείες γνώσεις από την ελληνική και την ευρωπαϊκή μεσαιωνική και νεότερη γραμματεία.
Το έργο αποτελεί ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά ενός από τα δημοφιλέστερα λαϊκά αναγνώσματα που κυκλοφορούσαν στη Δυτική Ευρώπη κατά τα τέλη του Μεσαίωνα, Pierre de Provence et la Belle Maguelonne. Από ποια δυτική γλώσσα μεταφράζεται δεν ξέρουμε· φαίνεται ότι λανθάνει το πρωτότυπο στο οποίο στηρίχτηκε ο μεταφραστής. Σύμφωνα με τις λίγες ενδείξεις που έχουμε, το μεταφρασμένο έργο κυκλοφορεί για πρώτη φορά, σε χειρόγραφη μορφή, λίγο μετά την Αλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Λιγότερο από έναν αιώνα μετά, κάποιος Ελληνας, μάλλον εγκατεστημένος στη Βενετία, πήρε την πρωτοβουλία να ξαναγράψει το κείμενο σύμφωνα με το γούστο της εποχής, εφαρμόζοντας το μετρικό σύστημα των ομοιοκατάληκτων διστίχων, που ήταν της μόδας και σχεδόν απαραίτητος όρος για τα νεωτερικά τυπογραφεία της Βενετίας. Ετσι γεννήθηκε το κείμενο που μας ενδιαφέρει, γνωστό μάλιστα με το λεξιλόγιο της εποχής ως ριμάδα. Αυτή η εκδοτική επιλογή είχε αποτέλεσμα ο Ιμπέριος να γίνει ελληνικό μπεστ σέλερ από το 1543 και για τρεις αιώνες. Αλλεπάλληλες επανεκδόσεις τεκμηριώνονται από τότε μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα.
Ερωτας και περιπέτεια
Η πλοκή βασίζεται σε μοτίβα γνωστά τόσο από αρκετές δυτικές μυθιστορίες («ρομάντζα») του Μεσαίωνα, όσο και από το βυζαντινό και το αρχαίο ελληνικό είδος. Βασιλόπουλο ο Ιμπέριος, αυτοεξορίζεται από την Προβέντσα (Προβηγκία). Στην Ανάπολη (μάλλον πρόκειται για τη Νεάπολη της Ιταλίας), ερωτεύεται την ωραία Μαργαρώνα, βασιλοπούλα κι αυτή. Την κερδίζει, αφού βγει νικητής σε κονταροχτύπημα, και παντρεύονται με όλες τις τιμές. Υστερα από έναν χρόνο, ανυπομονεί ο Ιμπέριος να γυρίσει στα γονικά του· φεύγουν μυστικά με τη Μαργαρώνα από την Ανάπολη. Ακολουθεί μια σειρά περιπέτειες: χωρίζονται και ο ένας καταντά σκλάβος στο Κάιρο και ύστερα πλούσιος πασάς εκεί, ενώ η άλλη καταλήγει στην Προβέντσα, ηγουμένη σε μοναστήρι. Ενώ ο Ιμπέριος ξεκινά να ψάξει τη χαμένη γυναίκα του, εκείνη τον πιστεύει χαμένο. Η αναγνώριση γίνεται στο μοναστήρι της Μαργαρώνας στην Προβέντσα. Αίσιο το τέλος, και εκείνος επιτέλους συμφιλιώνεται με τους γονείς του: «Και κληρονόμος γίνεται στες χώρες του πατρός του» (στ. 1039).
Ο ειδολογικός χαρακτηρισμός του έργου είναι εξαιρετικά δύσκολος – και ο σχετικός προβληματισμός φαίνεται ότι υπήρξε το βασικό έναυσμα για τον επιμελητή. Ενώ συνήθως εντάσσεται στον κύκλο των λεγόμενων «βυζαντινών ιπποτικών μυθιστορημάτων», ο Ιμπέριος δεν είναι ούτε βυζαντινός, αφού η μετάφραση έγινε μετά την Αλωση, αλλά ούτε και «ιπποτικός», όπως αποδεικνύει πολύ πειστικά ο επιμελητής, γιατί λείπει εντελώς η ηρωική και ηθική νοοτροπία που χαρακτηρίζει τον δυτικό ιπποτισμό του Μεσαίωνα. Ο Ιμπέριος του Γιαβή αποστασιοποιείται επίσης από την πλειονότητα των ελληνικών δημωδών μυθιστοριών για ακόμη έναν λόγο, δηλαδή το γεγονός ότι γράφεται σε ομοιοκατάληκτα δίστιχα. Καινοτομεί ο διασκευαστής-«ριμαδόρος», ήδη χαράζοντας έναν δρόμο που μισόν αιώνα αργότερα θα οδηγήσει στο αριστούργημα Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου. Ετσι, στην Ιστορία της ελληνικής γραμματείας, ο Ιμπέριος ως «ριμάδα» αποτελεί συνδετικό κρίκο, μπορεί και κείμενο-κλειδί.
