Πριν από αρκετά χρόνια ο αξέχαστος, ρηξικέλευθος και χειμαρρώδης στον λόγο και στις ιδέες, ποιητής της Θεσσαλονίκης Ντίνος Χριστιανόπουλος, πρότεινε να γίνονται εκδόσεις με φωτογραφίες παλιών θεσσαλονικέων φωτογράφων.

Ο ίδιος αγαπούσε πολύ κυρίως τη δουλειά του περίφημου φωτογράφου Γιώργου Λυκίδη (1886-1967) αλλά και της Nelly’s (1899-1998) και του Γιάννη Κυριακίδη (1924-2016) που δέσποσαν στον Μεσοπόλεμο και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια αντίστοιχα, αλλά και νεότερων. Ορισμένοι μας χάρισαν εκατοντάδες εικόνες εκείνης της μαρτυρικής και σε φάση διαρκούς μετάβασης Θεσσαλονίκης.

Τελικά την τελευταία 20ετία έγινε πράξη η πρότασή του. Ο ποιητής, που έφυγε από τη ζωή το 2020, πρόλαβε να δει μια «λαχταριστή Θεσσαλονίκη», όπως τη χαρακτήριζε, σε φωτογραφικά λευκώματα, κάποια από τα οποία μάλιστα είναι και αρκετά καλαίσθητα.

Όλγα Δέικου, Χωρίς Τίτλο, 2018

Σκέφτεσαι, λοιπόν, πως αν έπεφτε στα χέρια του Ντίνου Χριστιανόπουλου ή ενός ξένου περιηγητή, τουρίστα ή απλού εργαζόμενου στη Θεσσαλονίκη το φωτογραφικό λεύκωμα «Αιώνια Θεσσαλονίκη», το οποίο παρουσιάζουμε σήμερα, σίγουρα θα κέρδιζε την προσοχή τους για την αφοπλιστική ματιά των φωτογράφων και συνάμα την ειλικρινή και κάποτε ωμή, ρεαλιστική παρουσίαση της πόλης.

Πρόκειται για μια πρώτη τέτοιας πληρότητας απόπειρα αποτύπωσης των εικόνων και των χιλίων προσώπων της σύγχρονης Θεσσαλονίκης η οποία φέρει τη σφραγίδα της Πολιτιστικής Εταιρείας Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος και αποτελεί τη συνέχεια μιας παλαιότερης έκδοσης με τίτλο «Θεσσαλονίκη, Μια Πόλη Ανθρώπων» με σπάνιες όσο και πολύτιμες ιστορικές φωτογραφίες που διατρέχουν όλον τον 20ό αιώνα. Εικόνες και κείμενα, φωτογραφίες και λέξεις μιλούν για τη Θεσσαλονίκη τού σήμερα, μια πόλη που το παρελθόν της, το παρόν και το μέλλον της την καθιστούν «αιώνια».

Κάτι πολλαπλώς πιο λαμπερό

«Η φωτογραφία είναι μια παγωμένη στιγμή-θραύσμα μέσα στο πολύτροπο και ασύλληπτο απ’ το μάτι καλειδοσκόπιο της πόλης. Κάτι φευγαλέο που βαλσαμώθηκε, απομονωμένο απ’ τον περίγυρο κι από τις μεταβολές του χρόνου, μια έλλειψη που δι’ αυτής προσπαθείς να συλλάβεις το αδιανόητο Όλον. Να νιώσεις εξ όνυχος τη λέαινα» γράφει στο λεύκωμα αυτό ο διακεκριμένος συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης, ο όποιος προσθέτει:

«Στιγμές της πόλης, μιας Θεσσαλονίκης που ανελίσσεται ιλιγγιωδώς. Αλλάζουν οι δρόμοι, τα αυτοκίνητα, οι βιτρίνες, τα δέντρα, τα ονόματα των ανθρώπων στα κουδούνια. Τα αδέσποτα εξαφανίζονται κι έρχονται άλλα, απ’ το πουθενά, για να χαθούν κι αυτά σύντομα.

Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων κυκλοφορούν σε ένα γνωστό και αδιανόητο τοπίο. Μαγαζιά αλλάζουν χρήση. Αλλα τραγούδια ακούγονται, άλλοι ήχοι, άλλες μόδες υπάρχουν. Καινούργιες λέξεις αιωρούνται που δεν ακούστηκαν ποτέ και που θα λήξουν κι αυτές, ως εφήμερα έντομα, για να τις διαδεχτούν άλλες».

Δώρα Γάτση, Streetstyle.gr, 2018-2022

«Σαλονικιός ων, βλέπω αυτές τις υπέροχες φωτογραφίες του λευκώματος και αναρωτιέμαι αν έχουν τραβηχτεί σε αυτή την πόλη που μας ξεπερνάει όλους με ασύλληπτη ταχύτητα. Πρόσωπα, χώροι, ντυσίματα, παρέες εντελώς έξω απ’ τις δικές μου μνήμες – σαν να βλέπω ανθρώπους από μια άλλη, μετέωρη, φανταστική πόλη του Ίταλο Καλβίνο. Και είναι, πια, φυσικό.

Είμαι βέρος Σαλονικιός, ζω μια ζωή εδώ, αλλά, πλέον, κυκλοφορώ στην Τσιμισκή και είναι ζήτημα αν θα συναντήσω ένα γνωστό πρόσωπο ανάμεσα σε δύο χιλιάδες περαστικούς. Μυριάδες πανέμορφες, άγνωστες γυναίκες στα πεζοδρόμια και στα μαγαζιά που στη δική μου γενιά δεν υπήρχαν ούτε κατά φαντασίαν. Βλέπω τις φωτογραφίες και λέω πως η πόλη έχει φύγει πια από μένα, είναι και γίνεται διαρκώς κάτι άλλο, κάτι πολλαπλώς πιο λαμπερό, πιο σκληρό, πιο ακατανόητο…».

Στους εκλεπτυσμένους αλγόριθμους της τεχνητής νοημοσύνης

Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση που διερευνά ο εκ των επιμελητών του λευκώματος, Ηρακλής Παπαϊωάννου: «Τις επόμενες δεκαετίες οι πολίτες της Θεσσαλονίκης θα έχουν μάλλον εκχωρήσει την εικονοληψία (ίσως και την επιμέλειά της) στους εκλεπτυσμένους αλγόριθμους τεχνητής νοημοσύνης και στον μυστικό προγραμματισμό της «βαθιάς μάθησης».

Αν αυτό επαληθευτεί, ίσως το λεύκωμα αυτό να προβάλλει ως ακούσια παρακαταθήκη της πόλης, μια ακτινογραφία της στον 21ο αιώνα της διαρκούς ρευστότητας, του ζωηρού χρώματος, της ακραίας ευκρίνειας, του ανιστορικού ενεστώτα διαρκείας, της μεγεθυμένης ατομικότητας.

Γιώργος Φωτιάδης, Πλατεία Αριστοτέλους, 2022

Στο μεταίχμιο αυτό η Θεσσαλονίκη μοιάζει να διεκδικεί ακόμη την ιδιοπροσωπία που κοπίασε να βρει: τη δυνατότητα δηλαδή να συνταιριάζει την πλούσια ιστορία της με τη σύγχρονη μορφή της· να έχει σώμα ελληνικό, να αναπνέει κοσμοπολίτικα, να διαθέτει νοοτροπία Εγγύς Ανατολής αλλά στις φλέβες της να κυλά επίσης αίμα βαλκανικό.

Πολλές από τις θέσεις και τις αντιθέσεις που την καθιστούν απτή και μυθική, σαγηνευτική και εσωστρεφή, συμπράττουν εδώ καίρια υφαίνοντας με εικόνες ένα συλλογικό της στιγμιότυπο, ωμό και συγχρόνως τρυφερό, επιστρέφοντας ένα ελάχιστο σπάραγμα αυτογνωσίας από μια πόλη που δεν διστάζει πλέον να κοιταχτεί στον καθρέφτη».

