Για λίγους η προστασία της πρώτης κατοικίας
Αυστηροί οι όροι του νέου πλαισίου για τα «κόκκινα» δάνεια – Ενισχύθηκαν οι «κόφτες» στην οικογενειακή περιουσιακή κατάσταση των δανειοληπτών και «κουρεύτηκε» το όριο οφειλών στα επιχειρηματικά – Κίνητρα για αποδοχή των ρυθμίσεων και αντικίνητρα για μη τήρηση των συμφωνιών – Κλείνουν τα «παράθυρα» για τους στρατηγικούς κακοπληρωτές
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Αισιόδοξες ότι μέσω της νέας ρύθμισης για την προστασία της πρώτης κατοικίας θα «πρασινίσουν» μέχρι και το τέλος του 2020 παγωμένα επί χρόνια ενυπόθηκα δάνεια, συνολικού υπολοίπου ακόμα και άνω των 5 δισ. ευρώ, είναι οι τραπεζικές διοικήσεις μετά την υπεψήφιση του σχετικού νομοσχεδίου την περασμένη Παρασκευή στη Βουλή. Οι όροι του νέου πλαισίου είναι αυστηρότεροι σε σχέση με τη συμφωνία κυβέρνησης – τραπεζών, ενώ δεν ανατρέπουν τη φιλοσοφία της. Δηλαδή την ενεργητική διαχείριση των «κόκκινων» ανοιγμάτων, σε αντίθετη με τον παλαιό Νόμο Κατσέλη που προέβλεπε την παθητική προστασία των σπιτιών, καθυστερώντας την επίλυση του προβλήματος.
Σύμφωνα με γενικό διευθυντή συστημικού ομίλου, οι θεσμοί διαπραγματεύθηκαν μέχρι τέλους τη συρρίκνωση της «ομπρέλας» της ρύθμισης, η οποία πλέον αποκλείει την πλειονότητα των δανειοληπτών με επιχειρηματικές οφειλές, αλλά και όσους διαθέτουν επαρκές για την εξυπηρέτηση μεγάλου μέρους του χρέους τους ύψος καταθέσεων / επενδύσεων ή και άλλης ακίνητης περιουσίας.
Με τροπολογία της τελευταίας στιγμής, το πλαφόν στο όριο της οφειλής στα ενυπόθηκα δάνεια επαγγελματιών περιορίστηκε στις 100.000 ευρώ έναντι 130.000 ευρώ που ισχύει για τα στεγαστικά. Με τον τρόπο αυτόν εκτιμάται ότι στη ρύθμιση θα μπουν στο πιο αισιόδοξο σενάριο 10.000 δάνεια της συγκεκριμένης κατηγορίας, ύψους το πολύ 1 δισ. ευρώ. Από την άλλη, στις οφειλές ιδιωτών (στεγαστικά, καταναλωτικά, επισκευαστικά) τα προς αναδιάρθρωση ανοίγματα υπολογίζονται σε 10 δισ. ευρώ και αφορούν 150.000 υποθέσεις.
Οι αλλαγές στους «κόφτες»
Σημειώνεται ότι στον συμβιβασμό που επιτεύχθηκε ενισχύθηκαν οι «κόφτες» στην οικογενειακή περιουσιακή κατάσταση των δανειοληπτών (15.000 ευρώ καταθέσεις / επενδύσεις από 60.000 ευρώ, 80.000 ευρώ αξία λοιπών ακινήτων πέραν της κύριας κατοικίας και αυτοκινήτων από 130.000 ευρώ), αλλά και στην αντικειμενική αξία του υποθηκευμένου σπιτιού στα επιχειρηματικά δάνεια (175.000 ευρώ έναντι 250.000 ευρώ στα στεγαστικά).
Με τον τρόπο αυτόν, αναφέρει τραπεζική πηγή, το νέο καθεστώς από τη μία πλευρά προσφέρει μια τελευταία ευκαιρία στους πραγματικά αδύναμους δανειολήπτες να σώσουν την κατοικία τους, υπό την προϋπόθεση ότι θα τηρήσουν τη συμφωνία ρύθμισης μέχρι τέλους, και από την άλλη θέτει εκτός προστασίας όσους μπορούν να αποπληρώσουν τα χρέη τους.