Ψυχαγωγικό ανάγνωσμα
μιας μεσαίας τάξης
Μέσα στους στίχους πάλλεται ο σφυγμός της ριζικής αλλαγής – στη συνείδηση του ελληνόφωνου αναγνωστικού κοινού – από τον Μεσαίωνα προς τις απαρχές της νεωτερικότητας. Ο «ριμαδόρος» δεν απευθύνεται πλέον σε νεαρούς αριστοκράτες που ονειρεύονται ανδραγαθήματα και την υπέρτατη ηθική δικαίωση, αλλά σε μια καινούργια μεσαία τάξη. Οι αναγνώστες, όπως προτείνει ο επιμελητής, θα είναι οι περισσότεροι «αστοί». Ενδιαφέρονται για τα πλούτη και το εμπόριο, να καλοπαντρευτούν τα παιδιά τους, για τον καθωσπρεπισμό – ακόμη και για την ταπεινότητα και την ευελιξία. Τέτοιες αξίες θέλουν να ενσαρκώνουν οι πρωταγωνιστές ενός ψυχαγωγικού αναγνώσματος.
Αλλο προτέρημα που έχει ο Ιμπέριος και Μαργαρώνα είναι η συντομία. Με 1.046 στίχους αποτελεί την πιο σύντομη από όλες τις ελληνικές μυθιστορίες που σώζονται. Πρώτος ο μεταφραστής, και στη συνέχεια ο διασκευαστής-«ριμαδόρος» που τον διαδέχτηκε, αποφεύγουν τους ρητορισμούς και τις παρεκβάσεις που άλλοτε χαρακτηρίζουν το είδος. Για παράδειγμα, το Λίβιστρος και Ροδάμνη του 13ου αιώνα έχει 4.000 στίχους, ο Ερωτόκριτος, γραμμένος γύρω στα 1600, απλώνεται σε 10.000 στίχους. Στον Ιμπέριο, αντίθετα, όπως υποστηρίζει ο επιμελητής, μπολιάζεται στον κορμό της ελληνικής μυθιστορίας κάτι από τη ζωηρότητα του νεόκοπου ιταλικού είδους, της νουβέλας. Και είναι γεγονός ότι, σε έναν τόμο πεντακοσίων σελίδων, μόνο τριάντα σελίδες καταλαμβάνει το κυρίως κείμενο.
Το κείμενο πλαισιώνεται από βιβλιογραφία, εκτενή εισαγωγή, σχόλια, γλωσσάρι και ευρετήριο. Τέλος, 31 ασπρόμαυρες εικόνες μάς φέρνουν κοντά στα χειρόγραφα και στα σπάνια έντυπα στα οποία βασίζεται η έκδοση. Εκτός από το ίδιο το κείμενο (μαζί με τα απαιτούμενα βιβλιογραφικά στοιχεία και παραθέματα), όλα τα συνοδευτικά κείμενα είναι γραμμένα στα αγγλικά. Αν και λιγότερο προσιτή στον έλληνα αναγνώστη, η έκδοση, με τη μορφή αυτή, παίρνει πιο εύκολα τη θέση που της αξίζει στη διεθνή βιβλιογραφία.
Η πρώτη φιλολογική έκδοση του Ιμπέριου αποτελεί σημείο αναφοράς για όσες ακολουθήσουν στο μέλλον. Ταυτόχρονα ανεβάζει τη στάθμη της επιστημονικής έρευνας σχετικά με τη λεγόμενη μεσαιωνική ελληνική μυθιστορία. Μένει να προβληθεί το είδος αυτό ώστε να γίνει περισσότερο προσιτό στο αναγνωστικό κοινό του σύγχρονου ελληνισμού. Αξίζει να σημειωθεί η καλαισθησία της έκδοσης, αποτέλεσμα της φροντίδας που είναι πλέον αναμενόμενη από το Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ). Μπορεί η «ριμάδα» του Ιμπέριου να μη θεωρηθεί αριστούργημα της ελληνικής λογοτεχνίας· όμως η φιλολογική έκδοσή της από τον Κώστα Γιαβή αποτελεί αριστουργηματικό παράδειγμα της σημερινής φιλολογικής επιστήμης στην Ελλάδα.
Ο κ. Ρόντρικ Μπίτον είναι ομότιμος καθηγητής στην Εδρα Κοραή στο King’s College του Λονδίνου.
Το βιβλίο θα παρουσιαστεί την Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου στις 18.00 στη Θεσσαλονίκη (Εμπορικό Επιμελητήριο) και την Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου στις 18.30 στην Αθήνα (Εθνική Βιβλιοθήκη, ΚΠΙΣΝ). Ομιλητές: Ρόντρικ Μπίτον και Ντέιβιντ Χόλτον.