Αποδίδοντας τιμές στη λεπτομέρεια

«H φωτογραφία πόλης είναι κάτι αντίστοιχο του μικροδιηγήματος, αυτής της γραφής που στην Αμερική έχει ονομαστεί flash-fiction ή και short-short story. Μιλάμε για «μυθοπλασία» κοφτή, βραχύσωμη φιλοδοξώντας να συλλάβει τη στιγμή και συγχρόνως να δηλώνει κάτι περισσότερο από την αποτύπωση ενός τοπίου ή ενός προσώπου.

Μπορεί να σκεφτεί κανείς πως μέσα από τις φωτογραφικές αναπαραστάσεις χτίζεται μια παράλληλη Ιστορία της πόλης, ένα τεράστιο, ανεπίσημο αρχείο συλλογικής μνήμης». Τα παραπάνω γράφει στο κείμενό του για το λεύκωμα ο Νικόλας Σεβαστάκης.

«Βλέποντας έτσι φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης», προσθέτει ο ίδιος, «από διαφορετικά βλέμματα και χρόνους, αισθάνεσαι παρούσες και αδιαίρετες όλες τις διαστάσεις της πόλης: τη μυστική ποιητική της, τα κοινωνικά της προβλήματα, τις αισθητικές βλάβες ή τα μικρά θαύματα από τα οποία αρδεύεται η αγάπη μας για έναν τόπο.

Η πολυσημία ενός αστικού χώρου φανερώνεται για να μας σαγηνεύσει ή να μας προβληματίσει και να μας θυμώσει: η πόλη ως διάσπαρτο, εκτεταμένο café, άναρχο πάρκινγκ ή χρονίζον εργοτάξιο μιας δύσκολης καθημερινότητας φαίνεται συχνά να σκεπάζει τις άλλες υποστάσεις της.

Τα γνωστά της δημόσια δράματα (μετρό, ΔΕΘ, κατάσταση των δρόμων) έχουν γίνει με τον καιρό ένα μυθιστόρημα με «κοιλιές», με περιττές σελίδες που, παρ’ όλα αυτά, είμαστε περίεργοι για τη συνέχειά του. Κάποια φωτογραφικά τεκμήρια έρχονται έτσι να ψαλιδίσουν τα περιττά και να φανερώσουν τα ουσιώδη.

Ακόμα και αν δεν κουβαλούν μαζί τους μια τέτοια πρόθεση, οι φωτογραφίες είναι ντοκουμέντα που αποκαλύπτουν το ιστορικό βάρος των φαινομενικά ασήμαντων όψεων».

Το έπος του ενός

Πριν από τα smartphones και τις υψηλής ευκρίνειας κάμερες ήταν λίγοι σχετικά αυτοί που ασχολούνταν με την τέχνη της φωτογραφίας. Ακόμα λιγότεροι ήταν αυτοί που αποφάσιζαν να κάνουν «τη δουλειά του φωτορεπόρτερ». Οι πιο πολλοί απαθανάτιζαν οικογενειακές στιγμές, εκδρομές της παρέας, γιορτές, τελετές και γενικότερα τις «μεγάλες στιγμές» της ζωής τους.

Ο φωτογράφος εκφράζει, κατά τη γνώμη μου, το έπος του ενός στη δημιουργία. Είναι όσο σε λίγες άλλες τέχνες, τόσο μόνος, αναντικατάστατος και δυσερμήνευτος αλλά και το ίδιο δημιουργικός.

