Του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη

Το όνομα Μαρία Τσάλλα έγινε γνωστό στο ευρύ κοινό με την αποκάλυψη του δικτύου κατασκοπείας σε μια σειρά χωρών της Δυτικής Ευρώπης αλλά και της Λατινικής Αμερικής. Σύμφωνα με διάφορα δημοσιεύματα, ανήκε σε ένα δίκτυο εν υπνώσει πρακτόρων της Ρωσικής Στρατιωτικής Κατασκοπείας (GRU), με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών, τη στρατολόγηση πρόθυμων συνεργατών κ.λπ.

Οπως ήταν φυσικό, η υπόθεση αυτή έφερε στην επιφάνεια τη συζήτηση αλλά και τα ερωτήματα για τον βαθμό διείσδυσης της ρωσικής κατασκοπείας και στη χώρα μας. Η συζήτηση αυτή είναι παλιά, η ιστορία έχει πολλά επεισόδια, ελάχιστες όμως πληροφορίες βλέπουν το φως, όπως είναι φυσικό σε τέτοιες περιπτώσεις.

Η ίδρυση του ΣΕΚΕ και το «Κόκκινο Σχέδιο»

Αν ανατρέξουμε σε μακρινές δεκαετίες, θα δούμε πως από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα η ΕΣΣΔ, δημιουργώντας με τη βοήθεια τσαρικών αξιωματικών στην αρχή τη Σοβιετική Στρατιωτική Κατασκοπεία, δημιούργησε «σταθμούς» σε πολλές δυτικές χώρες, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα. Η ίδρυση του ΣΕΚΕ, που μετονομάστηκε σε ΚΚΕ, ήταν η ευκαιρία που αναζητούσε η ρωσική κατασκοπεία για την ένταξη της χώρας μας στο μεγάλο «Κόκκινο Σχέδιο», το οποίο δεν ήταν άλλο από την Κομμουνιστική Διεθνή, ο μηχανισμός της οποίας χρησιμοποιούνταν για τη δημιουργία και επέκταση δικτύων πρακτόρων.

Είναι γνωστές πολλές ιστορίες νεαρών, ρομαντικών κομμουνιστών οι οποίοι, αφού εκπαιδεύτηκαν στα δύο κομμουνιστικά πανεπιστήμια της Διεθνούς, το Πανεπιστήμιο των Λαών της Ανατολής και το Πανεπιστήμιο των Εργαζομένων της Δύσης, ανέλαβαν ριψοκίνδυνες αποστολές που περιελάμβαναν πλαστογραφία εγγράφων, μεταφορά χρημάτων και όπλων, εκπαίδευση στη χρήση ασυρμάτων και εκρηκτικών. Πολλοί από αυτούς χάθηκαν κατά τις εκκαθαρίσεις του 1936-1938, άλλοι πάλι ανέβηκαν στα ύπατα κομματικά αξιώματα.

Οι σχέσεις της πρεσβείας με έλληνες κομμουνιστές

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του κινήματος της Αντίστασης είναι γνωστή η περίπτωση του αγέλαστου και αινιγματικού συνταγματάρχη Γκρικόρι Ποπόφ ως επικεφαλής της διπλωματικής και στρατιωτικής αποστολής της ΕΣΣΔ.

Στον μεταπολεμικό Ψυχρό Πόλεμο, στην Ελλάδα αναπτύχθηκε ένα δίκτυο πρακτόρων επιρροής αλλά και κατασκόπων υπέρ της ΕΣΣΔ. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες οι λεπτομέρειες που παραθέτει στο βιβλίο του ο Δημοσθένης Παπαχρήστου με τίτλο «Αναδρομή στα γεγονότα 1931-2000 και ο ρόλος του ΚΚΕ» (Ελληνικά Γράμματα, 2002) για τις σχέσεις που ανέπτυσσαν στελέχη της σοβιετικής πρεσβείας τόσο με έλληνες κομμουνιστές όσο και με επιχειρηματίες, σε μια προσπάθεια συγκέντρωσης πληροφοριών και αύξησης της σοβιετικής επιρροής στην ελληνική κοινή γνώμη μέσω πολιτιστικών εκδηλώσεων, μετακλήσεων θεατρικών ομάδων, μπαλέτου κ.λπ.

