Γεννημένη στο Βέλγιο, από πατέρα Φλαμανδό και μητέρα Σικελή, η Λάρα Φαμπιάν έδειξε την κλίση της στο τραγούδι από πολύ νεαρή ηλικία, εξ ου και οι γονείς της αποφάσισαν να την αφήσουν να φοιτήσει στο Βασιλικό Ωδείο των Βρυξελλών προκειμένου να καλλιεργήσει τη φωνή της και να μάθει να παίζει πιάνο. Στα δέκα χρόνια που πέρασε εκεί έγραφε τα δικά της κομμάτια, συνδυάζοντας πάντοτε όλες τις αναφορές της: την αγάπη της για μεγάλα αστέρια όπως η Μπάρμπρα Στράιζαντ και ο Φρέντι Μέρκιουρι και τις αρετές της κλασικής της εκπαίδευσης.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, η 55χρονη σήμερα τραγουδίστρια εγκαταστάθηκε στο Μόντρεαλ, δημιουργώντας τη δική της δισκογραφική εταιρεία. Μέσα από τη συνεργασία της με τον συνθέτη και παραγωγό Ρικ Αλισον κυκλοφόρησε το πρώτο της άλμπουμ στα γαλλικά, με τίτλο «Lara Fabian» (1991), το οποίο γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία.

Ακολούθησε το «Carpe Diem» (1994), που έδωσε στη Φαμπιάν τη δυνατότητα να εδραιώσει τη φήμη της με την εξόχως θερμή ανταπόκριση των θαυμαστών της στη διασκευή της μπαλάντας του Σερζ Λαμά «Je suis malade», την οποία είχε αναδείξει με τη σπαραξικάρδια ερμηνεία της η Dalida το 1973.

Η μεγάλη καταξίωση ωστόσο ήρθε με το πολυπλατινένιο «Pure» το 1997, χάρη στο τεράστιο σουξέ «Je t’ aime» και το πολυσυζητημένο «La différence», έναν ύμνο κατά της ομοφοβίας. Το 2000 αποφάσισε να συστηθεί και στο αγγλόφωνο κοινό, με το άλμπουμ «Lara Fabian» (χρησιμοποιώντας δηλαδή πάλι το ονοματεπώνυμό της).

Η εμπορική απήχηση ήταν αξιοσημείωτη, όχι όμως τόσο μεγάλη που να της επιτρέψει να εγκατασταθεί μόνιμα στις ΗΠΑ. Εχει παραμείνει ωστόσο πολύ δημοφιλής στη Γαλλία (και γενικώς στην Ευρώπη), στον Καναδά και σε αρκετές χώρες της Λατινικής Αμερικής.

Παράλληλα με τη μουσική της πορεία, η Λάρα Φαμπιάν δραστηριοποιήθηκε και στην τηλεόραση, συμμετέχοντας ως coach στα τηλεοπτικά talent shows «The Voice» και «La Voix» στη Γαλλία και στον Καναδά, ενώ υπήρξε και διευθύντρια του Star Académie, όπου μεταλαμπάδευσε την εμπειρία και το πάθος της σε νέους καλλιτέχνες. Μέσα από αυτές τις επιλογές, η ερμηνεύτρια έδειξε ότι δεν περιορίζεται σε μια παραδοσιακή ποπ καριέρα, αλλά επεκτείνει τη συμβολή της στον χώρο της μουσικής, ενθαρρύνοντας τη δημιουργικότητα.

Εχοντας πουλήσει συνολικά περισσότερους από 20 εκατομμύρια δίσκους, η Φαμπιάν κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες το νέο άλμπουμ της, με τίτλο «Je suis là». Στο πλαίσιο αυτής της δημιουργικής επανεκκίνησης (και της περιοδείας της που λέγεται «Voices»), θα επισκεφθεί σύντομα την Ελλάδα για μια μοναδική συναυλία στην Αθήνα, στις 4 Ιουνίου στο Christmas Theater, όπου θα παρουσιάσει ζωντανά τόσο τα νέα της τραγούδια όσο και αγαπημένες επιτυχίες που την καθιέρωσαν στη διεθνή σκηνή.

Οι έλληνες θαυμαστές της περιμένουν με ανυπομονησία να ζήσουν ξανά τη μαγεία της φωνής της από κοντά, επιβεβαιώνοντας για άλλη μία φορά την αμοιβαία αγάπη που έχει αναπτυχθεί όλα αυτά τα χρόνια ανάμεσα στην ίδια και το κοινό της χώρας μας.

