Συγγραφέας του βιβλίου «Τι είναι ο λαϊκισμός;», που θεωρείται «ευαγγέλιο» για όσους ασχολούνται με την πολιτική επιστήμη, αλλά και άλλων σημαντικών μονογραφιών για τη δημοκρατία, τον λαϊκισμό και τη σχέση ηγεσίας και εκλογικού σώματος, ο γερμανός πανεπιστημιακός Γιαν-Βέρνερ Μίλερ, καθηγητής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον στις ΗΠΑ, αποτελεί μία από τις πιο σθεναρές και συνάμα ψύχραιμες φωνές παγκοσμίως στο πεδίο της δημοκρατικής θεωρίας και της ανάλυσης του φαινομένου του λαϊκισμού.

Στη συνομιλία με «Το Βήμα», που πραγματοποιήθηκε στον απόηχο της δολοφονίας του υπερσυντηρητικού ακτιβιστή Τσάρλι Κερκ, ο Μίλερ τονίζει ότι η πολιτική πόλωση στις ΗΠΑ, παρ’ όλες τις ιδιαιτερότητες που συνοδεύουν το πρόσωπο του Ντόναλντ Τραμπ, δεν αποτελεί νέα πραγματικότητα για τη χώρα. Παράλληλα, «ξορκίζει» τη λογική ενός αναπόφευκτου λαϊκιστικού κύματος και αναφέρεται σε υπαρκτές προκλήσεις που μπορούν και πρέπει να απαντηθούν με προγραμματικά συνεπή τρόπο.

Κατά τον Μίλερ, η μίμηση του ύφους και των πολιτικών προτεραιοτήτων της Ακροδεξιάς συνιστά θανάσιμο κίνδυνο για τη θεσμική Κεντροδεξιά της ευρωπαϊκής ηπείρου, ενώ η ενίσχυση των ακραίων φωνών δεν θα πρέπει να θεωρηθεί κάποιου είδους νομοτέλεια που οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες, αλλά συνδέεται περισσότερο με τις ιδιαίτερες πολιτικές παραδόσεις κάθε χώρας και την ικανότητα των δημοκρατικών δυνάμεων να αρθρώσουν εναλλακτική πρόταση.

Η δολοφονία του Τσάρλι Κερκ συνοδεύεται από την ανησυχία ότι ο Τραμπ και η Ακροδεξιά θα τη χρησιμοποιήσουν για να επιβάλουν την ατζέντα τους εναντίον των φιλελεύθερων και αριστερών δυνάμεων. Φοβάστε ότι σήμερα στις ΗΠΑ μπορεί να ξεπεραστεί ένα όριο όσον αφορά την πολιτική ανοχή;

«Αυτό το όριο το οποίο περιγράφετε έχει ξεπεραστεί προ πολλού, δεκαετίες πριν. Συγκεκριμένα, τη δεκαετία του 1990, ο Νιουτ Γκίνγκριτς, τότε πρόεδρος της Βουλής και de facto ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, δαιμονοποίησε πρώτος τους πολιτικούς του αντιπάλους περιγράφοντάς τους ως “προδότες”.

Αυτό που βλέπουμε σήμερα δεν ήταν αναπόφευκτο, αλλά δεν πρέπει επίσης να προσποιούμαστε ότι πριν από τον Ντόναλντ Τραμπ όλα ήταν φυσιολογικά. Αυτό που είναι νέο σήμερα, το στοιχείο εκείνο που διαφοροποιεί τα πράγματα, είναι η χρήση της κρατικής εξουσίας με σκοπό τον εκφοβισμό ή ακόμη και την άμεση καταστολή της ελευθερίας του λόγου σε ιδιωτικά ιδρύματα».

Εχετε αναφερθεί σε δεξιόστροφο και αριστερόστροφο λαϊκισμό. Βλέπουμε μια επικράτηση του πρώτου. Σχετίζεται αυτή η εξέλιξη με το φαινόμενο Τραμπ και ποιος είναι ο ρόλος που έχουν διαδραματίσει οι συντηρητικές ελίτ;

«Ενα από τα λίγα ισχυρά συμπεράσματα της πολιτικής επιστήμης είναι ότι όταν οι κεντροδεξιές ελίτ μιμούνται την Ακροδεξιά, η Ακροδεξιά είναι αυτή που κερδίζει. Η ρητορική της Ακροδεξιάς νομιμοποιείται και οι πολίτες πολύ συχνά καταλήγουν να επιλέγουν το πρωτότυπο αντί για το ωχρό αντίγραφο.

