Η Ισραηλινή Βίβιαν Σίλβερ, 74 ετών, ζούσε επί 35 χρόνια στο κιμπούτς Μπερί, τέσσερα χιλιόμετρα ανατολικά της Λωρίδας της Γάζας. Είχε ιδρύσει μια οργάνωση συνεργασίας μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, η οποία προσέφερε φάρμακα και ιατρική περίθαλψη στη Γάζα. Το πρωί του Σαββάτου 7 Οκτωβρίου μιλούσε με τον γιο της στο τηλέφωνο όταν άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί. Πρόλαβε μόνο να του πει ότι θα κρυφτεί πίσω από μια ντουλάπα.

Εκτοτε η οικογένειά της δεν γνωρίζει τι της συνέβη. Εχοντας εργαστεί χρόνια με τους Παλαιστινίους στη Λωρίδα της Γάζας, η Σίλβερ έλεγε ότι γνωρίζει τόσο πολλούς Παλαιστινίους που επιθυμούν την ειρήνη όσο και Ισραηλινούς.

Η Σίλβερ και πολλοί από τα θύματα της Χαμάς ανήκαν στο πιο προοδευτικό κομμάτι της ισραηλινής κοινωνίας, που ζει σε εκείνη την πλευρά του Ισραήλ. Ηταν άνθρωποι που από επιλογή ζούσαν σε κιμπούτς – ένα πείραμα σοσιαλιστικής κοινοκτημοσύνης – και οι οποίοι επιδίωκαν την ειρήνη με τους Παλαιστινίους και συνηγορούσαν υπέρ της δημιουργίας παλαιστινιακού κράτους.

Η Σίλβερ ανήκε στο 10% του συνολικού πληθυσμού των 1.000 κατοίκων του κιμπούτς τους οποίους σκότωσε η Χαμάς.

Πέραν της φρίκης που προκάλεσε ο θάνατος αμάχων, σκοτώνοντας ανθρώπους όπως η Σίλβερ, η Χαμάς ενισχύει το πιο σκληροπυρηνικό κομμάτι της ισραηλινής κοινωνίας, τους φανατικούς, όσους στηρίζουν την πολιτική των εποικισμών, όσους αρνούνται την ειρήνευση με τους Παλαιστινίους.

Στο Ρέιμ, ένα άλλο κιμπούτς, στο Νότιο Ισραήλ, όπου ζούσαν 450 άνθρωποι, η Χαμάς σκότωσε, ανάμεσα σε άλλους, τον Ντβιρ Καρπ, ιδιοκτήτη του Chocolate Cafe, μπροστά στα μάτια των παιδιών του, της κόρης του Ντάρια, 10 ετών, και του γιου του Λάβι, 8 ετών. Αν δεν ήταν Σάββατο, ο Καρπ θα βρισκόταν στο ζαχαροπλαστείο του και θα έφτιαχνε πραλίνες που τόσο άρεσαν στα παιδιά. Σε ένα χωράφι κοντά στο κιμπούτς Ρέιμ ήταν σε εξέλιξη το φεστιβάλ ηλεκτρονικής μουσικής Supernova, όπου η Χαμάς σκότωσε εν ψυχρώ 260 νέους, ανάμεσα στους 3.500 θεατές του φεστιβάλ.

Η Ντίτζα Χάιμαν, 84 ετών, πρώην κοινωνική λειτουργός και χήρα που μεγάλωσε μόνη τα παιδιά της, ήταν εκ των ιδρυτών του κιμπούτς Νιρ Οζ, στη δεκαετία του 1950, όπου και εξακολουθούσε να ζει. Οι γείτονές της την περιγράφουν ως δυνατή γυναίκα, παρότι τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζει κινητικά προβλήματα. Την άκουσαν να φωνάζει «Βοήθεια». Η Χάιμαν αγνοείται. Οι κόρες της απευθύνουν έκκληση για τον εντοπισμό της. Πιστεύουν ότι η μητέρα τους είναι μεταξύ των ισραηλινών ομήρων της Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας.