Γιάννης Μπεχράκης «Με ενδιέφερε να είμαι με τους καλούς»
Ο βραβευμένος φωτορεπόρτερ που έφυγε στα 59 του χρόνια υπήρξε ένας άνθρωπος δοσμένος στη διάδοση της αλήθειας.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Ισραήλ, 1994. Ενας έποικος έχει μπει σε ένα τζαμί στη Χεβρώνα και αρχίζει να σκοτώνει Παλαιστινίους που προσεύχονται. Τα επεισόδια κλιμακώνονται αστραπιαία στην περιοχή και ο Γιάννης Μπεχράκης είναι παρών με τον φακό του για να τα καταγράψει. Δεν υπάρχει χρόνος για σκέψη ή για χάσιμο, οπότε αποφασίζει να ειδοποιήσει ορισμένους πιτσιρικάδες Παλαιστινίους ότι οι Ισραηλινοί τούς έχουν στήσει ενέδρα για να τους πιάσουν. «Ολοι με προέτρεπαν να μη μιλήσω. Αισθάνθηκα όμως ότι ήταν άδικο να μπουν στη φυλακή, γιατί το μέλλον τους θα ήταν μαύρο. Μου είπαν: «Σκέφτηκες ότι τώρα που είναι έξω μπορεί να πάνε να σκοτώσουν το παιδάκι κάποιου Ισραηλινού;». Είχαν δίκιο. Εκανα όμως εκείνο που είχα νιώσει ότι έπρεπε να κάνω».
Ο Γιάννης Μπεχράκης, ο σπουδαίος φωτορεπόρτερ του Reuters που πέθανε από καρκίνο στις 2 Μαρτίου, στα 59 του χρόνια, είχε άπειρες ιστορίες να αφηγηθεί από όλες τις περιπέτειές του στον κόσμο στο πλαίσιο της κάλυψης των μεγάλων διεθνών γεγονότων. Πόλεμοι, φυσικές καταστροφές, πολιτικές αναταραχές αλλά και παγκόσμια αθλητικά γεγονότα προσεγγίζονταν από τον πολυβραβευμένο φωτογράφο με την αποστασιοποίηση του άψογου επαγγελματία αλλά και με την ενσυναίσθηση του συμπονετικού ανθρώπου. «Οταν φωτογραφίζω, υιοθετώ κατά 85% την ηθική της δημοσιογραφίας και βάζω και ένα 15% από την ηθική τη δική μου. Εάν αυτά τα δύο έρθουν σε σύγκρουση, παίρνω τις αποφάσεις μου εκείνη τη στιγμή για το τι θα ακολουθήσω. Συνήθως ακολουθώ τη δική μου ηθική» έλεγε σε μια συνέντευξή μας για το ένθετο περιοδικό «VMen» της εφημερίδας «Το Βήμα» το 2016. Την εποχή δηλαδή που του είχε απονεμηθεί το βραβείο Πούλιτζερ, μαζί με τους φωτογράφους Αλκη Κωνσταντινίδη και Αλέξανδρο Αβραμίδη, για την κάλυψη της προσφυγικής κρίσης σε Ευρώπη και Μέση Ανατολή.
Με αυτό το μείγμα υποκειμενικής αντίληψης, ατομικής στάσης και ευθύνης, διαρκούς επαγρύπνησης αλλά και ευαισθησίας, ο Μπεχράκης ανήγαγε το métier του σε τέχνη. Αυτή ήταν η ειδοποιός διαφορά του σε σχέση με άλλους συναδέλφους του και γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο το ότι συμμετείχε και σε πολλές ομαδικές εκθέσεις εικαστικού περιεχομένου. Ωστόσο ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του «μάστορα». «Προαισθάνομαι πράγματα που πρόκειται να γίνουν, έχω μια διαίσθηση και έναν τρόπο να λειτουργώ με το φυσικό φως. Εχω τη σβελτάδα να πιάνω τη σωστή στιγμή. Αν αυτό με κάνει καλλιτέχνη, τότε ok. Αλλά θεωρώ βαριά τη λέξη» έλεγε χαρακτηριστικά.