Στη Θεσσαλονίκη ειδικότερα που έχει το προνόμιο να μπολιάζεται και να ανανεώνεται από την καταλυτική παρουσία της νεολαίας από όλη την Ελλάδα – σταθερά – αλλά και από όλη την Ευρώπη τα τελευταία χρόνια, η έκφραση του νέου δημιουργού μέσα από τη φωτογραφία έχει φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη από αισθητικής, τεχνικής και θεματολογικής πλευράς.

Από την άλλη, οι φωτογραφίες των νέων δημιουργών έχουν μια πίκρα, όπως τουλάχιστον τις εισπράττω εγώ, μια προσωπική ματιά αλλά, ταυτόχρονα και καινοτόμα, καινούργια.

Γιάννης Κούρτογλου, Γηροκομείο Μαλακοπής π. 2010

Το τελευταίο είναι αναμενόμενο, βέβαια, καθώς η ζωή έγινε δύσκολη, οι ταραγμένοι καιροί (προσφυγικό, ανισότητες, ξενοφοβία, αποξένωση, χαμηλή ποιότητα ζωής) αφήνουν το ίχνος τους στην καθημερινότητα, στις ρωγμές του αστικού τοπίου, στις πληγές της κάθε γειτονιάς.

Οι φωτογραφίες του παρόντος έργου εκπλήσσουν ευχάριστα. Είναι στο βήμα μιας πόλης που έχει τη χαρά να γεννά αενάως σπουδαίους δημιουργούς αυτής της τέχνης αλλά και να χαίρεται ένα μοναδικό για τη χώρα μουσείο φωτογραφίας.

Οι οπτικές ιστορίες των νέων δείχνουν να γίνονται, αν μη τι άλλο, πιο συνθέτες και απαιτητικές. Αυτό που μας χαροποιεί όμως είναι ότι, όσο και να τρέχει σαν γοργό ελάφι ο χρόνος, η Θεσσαλονίκη υποδέχεται συνεχώς νέους φωτογράφους.

Όπως ακριβώς λέει το περίφημο τραγούδι «As Τime Goes By», της κορυφαίας ταινίας όλων των εποχών, της «Καζαμπλάνκα», που τραγούδησε ο Σαμ (Ντούλεϊ Γουίλσον) για την Ινγκριντ Μπέργκμαν: Ο κόσμος πάντα θα υποδέχεται εραστές της φωτογραφίας, για να κάνουμε τον παραλληλισμό, καθώς κυλά ο χρόνος. Τούτο κάνει και με ένα ατίθασο, με αποτυπωμένο ταλέντο, έντιμο και πολυφωνικό πορτρέτο της σύγχρονης Θεσσαλονίκης και των αντιφάσεών της. Δεν είναι λίγο.

Μάνα Θεσσαλονίκη

Aν η πόλη ήθελε να μιλήσει,
να αναλογιστεί, να θυμηθεί,
τι άραγε θα αποκάλυπτε;

Προλογίζοντας με σύντομο σημείωμά του ο πρόεδρος της Πολιτιστικής Εταιρείας, Σταύρος Ανδρεάδης, γράφει: «Ξαπλωτή πάνω στον Θερμαϊκό αράζει η Θεσσαλονίκη. Απλώνει τα τεράστια λιπόσαρκα χέρια της και αγκαλιάζει με στοργή όλα της τα παιδιά.

Το σώμα της γεμάτο από βαθιές ουλές, παλιά σημάδια από πόλεμους, ξεριζωμούς, προσφυγιά και αίμα. Δεν ξεχνάει τίποτα από όλα αυτά, αλλά νιώθει πιο δυνατή από ποτέ. Αναλογίζεται με αγάπη όλους εκείνους τους παράξενους ανθρώπους που ζήσαν εδώ για αιώνες και τώρα πια έχουν χαθεί για πάντα.

Ανθρώπους που μπορεί να μην αισθάνθηκαν ποτέ αδέλφια μεταξύ τους, κοινή μάνα όλων τους ήταν όμως πάντα αυτή. Γέρνει ελαφρά το κεφάλι. Νιώθει τα σπλάχνα της να δονούνται έντονα από το νέο αίμα, που όπως πάντα αναβλύζει ορμητικά. Ανυποψίαστο, ανίκητο και αιώνιο. Κλείνει τα μάτια της και σαν να χαμογελάει».

