Η μέριμνα για την προστασία, την ανάπτυξη και τα δικαιώματα των παιδιών είναι στις μέρες μας μεγαλύτερη απ’ ό,τι σε κάθε άλλη εποχή. Και είναι ενθαρρυντικό ότι η χώρα μας, επιστημονικώς, είναι καλά συντονισμένη με τα ευρωπαϊκά ενδιαφέροντα επί του θέματος. Αυτό διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας τον πολύ σημαντικό τόμο Παιδί και Πληροφορία: Αναζητήσεις ιστορίας, δικαίου, δεοντολογίας και πολιτισμού (Επιστημονική επιμέλεια, Εισαγωγή: Μαρία Κανελλοπούλου-Μπότη, Εκδόσεις Οσελότος, 2018). Ωστόσο, παρότι το ενδιαφέρον του κοινού για το παιδί είναι ευλόγως μεγάλο και παρότι ο τόμος περιέχει κείμενα πενήντα μελετητών ποικίλων γνωστικών πεδίων ‒ πράγμα που δείχνει ότι ο επιστημονικός μας κόσμος που ερευνά τις σχέσεις του παιδιού με την πληροφορία είναι πολυπληθής ‒ η υποδοχή του έως σήμερα, έξι μήνες μετά την έκδοσή του, είναι μηδαμινή (δεν υπήρξε ούτε καν αναγγελία της).
Γεγονός που, υποθέτω, οφείλεται στον όγκο του τόμου, η απλή περιγραφή των περιεχομένων του οποίου απαιτεί κόπο. Και όμως τα κείμενά του ‒ μελέτες νομικών (ανάλυση των ποικίλων δικαιωμάτων του παιδιού), φιλολόγων, ιστορικών και αρχαιολόγων (πεδία της ιστορίας της μάθησης), βιβλιοθηκονόμων (παιδικές βιβλιοθήκες), αρχειονόμων (παιδί και αρχείο), μουσειολόγων (παιδικά μουσεία), και άλλων ειδικών σε αντικείμενα του ενδιαφέροντος των παιδιών ‒ θα μπορούσαν να γίνουν αφορμή για γόνιμες συζητήσεις.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα από την άποψη αυτή είναι η μελέτη της καθηγήτριας Θεοφανώς Παπαζήση «Η πληροφόρηση και η γνώμη του παιδιού στο δικαστήριο ως κριτήριο του συμφέροντός του», που πραγματεύεται τους κανονισμένους από το ελληνικό δίκαιο όρους σύμφωνα με τους οποίους ένα παιδί μπορεί να θεωρηθεί ικανό για δικαιοπραξία. Καθώς η συγγραφέας αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος της μελέτης σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα παιδί έχει το δικαίωμα να εκφράσει τη βούλησή του σε ό,τι αφορά τη γονική μέριμνα και την υιοθεσία, το κείμενό της, παρότι στην υιοθεσία αναφέρεται γενικά, θα μπορούσε να βοηθήσει στην προώθηση μιας σοβαρής δημόσιας συζήτησης για το θέμα των προϋποθέσεων υιοθεσίας από ομόφυλα ζεύγη. Διότι στον τόπο μας μια τέτοια συζήτηση είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Αποφθεγματικές μόνο φράσεις ακούγονται από τα εκατέρωθεν άκρα (χαρακτηριζόμενα ομοφοβικά από τους μεν,  διαστροφικά από τους δε), ενώ όσοι από τους ειδικούς και τους διανοούμενους θα μπορούσαν να εκφράσουν μια νηφαλιότερη άποψη σωπαίνουν.
Νηφαλιότερη άποψη είναι εκείνη που εξάγεται από τη διατύπωση σοβαρών επιχειρημάτων. Η οποία, σε μια κοινωνία κανοναρχούμενη από τις ιδέες της πολιτικής ορθότητας, απαιτεί τόλμη. Η αιτία για την οποία οι περισσότεροι από εκείνους που θα μπορούσαν να διατυπώσουν σοβαρά επιχειρήματα ως προς το εν λόγω θέμα το αποφεύγουν, βρίσκεται, πιστεύω, κυρίως σε τούτο: στο σύνδρομο της προοδευτικότητας∙ δηλαδή στον φόβο μήπως θεωρηθούν μη αρκούντως προοδευτικοί (ακριβέστερα: συντηρητικοί), ο οποίος περιέχει και τον φόβο της κατηγορίας για ομοφοβία.