Η αγαπημένη του δουλειά ήταν εκείνη που είχε κάνει με αφορμή την πρόσφατη μεταναστευτική κρίση στην Ευρώπη. «Αν μπορούσα να βαθμολογήσω, αυτή θα έβαζα πρώτη, μετά το Κόσοβο και μετά το Αφγανιστάν. Τα θέματα που κάνω τα παίρνω πάντα προσωπικά και για το συγκεκριμένο υπήρχε ένας παραπάνω λόγος. Γιατί ήταν σαν να έβλεπα τη γιαγιά μου να έρχεται από την Τουρκία. Κατάλαβα ότι είχε φτάσει η ώρα που η Ευρώπη και η Ελλάδα θα έδιναν εξετάσεις ανθρωπιάς. Ηθελα να καταλάβω αν μέσα σε αυτή την οικονομική κρίση οι άνθρωποι αισθάνονται και δεν είναι κλεισμένοι στο καβούκι τους. Οι ανθρωπιστικές κρίσεις δείχνουν τι έχουμε μέσα μας και με ενδιαφέρουν πολύ σαν άνθρωπο».
O Mπεχράκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960 και μεγάλωσε σε πολλά μέρη της Ελλάδας, δεδομένου ότι ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός. «Kάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι τελικά μάλλον έπαιξε ρόλο ο τρόπος με τον οποίο μεγάλωσα σε αυτό που κάνω στη ζωή μου: βρίσκομαι σε επαφή με τύπους που πυροβολούν, ταξιδεύω, επιβιώνω». Ωστόσο, δεν ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων που είχαν μεγαλώσει με συγκεκριμένο επαγγελματικό προσανατολισμό. Οπως αφηγούνταν, θα έκανε μια σειρά από επαγγέλματα – όπως το να δουλέψει σε εργοστάσιο στο οποίο έφτιαχναν φουσκωτά και σωσίβια ή να πουλάει κράνη μοτοσικλέτας – μέχρι να βρει την προσωπική του κλίση. Φύσει και θέσει περιπετειώδης τύπος, μέχρι και σε γραφείο ιδιωτικών ντετέκτιβ είχε προσληφθεί, και έκανε μάλιστα παρακολουθήσεις. «Ηξερα πως ήταν όλα προσωρινά μέχρι να βρω τι ήθελα να κάνω. Αυτό που γνώριζα ήταν ότι δεν ήθελα να φοράω κοστούμια και να δουλεύω εννέα με πέντε». Την πρώτη σπίθα ενδιαφέροντος για τη φωτογραφία την πυροδότησε ένας μακρινός συγγενής, ο οποίος τού έδωσε να διαβάσει μια εγκυκλοπαίδεια φωτογραφίας του «Time Life». «Αυτό ήταν. Τέχνη και τεχνολογία μαζί, η μαγεία του υλικού που πέφτει πάνω σε μια επιφάνεια και εμφανίζεται η φωτογραφία». Ο Μπεχράκης σπούδασε τελικά φωτογραφία στον ΑΚΤΟ και στο Πανεπιστήμιο Middlesex στο Λονδίνο.
Το 1985 εμφανίστηκε στο στούντιο διαφημιστικών φωτογραφίσεων του εξαδέλφου του Μανώλη Καλογερόπουλου και ζήτησε να βοηθήσει με τη δουλειά. Εκείνη την περίοδο τράβηξε φωτογραφίες που έγιναν εξώφυλλα δίσκων, η πρώτη του δουλειά μάλιστα ήταν για το συγκρότημα «Μασέλες», ενώ επιμελήθηκε και ένα εξώφυλλο δίσκου των αδελφών Κονιτόπουλων. Ο Μπεχράκης είχε βρει την κλίση του, αλλά όχι το πεδίο δράσης του μέσα σε αυτήν. «Πάντα ήμουν μοναχικός τύπος. Για μένα αυτό το στυλ ζωής – πάρτι, ποτά, τσιγάρα, γυναίκες – ήταν ένα περιτύλιγμα που δεν μου έδινε αυτό που ήθελα».
Ολα άλλαξαν όταν είδε στο σινεμά την ταινία «Αποστολή στη Νικαράγουα» (1983) του Ρότζερ Σπότισγουντ με τον Νικ Νόλτε και τον Τζιν Χάκμαν. H υπόθεση είναι βασισμένη σε αληθινή ιστορία, στην εκτέλεση ενός ρεπόρτερ του δικτύου ABC και του μεταφραστή του από τις δυνάμεις του δικτάτορα της Νικαραγάουα, Αναστάζιο Σομόζα. Το γεγονός το είχε καταγράψει ο καμεραμάν του ίδιου καναλιού και όταν τελικά δημοσιεύθηκε το υλικό στην Αμερική προκλήθηκε τεράστιος σάλος που συνέβαλε στην κατάρρευση του παραπαίοντος καθεστώτος του Σομόζα. Στην ταινία τη δολοφονία την απαθανατίζει ένας φωτορεπόρτερ με τη μηχανή του. «Διαπίστωσα ότι μέσα από τη φωτογραφία θα μπορούσα να αλλάξω τον κόσμο. Τόσο απλά. Οταν βγήκα από τον κινηματογράφο, ήξερα ακριβώς τι πρέπει να κάνω».
