Ενας εκ των κορυφαίων ειδικών της χώρας, ασχολούμενος πρωτίστως με τον ελληνικό Μεσοπόλεμο, έχει την τύχη να διαθέτει προνομιακή πρόσβαση στην ελληνική εφημερίδα η οποία κατεξοχήν επενδύει στη μελέτη του πρόσφατου εθνικού μας παρελθόντος, ιδίως στο δραματικό 1922 και τα προηγηθέντα αυτού. Αυτό τού επιτρέπει να ασκεί, συνήθως μη αντικρουόμενος, καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση της ιστορικής συνείδησης των νεότερων γενεών.

Η σχετική συμβολή του, βέβαια, είναι αναντίρρητα πολύτιμη, συχνά αποκαλυπτική και προϊόν πολύμοχθης έρευνας. Ωστόσο -ανεξαρτήτως του αν η θεώρησή του επί του εν λόγω δράματος επηρεάστηκε από το ότι είναι γιος βενιζελικού πολιτικού, μεσοπολεμικού γερουσιαστή, για την εκλογή του οποίου στη Χίο αγωνίστηκε προσωπικά ο Ελευθέριος Βενιζέλος – η προσέγγιση που κάνει του Εθνικού Διχασμού ενίοτε γίνεται μονοδιάστατη, μονόπλευρη και μεροληπτική. Πιο συγκεκριμένα…

Στην τελευταία αποτύπωση της μακράς αρθρογραφίας του στην ανωτέρω υποδηλούμενη εφημερίδα, σε κείμενο τιτλοφορούμενο «Ο μεγάλος ένοχος», εμφανίζει λοιπόν ως τον μεγάλο ένοχο για την Καταστροφή τον Δημήτριο Γούναρη. Κάτι ιστορικά – με πολιτικούς όρους – ασφαλώς όχι τελείως άδικο. Καταλήγει ωστόσο στη διερώτηση: «Επρεπε να τον αφήσουν;». (Υπονοείται από τα συμφραζόμενα: «να πάρει το καπελάκι του και να φύγει;»…) Διερώτηση η οποία υποδηλώνει σαφώς ότι καλώς «δικάστηκε» ο πατρινός πολιτικός με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας! Αφού το κατηγορητήριο που συνέταξε τριμελής επιτροπή στρατιωτικών υπό τον υποστράτηγο Πάγκαλο τόνιζε πως ο Γούναρης, όπως και οι λοιποί επτά κατηγορούμενοι, «εκουσίως και εκ προθέσεως υποστήριξαν(!) τον εχθρόν, προκειμένου να καταλάβη εδάφη του Βασιλείου»…

Ειδικότερα δε, κατά τον αρθρογράφο (όπως ακριβώς και κατά ένα σημείο του κατηγορητηρίου), η «επί προδοσία» ενοχή του ιδρυτή του Κόμματος των Εθνικοφρόνων/Λαϊκού Κόμματος βασιζόταν και στο ότι παρεμπόδισε, λόγω «εμπάθειας και ιδιοτέλειας», την υπέρ των εθνικών συμφερόντων αξιοποίηση – στις διεθνείς συνδιασκέψεις όπου κρινόταν η τύχη της χώρας – του Ελευθερίου Βενιζέλου.

Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να διερευνήσουμε εκ του σύνεγγυς το θέμα, αποπειρώμενοι να μεταφέρουμε το κλίμα της εποχής.

Εν πρώτοις είμαι ο τελευταίος που θα αρνηθώ αυτό το οποίο πρώτος ανέδειξε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ: πως εν πολλοίς η στάση του Γούναρη έναντι του Βενιζέλου και της πολιτικής του προσδιορίστηκε από το άγχος του μήπως καταγραφεί ως ήσσων – και όχι κρείσσων – του μεγάλου Κρητικού. Ούτε φυσικά αρνούμαι πως αυτός, ως πρωθυπουργός, σε αρκετές επιλογές του επηρεάστηκε και από τον φόβο του πολιτικού κόστους. Ωστόσο ένας κυβερνήτης βλάπτει τη χώρα του όταν δεν ακολουθεί μια στάση αδιαμφισβήτητα εθνωφελή, ταυτόχρονα όμως και ρεαλιστικά υλοποιήσιμη.