Οι τράπεζες εκτιμούν ότι η πλειονότητα των δανειοληπτών που θα αποδεχθούν την προτεινόμενη αναδιάρθρωση θα κάνει τα πάντα για να μην «κοκκινίσουν» ξανά. Και αυτό διότι όποιος εμφανίσει καθυστέρηση τριών μηνών θα χάνει την προστασία, ενδεχόμενη επιδότηση του Δημοσίου και το «κούρεμα» στο υπερβάλλον του 120% της εμπορικής αξίας του σπιτιού του, ενώ δεν θα έχει δικαίωμα επανυποβολής αίτησης. Πρόκειται για ισχυρά αντικίνητρα που ενισχύουν τις πιθανότητες θεραπείας μέσω των ρυθμίσεων που θα συμφωνηθούν.
Επιπλέον, τίθενται οι βάσεις για το ξεκαθάρισμα περίπου 90.000 υποθέσεων της παλαιάς νομοθεσίας που αναμένουν εκδίκαση στα ειρηνοδικεία, καθώς θα τεθούν υπό ηλεκτρονικό έλεγχο για να διαπιστωθεί εάν πληρούν τα κριτήρια ένταξης στο προηγούμενο προστατευτικό πλαίσιο. Εάν διαπιστωθεί ότι παρατύπως είχε υποβληθεί η σχετική αίτηση, η κατοικία θα κινδυνεύει με άμεσο πλειστηριασμό εάν δεν βρεθεί μια συναινετική λύση με την τράπεζα. Εκτιμάται ότι ένα ποσοστό της τάξης του 40% των συγκεκριμένων οφειλετών δεν είχε δικαίωμα υποβολής αίτησης στον Νόμο Κατσέλη.
Από την άλλη πλευρά, όσοι έσπευσαν να εκμεταλλευθούν την παράταση στην προθεσμία υποβολής αιτήσεων το πρώτο δίμηνο του 2019 για να εξασφαλίσουν ασυλία και δεν έχουν πάρει δικάσιμο θα ελεγχθούν με βάση τα κριτήρια του νέου πλαισίου και μόνο αν πληρούνται θα μπορούν να μπουν στη νέα ρύθμιση.
Η προοπτική θεραπείας
Εκτός όμως από το «πρασίνισμα» των «κόκκινων» δανείων που θα ενταχθούν στο νέο καθεστώς, οι τράπεζες διαβλέπουν και μια νέα δυναμική στις ρυθμίσεις, καθώς αποκαθίσταται η συναλλακτική κουλτούρα και η διαχείριση μεγάλου μέρους των ανοιγμάτων θα γίνεται από τρίτους ανεξάρτητους και εξειδικευμένους σε αυτόν τον τομέα παρόχους μέσω αναθέσεων, τιτλοποιήσεων ή πωλήσεων χαρτοφυλακίων.
Οι εταιρείες που θα διαχειριστούν τα δάνεια σε καθυστέρηση εκτιμάται πως θα προχωρήσουν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα στο ξεκαθάρισμα του μεγαλύτερου μέρους τους, κυρίως με την προώθηση νέων ευνοϊκότερων όρων αποπληρωμής. Ταυτόχρονα όμως θα κινηθούν νομικά εναντίον όσων δεν είναι συνεργάσιμοι ή προχώρησαν τα προηγούμενα χρόνια σε μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων, κυρίως σε συγγενικά πρόσωπα, για να αποφύγουν την εξόφληση των οφειλών τους.
Για τους δανειολήπτες που δεν πληρούν τα κριτήρια ένταξης στο νέο πλαίσιο, οι τράπεζες είναι διατεθειμένες να προσφέρουν γενναιόδωρες ρυθμίσεις. Αυτές θα προβλέπουν μείωση επιτοκίου γύρω στα επίπεδα του 2%, αύξηση της διάρκειας αποπληρωμής, στον βαθμό που το επιτρέπει η ηλικία του δανειολήπτη, και σταδιακό «κούρεμα» της οφειλής, υπό την προϋπόθεση ότι πληρώνονται κανονικά οι δόσεις που θα συμφωνηθούν.