INFO

«Αιώνια Θεσσαλονίκη – Ενα συλλογικό στιγμιότυπο στον 21ο αιώνα» (φωτογραφικό λεύκωμα 192 σελίδων, σκληρόδετη δίγλωσση έκδοση, ελληνικά – αγγλικά)

Εγραψαν για την πόλη: Σταύρος Ανδρεάδης, Κυριάκος Γιαλένιος, Ισίδωρος Ζουργός, Κώστας Μπλιάτκας, Λίνα Μυλωνάκη, Σοφία Νικολαΐδου, Ηρακλής Παπαΐωάννου, Νικόλας Σεβαστάκης, Γιώργος Σκαμπαρδώνης.

Φωτογράφισαν την πόλη: Νάσσος Αβδαρμάνης, Αλέξανδρος Αβραμίδης, Θοδωρής Ανδρεάδης, Κωστής Αργυριάδης, Νίκος Βαβδινούδης, Βασίλης Βερβερίδης, Ελενα Γανδά, Δώρα Γάτση, Αρις Γεωργίου, Βίκη Γεωργίου, Σάκης Γιούμπασης, Γιώργος Γιακουμίδης, Νίκος Γιακουμίδης, Νίκη Γλεούδη, Δημήτρης Γράνης, Λάζαρος Γραικός, Ολγα Δέικου, Χρήστος Δημητρίου, Σπύρος Δούκας, Κοσμάς Εμμόγλου, Πόπη Ευθυμιάδου, Γιάννης Ευσταθίου, Λίλη Ζουμπούλη, Δημήτρης Ζωγράφος, Λία Ναλμπαντίδου, Ινγκο Ντούνεμπιρ, Γιάννης Ιωακειμίδης, Στράτος Καλαφάτης, Νίκος Καλλιανιώτης, Στέργιος Καράβατος, Νίκος Καρκαλιάνης, Δήμητρα Καρπίδου, Κυριάκος Κατσαρέας, Κώστας Καψιάνης, Νίκος Κουκής, Γιάννης Κούρτογλου, Γιώργος Μαβίδης, Χριστίνα Μαθιανάκη, Βασίλης Μαντάς, Διονύσης Μεταξάς, Σάκης Μητρολίδης, Μάρτιν Μπαρζιλάι, Δημήτρης Μουγκός, Πάνος Νικολετάτος, Βαγγέλης Ξαφίνης, Σταύρος Ξηρός, Μάιρα Παλτίδου, Βασίλης Παντελίδης, Γιάννης Παντελίδης, Νίκος Πάντης, Γιώργος Παπαδόπουλος, Γιάννης Παπανίκος, Γιάννης Παρίσης, Κοσμάς Παυλίδης, Αρέτα Περιστέρη, Πάρις Πετρίδης, Αλεξία Πρασσά, Νίκος Πρίπορας, Σίμος Σαλτιέλ, Χρήστος Σιάρρης, Κορνηλία Σιδηρά, Θανάσης Σταθόπουλος, Δανάη Τεζαψίδου, Σοφία Τολίκα, Δημήτρης Τοσίδης, Μικέλε Τροϊάνι, Κωνσταντίνος Τσακαλίδης, Στέφανος Τσακίρης, Στέργιος Τσιούμας, Αλέκα Τσιρώνη, Αντρέας Τσονίδης, Νικόλαος Τσουκανάρας, Θανάσης Τσούκας, Ροζάρια Φώσκολου, Γιώργος Φωτιάδης, Ιωάννα Φωτιάδου, Αχιλλέας Χήρας, Αννα Χρυσίδη.

Επιμέλεια: Ευδοξία Ράδη – Ηρακλής Παπαϊωάννου.