Επιπλέον, πολλά από αυτά τα ακροδεξιά κόμματα δεν ήταν ποτέ στην εξουσία, επομένως εμφανίζονται ως το καλύτερο μέσο έκφρασης διαμαρτυρίας και αντισυστημικότητας.

Ωστόσο, η Κεντροδεξιά συνεχίζει να κάνει το ίδιο λάθος ξανά και ξανά – τρανταχτό και πλέον πρόσφατο παράδειγμα ο Φρίντριχ Μερτς κατά την προεκλογική περίοδο των ομοσπονδιακών εκλογών στη Γερμανία».

Πρόσφατα παρακολουθήσαμε μια μεγάλη αντιμεταναστευτική συγκέντρωση στο Λονδίνο. Στην Ιαπωνία, το υπερσυντηρητικό Σανσέιτο κατέγραψε μεγάλα εκλογικά κέρδη. Η Μελόνι βρίσκεται στην εξουσία στην Ιταλία και στη Γαλλία η Εθνική Συσπείρωση είναι το μεγαλύτερο κόμμα με βάση τη λαϊκή ψήφο. Μπορεί να σταματήσει πολιτικά η άνοδος της δημοτικότητας των κομμάτων της Ακροδεξιάς και αν ναι, πώς;

«Ολα όσα αναφέρετε αποτελούν σοβαρή πρόκληση, αλλά δεν πρέπει επίσης να υποθέσουμε ότι υπάρχει με κάποιον τρόπο ένα αναπόφευκτο “λαϊκιστικό κύμα”. Η Μελόνι κέρδισε, αλλά τι συνέβη με τον Σαλβίνι; Συνολικά, το δεξιό μπλοκ στην Ιταλία είναι στην πραγματικότητα πιο αδύναμο από ό,τι ήταν πριν. Αλλά αυτό είναι απλώς ένα δευτερεύον στοιχείο, που αφορά τον συσχετισμό δυνάμεων.

Το βασικό στοιχείο που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι όσοι πολιτικοί θέλουν να αντιπαρατεθούν στην Ακροδεξιά πρέπει να συνομιλούν με την ατζέντα που αυτή βάζει και με τους ίδιους τους ακροδεξιούς, αλλά όχι να μιλούν όπως αυτή. Δηλαδή: πρέπει όσοι είναι απέναντί της να απαντούν στις πολιτικές προκλήσεις, φυσικά, αλλά όχι να υιοθετούν άκριτα το πολιτικό πλαίσιο που βάζει η Ακροδεξιά. Οσοι προσπάθησαν να αντιγράψουν θέσεις και μεθόδους της είχαν – επαναλαμβάνω – καταστροφικά αποτελέσματα».

Ποιες είναι οι βαθύτερες αιτίες για τη δημοτικότητα των ακροδεξιών κομμάτων; Μερικοί αναλυτές τείνουν να δίνουν έμφαση στην εγκατάλειψη της εργατικής τάξης και των ανησυχιών της από την Αριστερά, άλλοι τείνουν να τονίζουν τον διχασμό που εντείνουν οι πολιτικές ταυτότητας. Ποια είναι η γνώμη σας για το θέμα;

«Πολύ περίπλοκο ερώτημα και φυσικά η απάντησή του είναι ακόμη υπό διερεύνηση και μελέτη. Τα διαφορετικά εθνικά πλαίσια έχουν σημασία. Δεν υπάρχει απαραίτητα μία παγκόσμια αιτία για την άνοδο των ακροδεξιών, λαϊκιστικών κομμάτων. Συμφωνώ ότι πολλοί ψηφοφόροι της εργατικής τάξης έχουν εγκαταλείψει τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, αλλά, σε αντίθεση με όσα ακούτε πολύ συχνά, δεν ισχύει ότι ένας μεγάλος αριθμός εργαζομένων έχει μετακινηθεί στην άκρα Δεξιά.

Αντίθετα, σταμάτησαν εντελώς να προσέρχονται στις κάλπες. Αλλά δεν είναι μόνο δομικό το ζήτημα: η Ακροδεξιά έχει γίνει πολύ επιδέξια στη διεξαγωγή πολιτισμικού πολέμου, ενώ παράλληλα έχει καταφέρει να πείσει πολλούς πολίτες ότι η Αριστερά είναι αυτή που σπέρνει διχασμούς. Και πάλι: υπάρχουν δομικοί παράγοντες που την ενισχύουν – όπως η παγκοσμιοποίηση και οι απορρυθμίσεις που αυτή δημιούργησε, προφανώς. Αλλά οι τακτικές και στρατηγικές επιλογές των ελίτ έχουν επίσης μεγάλη σημασία».