Η διαγραφή του υπολοίπου θα εφαρμόζεται κατά βάση σε δάνεια το ύψος των οποίων υπερβαίνει σε μεγάλο βαθμό την αξία της ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη και θα ακολουθεί τον «κανόνα του 120%», όπως στο νέο προστατευτικό πλαίσιο για την πρώτη κατοικία. Από την άλλη πλευρά, οι υπόλοιποι όροι εξόφλησης (επιτόκιο, διάρκεια) θα διαμορφώνονται με τρόπο ώστε τα εισοδήματα του δανειολήπτη να επαρκούν τόσο για την αξιοπρεπή διαβίωσή του όσο και για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Στον αντίποδα, όσοι δεν είναι συνεργάσιμοι ή διαθέτουν μεγάλη κινητή / ακίνητη περιουσία, που δεν δικαιολογεί τη στάση πληρωμών, θα βρεθούν αντιμέτωποι με τον πλειστηριασμό. Και σε αυτή την περίπτωση οι τράπεζες θα επιχειρήσουν να έλθουν σε συμφωνία ρύθμισης με τους οφειλέτες, ειδικά εάν τα ενέχυρα δεν είναι εύκολα ρευστοποιήσιμα. Ωστόσο οι όροι που θα προσφέρουν θα είναι δυσμενέστεροι και μπορεί να προβλέπουν ακόμα και άμεση εξόφληση ενός μέρους της οφειλής πριν από την αναστολή των αναγκαστικών μέτρων εκτέλεσης.
Aρχές Ιουνίου θα ανοίξει η e-πλατφόρμα
Το αργότερο έως και τις αρχές Ιουνίου θα είναι έτοιμη η ηλεκτρονική πλατφόρμα των αιτήσεων για το νέο καθεστώς προστασίας των κατοικιών, με ημερομηνία έναρξης ισχύος την 30ή Απριλίου και λήξης την 31η Δεκεμβρίου 2019. Η σχετική προεργασία για τη δημιουργία της έχει ήδη ξεκινήσει από τον σύμβουλο των τραπεζών, την PWC.
Με βάση τις προδιαγραφές που ορίζει ο νόμος, τα βασικά οικονομικά και περιουσιακά στοιχεία θα συμπληρώνονται αυτόματα στην πλατφόρμα με τη χρήση των κωδικών του Taxis από τον οφειλέτη.
Επιπλέον, πριν από την οριστική υποβολή της αίτησης, η πλατφόρμα, με ειδική ένδειξη, ενημερώνει τον αιτούντα για την επιλεξιμότητά του ή μη. Αν, παρά την ένδειξη για μη επιλεξιμότητα, ο αιτών υποβάλει οριστικά την αίτησή του, η πλατφόρμα εμποδίζει την περαιτέρω πρόοδο της διαδικασίας και εκδίδεται βεβαίωση περί απόρριψης της αίτησης.
Ποινές για
μη επιλέξιμους
Ακόμα όμως και σε αυτή την περίπτωση, ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει αίτηση προστασίας στο δικαστήριο. Ωστόσο, αν το τελευταίο κρίνει τον αιτούντα μη επιλέξιμο, απορρίπτει την αίτηση και επιβάλλει ποινή που ισούται με το 5% της συνολικής οφειλής για την οποία ζητήθηκε η ρύθμιση, με ελάχιστο τα 1.500 και μέγιστο τα 5.000 ευρώ.
Από την άλλη πλευρά, αν ο δανειολήπτης κριθεί από την πλατφόρμα επιλέξιμος αλλά αρνηθεί την πρόταση ρύθμισης της τράπεζας και επιλέξει τη δικαστική οδό, τότε μέχρι την εξέταση της υπόθεσής του από τον ειρηνοδίκη θα πρέπει να πληρώνει στην τράπεζα τη μηνιαία δόση που προέβλεπε η απορριφείσα αναδιάρθρωση.
Οι προθεσμίες αποδοχής
Μόλις υποβληθεί οριστικά η αίτηση, η πλατφόρμα κοινοποιεί την αίτηση και τα συνοδευτικά της έγγραφα στους πιστωτές. Μέσα σε έναν μήνα κάθε πιστωτής μπορεί να υποβάλει πρόταση για ρύθμιση της απαίτησης. Οι πιστωτές, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών ιδρυμάτων, μπορούν να διατυπώσουν προς τον οφειλέτη μια κοινή πρόταση ή τις επιμέρους προτάσεις τους μέσω εκπροσώπου τους.
Μέσα σε έναν μήνα ο αιτών δηλώνει ποιες από προτάσεις αποδέχεται και ποιες απορρίπτει. Αν η προθεσμία παρέλθει άπρακτη, λογίζεται ότι ο αιτών απέρριψε την υποβληθείσα πρόταση.