Eχετε εμφανιστεί στην Ελλάδα στο παρελθόν και τώρα επιστρέφετε ξανά. Τι είναι αυτό που σας συνδέει με το ελληνικό κοινό και την ελληνική κουλτούρα;

«Υποθέτω πως, καθώς κι εγώ κατάγομαι από νησί, από τη Σικελία, έχω την ίδια αντίληψη και αγάπη για τις ρίζες μου. Νιώθω ότι μοιραζόμαστε πολλά κοινά στοιχεία. Επίσης, μερικοί από τους πιο σπουδαίους καλλιτέχνες στον κόσμο συνδέονται με τη χώρα σας και έχουν υπάρξει μεγάλη έμπνευση για εμένα – αστέρια όπως η Νάνα Μούσχουρη ή ο Τζορτζ Μάικλ σίγουρα άφησαν ένα σημάδι στη ζωή μου και μου άνοιξαν πόρτες που δεν είχα φανταστεί καν ότι υπήρχαν. Η Ελλάδα είναι το λίκνο του πολιτισμού και της τέχνης, καθώς και η πηγή προέλευσης των περισσότερων σημαντικών λέξεων που προφέρουμε καθημερινά. Ο πλούτος της χώρας σας είναι ανεξάντλητος».

Εχετε κάποια έντονη ανάμνηση από τις προηγούμενες συναυλίες σας στην Ελλάδα;

«Φυσικά και έχω. Το να βλέπω τέσσερις χιλιάδες ανθρώπους να σηκώνονται όρθιοι καθώς ανέβαινα στη σκηνή την πρώτη φορά που τραγούδησα στην Αθήνα είναι πραγματικά μια αξέχαστη ανάμνηση και μια στιγμή που θα φυλάξω για πάντα μέσα μου».

Βρίσκεστε στον χώρο της μουσικής εδώ και δεκαετίες. Πώς θα λέγατε ότι έχετε εξελιχθεί, τόσο μουσικά όσο και προσωπικά, από τα πρώτα σας άλμπουμ μέχρι την πιο πρόσφατη δισκογραφική δουλειά σας;

«Είναι δύσκολο να το απαντήσω εγώ η ίδια αυτό. Μπορώ να πω όμως ότι βρήκα τον δικό μου τρόπο να εξελίσσομαι και να παραμένω αυθεντική. Επίσης, βρήκα πώς να προσαρμοστώ σε αυτό που έχει γίνει η μουσική σήμερα, προσπαθώντας να ωριμάσω με χάρη και παραμένοντας πάντα πιστή στα στοιχεία που καθόρισαν το ποια είμαι».

Το τελευταίο άλμπουμ σας «Je suis là» κυκλοφόρησε πρόσφατα. Τι μπορείτε να μας πείτε για αυτά τα καινούργια τραγούδια;

«Αυτό το νέο άλμπουμ αφορά την κατανόηση της δύναμης του χρόνου και το πώς μπορούμε να γίνουμε σύμμαχοι μαζί του ακόμη και μέσα από τα σκαμπανεβάσματα που όλοι βιώνουμε στη ζωή μας. Είναι μια προσευχή που περικλείει τόσο τη λύτρωση όσο και τη συγχώρεση και αντιπροσωπεύει μια περίοδο της ζωής μου όπου έβαλα τη διαύγεια και την ειλικρίνεια στο επίκεντρο κάθε κομματιού που δημιούργησα.

Eγραψα ορισμένες λέξεις που δεν είχα τολμήσει να χρησιμοποιήσω ποτέ ξανά γιατί βρήκα μέσα μου έναν χώρο που μου επέτρεψε να πω συγκεκριμένα πράγματα χωρίς πόνο, χωρίς θυμό ή πικρία. Πιστεύω ότι αυτό το άλμπουμ μπορεί να αγγίξει οποιονδήποτε βρεθεί σε αυτό το ιερό στάδιο της πορείας του, εκείνη τη στιγμή που μπορεί και θέλει να μιλήσει με τον πιο νηφάλιο και αληθινό τρόπο».

Είστε γνωστή για τη φωνητική σας τεχνική και τις εκφραστικές ερμηνείες σας. Πώς διατηρείστε σωματικά σε ένα υψηλό επίπεδο κατά τη διάρκεια περιοδειών και ηχογραφήσεων;

«Είμαι πολύ πειθαρχημένη όσον αφορά τη φροντίδα της φωνής μου. Τη θεωρώ μέρος του σώματός μου που χρειάζεται προσοχή. Oσον αφορά την τεχνική μου, συνεργάζομαι τα τελευταία χρόνια με έναν εξαιρετικό δάσκαλο φωνητικής, ο οποίος μου έδειξε έναν εντελώς νέο τρόπο να προσαρμόζομαι στις μεταβολές που μοιραία υφίσταται η φωνή μου».