Από τη στιγμή που, για το ελληνικό δίκαιο, τα δικαιώματα των ομόφυλων ζευγαριών είναι, και σωστά, τα ίδια με εκείνα των ετερόφυλων, είναι λογικό και οι προϋποθέσεις υιοθεσίας ‒ που είναι αυστηρές, γιατί προϋποθέτουν τη διασφάλιση της ομαλής ψυχικής ανάπτυξης του παιδιού ‒ να είναι ανάλογες με τα εχέγγυα του κάθε ζευγαριού. Υπάρχουν προϋποθέσεις απαγορευτικές για πολλά ετερόφυλα ζεύγη. Η απάντηση στο ερώτημα αν η απουσία ή όχι μητέρας ή πατέρα (έστω θετών) πληροί την προϋπόθεση για την ικανοποίηση των ψυχικών αναγκών του παιδιού, είναι λογικό να είναι αποφασιστική στο ζήτημα της υιοθεσίας από ομόφυλα ζεύγη.
Στη σωστή απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να συμβάλει και το ίδιο το παιδί. Καθώς για τα 12ετή ανήλικα αναγνωρίζεται υποχρεωτικά η δήλωση βουλήσεως για τη δημιουργία συγγένειας μεταξύ αυτών και των θετών γονέων, και για τα μικρότερης ηλικίας η αναγνώριση αυτής της βούλησης είναι προαιρετική ‒ «ανάλογα με την ωριμότητά τους, η οποία συνδέεται και με εσωτερικούς παράγοντες που συντελούν στη βιολογική και ψυχοπνευματική ανάπτυξή τους» ‒ η απάντηση στο ερώτημα αν επιθυμούν να υιοθετηθούν από ομόφυλα ζεύγη είναι λογικό να λαμβάνεται υπόψη, όπως και να μην παραβλέπεται στην περίπτωση υιοθεσίας νηπίων και βρεφών. Οπως λογικό είναι να μην αγνοούνται και οι εκ των υστέρων μαρτυρίες των παιδιών που ενηλικιώθηκαν υιοθετημένα από μη ετερόφυλα ζεύγη. Το ερώτημα θα μπορούσε να διατυπωθεί και ως εξής: Τι είναι πιθανότερο για ένα υιοθετούμενο παιδί; Να θέλει να έχει πατέρα και μητέρα; ή να έχει διπλή μητέρα ή διπλό πατέρα; Για να το θέσω ακριβέστερα: Ποια βούληση θα πρέπει να υπερισχύει στην υιοθεσία; Των ομόφυλων ζευγαριών ή των παιδιών;
Η εμπειρία της πραγματικής ζωής μπορεί να οδηγήσει σε αποφάσεις σωστότερες από εκείνες της εφαρμοζόμενης στον καθημερινό βίο θεωρίας, ιδίως όταν η θεωρία αυτή είναι η μεταμοντέρνα του απόλυτου σχετικισμού. Η οποία, υπό τη μέθη της μονοπώλησης της προοδευτικότητας και τη συνακόλουθη κοινωνιοκρατιακή της ακράτεια, που έχει εκθρέψει και την πεποίθηση ότι τα πάντα είναι προϊόν κοινωνικής κατασκευής, διακηρύσσει ότι η ιδέα πως υπάρχει βιολογικό φύλο είναι μια ψευδαίσθηση (βλ. τον Οδηγό χρήσης μη σεξιστικής γλώσσας της συριζανελικής Γενικής Γραμματείας Ισότητας Φύλων, σ. 6: «Το φύλο είναι αποκλειστικά κατασκευή της κοινωνίας και του πολιτισμού»).
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.