Η συνεργασία του Μπεχράκη με το Reuters ξεκίνησε «από συγκυρία, τύχη και πάθος» όταν ο φωτορεπόρτερ Πολύδωρος Αναστασέλης τον σύστησε στον φωτογράφο του ειδησεογραφικού πρακτορείου στην Αθήνα, Σπύρο Μαντζαρλή. Η πρώτη του αποστολή ήταν το Ευρωμπάσκετ του ’87. Ο ζήλος που επέδειξε σε εκείνη τη δουλειά – «φωτογράφιζα, τύπωνα στις τουαλέτες μέσα στο Ειρήνης και Φιλίας» διηγούνταν – του εξασφάλισε μια θέση στο πρακτορείο ως βοηθού φωτογράφου. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε λίγο αργότερα τη σύγκρουση δύο πλοίων στον Πειραιά, το ’88, εντυπωσίασε τον διευθυντή του Reuters στην Ευρώπη σε τέτοιον βαθμό ώστε να δημιουργήσει μια θέση ειδικά για τον Μπεχράκη στο Reuters του Λονδίνου. Από τις αρχές του 1989 υπήρξε προϊστάμενος-συντονιστής του φωτογραφικού τμήματος του Reuters στην Ελλάδα, ενώ την περίοδο 2008-9 ήταν επικεφαλής του πρακτορείου στην Ιερουσαλήμ.
Εκτός από τις επικίνδυνες αποστολές του σε κάθε γωνιά της Γης όπου υπήρχε πόλεμος ή ανθρωπιστική κρίση, ο Μπεχράκης κάλυψε πολλά αθλητικά γεγονότα και τέσσερις Ολυμπιάδες. Μετά το 2004 σταμάτησε να ασχολείται με το αθλητικό φωτορεπορτάζ. «Είχα στραβώσει με το γεγονός ότι, αν όχι όλοι, οι περισσότεροι αθλητές παίρνουν στεροειδή. Εχω μάθει να ζω στον δρόμο της αρετής, με ενδιαφέρει να είμαι με τους καλούς. Θυμάμαι, ζούσα στο Ισραήλ όταν άκουσα τα νέα για το ντοπάρισμα της Εθνικής Ομάδας Αρσης Βαρών. Απογοητεύτηκα πολύ, όχι για μένα, περισσότερο για τα παιδιά μας, και είχα μάλιστα γράψει και ένα σχετικό γράμμα που είχε δημοσιευθεί στην «Ελευθεροτυπία». Τελικά δεν με ενδιέφεραν φωτογραφικά οι αθλητικές διοργανώσεις. Επίσης πιστεύω ότι δεν είμαι πολύ καλός σε αυτό το είδος φωτορεπορτάζ».
Ο Μπεχράκης ένιωθε ότι είχε μια συγκεκριμένη αποστολή στη ζωή, στην οποία ήταν ιδιαίτερα αφοσιωμένος. «Με ενδιαφέρει να σκουντάω τους ανθρώπους, να τους λέω: «Κοίτα τι γίνεται, πρέπει να κάνεις κάτι». Με ενδιαφέρει να είμαι ένας από τους ανθρώπους που γράφουν την ιστορία της γενιάς μου. Και να τη γράφω σωστά και με ηθική». Τελικά μάλλον εξυπακούεται ότι παρά την παθιασμένη του αναζήτηση για το ιδανικό «επάγγελμα» ο Μπεχράκης δεν είδε ποτέ το φωτορεπορτάζ ως δουλειά ή ως καριέρα. «Ο μισθός που παίρνω είναι ο ίδιος είτε βρίσκομαι εδώ είτε στο Αφγανιστάν. Ρωτάει το Reuters: «Ποιος θα πάει στον πόλεμο;» και απαντάω: «Θα πάω εγώ». Κάποια στιγμή συζητήθηκε ότι αυτοί που πηγαίνουν στον πόλεμο θα έπαιρναν διπλάσιο μισθό. Εθεσα βέτο. «Αυτό που κάνετε είναι λάθος, γιατί κατ’ αυτόν τον τρόπο θα πάνε στον πόλεμο άνθρωποι επειδή χρωστάνε στην Εφορία ή επειδή θέλουν να αγοράσουν ένα καλύτερο αυτοκίνητο. Θα πάνε από ανάγκη και θα γυρίσουν πίσω σε μαύρες σακούλες». Γιατί δεν το ‘χουν, ενώ εγώ το ‘χω μέσα μου».