Μολονότι, λοιπόν, κάποιος θα μπορούσε να αμφιβάλλει για το κατά πόσο το πρόσωπο του έλληνα διαπραγματευτή θα ήταν δυνατόν να μεταβάλει την έναντι της χώρας μας στάση των μεγάλων δυνάμεων, πρωτίστως δε της Γαλλίας (της οποίας είχαν αλλάξει σε σχέση με το 1919 οι προτεραιότητες, αλλά και η ανάγνωση των συμφερόντων, που ήταν διαφορετική από τις κυβερνήσεις Μιλεράν, Μπριάν και Πουανκαρέ σε σχέση με αυτήν του Κλεμανσό), προσωπικά αποδέχομαι πως η «μετανοεμβριανή» διεθνοπολιτική αξιοποίηση του Βενιζέλου ενδεχομένως θα ήταν εθνωφελής. Αφού το κύρος του μεταξύ των νικητριών δυνάμεων του πολέμου παρέμενε υψηλό. Πολιτικά εφικτή ήταν όμως;

Μετά από υπερτριετή τυραννική διακυβέρνηση των «Φιλελευθέρων» – τον ακραία διωκτικό για τους αντιπάλους χαρακτήρα της αναγνωρίζει και ο συγκεκριμένος αρθρογράφος, αναφέρει δε στα βιβλία του πως έλαβαν τότε χώρα εκτελέσεις, δολοφονίες, εξορίες, μαζικές φυλακίσεις αντιφρονούντων, καθώς και πλήρης εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από κάθε αντιβενιζελικό στοιχείο, ασκείτο δε τρομοκρατία και μέσα στο Κοινοβούλιο – θα μπορούσε άραγε να σταθεί μια ώρα στην εξουσία αντιβενιζελικός κυβερνήτης που θα επιχειρούσε να αξιοποιήσει αυτόν τον οποίο η εκλογική του βάση είχε μόλις απορρίψει ως «τύραννο»; Οδηγώντας τον, μάλιστα, εκτός κοινοβουλίου; Οταν ο Γεώργιος Βλάχος, ψυχή του αντιβενιζελισμού, έγραφε στις 4 Νοεμβρίου 1920 πως ο Βενιζέλος είχε φτάσει τους αντιβενιζελικούς να εύχονται την ήττα τής – υπό την ηγεσία του – Ελλάδας… Μήπως θα ήταν – το λέω εν συνειδήσει προβοκατόρικα και με πλήρη αίσθηση της ασυμμετρίας μεγεθών καθώς και του ιστορικού τους αποτυπώματος – σαν να επιχειρούσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, την ώρα που τα πλήθη έκραζαν «δώσε τη Χούντα στο λαό», να αξιοποιήσει διεθνοπολιτικά τον Ιωαννίδη;

ΥΓ.: Βέβαια την υπέρ πατρίδας αξιοποίηση του Βενιζέλου υποστήριξε ένας άλλος κωνσταντινικός κυβερνήτης, ο πρώτος μετανοεμβριανός πρωθυπουργός Δημήτριος Ράλλης. Αλλά αυτός ήταν πολιτικά και – ως καρκινοπαθής – βιολογικά ετοιμοθάνατος. Και το ήξερε. (Εξάλλου όταν πρότεινε την εν λόγω αξιοποίηση δεν μπόρεσε να παραμείνει στιγμή στη θέση του: στην άμεση ανατροπή του συνέβαλε ακόμη και ο – υπουργός – υιός του.) Ο Γούναρης ήταν επίσης πολιτικά και βιολογικά ετοιμοθάνατος. Αλλά αυτός δεν το ήξερε…

Ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος – συγγραφέας του έργου Ο Εθνικός Διχασμός και η κορύφωσή του, Η Δίκη των «Εξι»: Εξιλασμός ή δικαστικός φόνος; – θα μιλήσει για το θέμα αυτό στο πλαίσιο συνεδρίου που διοργανώνει ο Δήμος Κηφισιάς, στις 12.15 μ.μ. της 27ης Νοεμβρίου στο ξενοδοχείο Domotel Kastri, στις δε 28 Νοεμβρίου – 100ή επέτειο
από την εκτέλεση των Εξι -, ώρα 7 μ.μ., στο βιβλιοπωλείο Ευριπίδης Κηφισιάς.