Μετά από περισσότερα από 30 χρόνια καριέρας, έχετε εξελιχθεί, έχετε ζήσει πολλές καλλιτεχνικές εμπειρίες, αλλά, τελικά, τι είναι αυτό που σας αρέσει περισσότερο – επαγγελματικά – σε καθημερινή βάση;

«Αυτό που μου αρέσει περισσότερο είναι η επαφή με την ουσία της μουσικής. Αλλά αγαπώ πάνω απ’ όλα αυτούς που μου θυμίζουν καθημερινά γιατί κάνω αυτή τη δουλειά και μου επιτρέπουν να συνεχίσω να την κάνω: το κοινό».

Ποια τραγουδίστρια έχει επηρεάσει πιο βαθιά την αντίληψή σας για την τέχνη σας;

«Η καλλιτέχνιδα που με ενέπνευσε και με επηρέασε περισσότερο είναι η Μπάρμπρα Στράιζαντ. Αυτό συνέβη όταν ανακάλυψα το «Γιεντλ». Εκείνη η ταινία άλλαξε τα πάντα μέσα σε λίγες ώρες για εμένα. Συνειδητοποίησα τι ακριβώς μετράει για εμένα μουσικά και τι θεωρώ πιο σημαντικό, καθώς και το πώς ήθελα να παρουσιάσω αυτά που μόλις είχα ανακαλύψει».

Αν μπορούσατε να ασχοληθείτε με ένα εντελώς νέο εγχείρημα, ποιο θα ήταν αυτό και γιατί;

«Πιθανότατα θα ήταν το άνοιγμα μιας Ακαδημίας, όπου ο πυρήνας της εκπαιδευτικής διαδικασίας θα ήταν η προσωπική ανάπτυξη, η διευκόλυνση του ταξιδιού που λέγεται τέχνη και η επικοινωνία».

Από όλους τους σύγχρονους καλλιτέχνες της ποπ, ποιος είναι ο αγαπημένος σας και γιατί;

«Ο αγαπημένος μου σύγχρονος καλλιτέχνης είναι ο Τζέικομπ Κόλιερ. Πιστεύω ότι είναι μοναδικός, ξεχωρίζει από όλους τους άλλους. Η αριστεία της τέχνης του δεν συγκρίνεται με καμία, το εύρος όσων μπορεί να κάνει είναι απεριόριστο και, πάνω απ’ όλα, φέρνει χαρά στην καρδιά μου».

Τραγουδάτε σε πολλές γλώσσες – γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά και άλλες. Πώς επηρεάζει η καθεμία το συναίσθημα που βάζετε στις ερμηνείες σας;

«Αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση, γιατί πράγματι κάθε γλώσσα έχει τις δικές της αποχρώσεις και μεταφέρει το συναίσθημα με τον δικό της μοναδικό τρόπο. Εξαρτάται πραγματικά από το πώς αισθάνομαι μέσα μου και πώς θέλω να εκφραστώ. Μόλις το κατανοήσω, αποφασίζω σε ποια γλώσσα θα γράψω και θα τραγουδήσω».

Κοιτάζοντας πίσω στο παρελθόν, υπάρχει κάποια συμβουλή που θα δίνατε στον νεότερο εαυτό σας όταν ξεκινούσατε στη μουσική βιομηχανία;

«Να εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου, να εμβαθύνεις στην εκμάθηση όλων των απαραίτητων δεξιοτήτων και, φυσικά, να σε αγαπάς».

Ας κάνουμε έναν κύκλο στην κουβέντα μας και ας μιλήσουμε πάλι για την Ελλάδα. Πριν ή μετά τη συναυλία που θα δώσετε στην Αθήνα υπάρχουν μέρη που θέλετε να ξαναεπισκεφθείτε, τοπικά φαγητά που αγαπάτε ή νέες εμπειρίες που ανυπομονείτε να βιώσετε;

«Η Ελλάδα είναι ένας πραγματικός παράδεισος, τον οποίο αξίζει να εξερευνήσει κανείς, αλλά δυστυχώς δεν θα έχω πολύ χρόνο για να κάνω όλα όσα αγαπώ, πέραν της μουσικής. Oμως είναι σίγουρο ότι θα επιστρέψω».