Η υπόθεση Μπόχαν και οι πύραυλοι Stinger

Η πιο πολύκροτη υπόθεση σοβιετικής κατασκοπείας στη μεταπολιτευτική περίοδο ήταν εκείνη του Σεργκέι Μπόχαν το 1985. Στέλεχος της GRU, πέρασε στην «αντίπερα όχθη», στρατολογήθηκε από τη CIA και αποστάτησε στις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια των ανακρίσεών του από στελέχη της CIA, ο Μπόχαν ανέφερε δύο έλληνες αξιωματικούς, τους Μεγαλοοικονόμου και Πιπιτσούλη, και έναν απόστρατο αξιωματικό του Ναυτικού, τον Σερεπίσιο, ως εκείνους που διοχέτευσαν στους Σοβιετικούς πληροφορίες για τους πυραύλους Stinger. Παραπέμφθηκαν σε δίκη, ο Πιπιτσούλης και ο Σερεπίσιος αθωώθηκαν λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων, ο Μεγαλοοικονόμου όμως καταδικάστηκε γιατί ομολόγησε πως εργαζόταν για λογαριασμό του «σταθμού» της KGB στην Αθήνα.

Λίγα χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1991, υπεστάλη η κόκκινη σημαία από το Κρεμλίνο και η ΕΣΣΔ διαλύθηκε. Η νεαρή μετακομμουνιστική, δημοκρατική Ρωσία είχε άλλα προβλήματα να αντιμετωπίσει, αλλά όταν ο πρόεδρος Γέλτσιν το 1993 αντιμετώπισε την ανταρσία τής, ελεγχόμενης από τους κομμουνιστές του Γκενάντι Ζουγκάνοφ, Δούμας, δεν δίστασε ούτε λεπτό να έρθει σε συμφωνία με τον μόνο θεσμό του κομμουνιστικού καθεστώτος που επιβίωσε αλώβητος. Τότε ξεκίνησε η μακρά πορεία μετασχηματισμού της σύγχρονης Ρωσίας σε κράτος-μαφία, όπου κυρίαρχη και πανίσχυρη φατρία της ελίτ της παραμένουν οι άνδρες των μυστικών υπηρεσιών, οι οποίοι άλλωστε ποτέ δεν είχαν διακόψει τη δραστηριότητά τους.

Ο υποστράτηγος της GRU και οι επαφές με ακροδεξιούς

Το 2014, ο νταγκεστιανός υποστράτηγος της GRU, χειριστής των ελληνικών επαφών που προέρχονταν από τον ακροδεξιό χώρο που την εποχή εκείνη κάλπαζε προς τη Βουλή, κυκλοφορούσε στα νότια προάστια της Αττικής, παρέα με άλλους ρώσους ανώτατους αξιωματικούς της Αστυνομίας, οι οποίοι διέθεταν ελληνικές ταυτότητες και διαβατήρια. Στην παρατήρηση, μάλιστα, πως στηρίζοντας το συγκεκριμένο μόρφωμα υπονομεύουν μακροπρόθεσμα τις σχέσεις Ελλάδας – Ρωσίας, η απάντηση ήταν ότι μας συνδέουν μακρόχρονοι δεσμοί φιλίας και τίποτα δεν μπορεί να τους διαταράξει.

Στο μεταξύ διάστημα είχαμε πολλά ταξίδια επίσημων πολιτικών αποστολών στη ρωσική πρωτεύουσα και συναντήσεις επιφανών στελεχών στο Κέντρο Στρατηγικών Ερευνών, το οποίο ίδρυσαν και διευθύνουν πρώην στελέχη της GRU.

Η κρίση, όμως, δεν άργησε να έρθει και αυτή δεν ήταν άλλη από την απέλαση ρώσων διπλωματών τον Ιούνιο του 2017 για την εμπλοκή τους σε παράνομες ενέργειες, όπως χρηματισμός κρατικών λειτουργών, προσπάθεια στρατολόγησης ελλήνων αξιωματικών. Λίγες ημέρες νωρίτερα, στελέχη του Κέντρου Πολιτισμού και Επιστημών της ρωσικής πρεσβείας εσπευσμένα εγκατέλειψαν τη χώρα, προφασιζόμενα μετάθεση σε χώρες μακρινές.

Αν κάτι παραμένει αναλλοίωτο και ακλόνητο στη Ρωσία, αυτές είναι οι μυστικές της υπηρεσίες. Παρά τα πλήγματα με τις αποκαλύψεις και τις αποτυχίες της σε πολλές «μαύρες» επιχειρήσεις, το μόνο σίγουρο είναι πως συνεχίζουν να λειτουργούν, κάνοντας αυτό που ξέρουν καλά: στρατολογούν πρόθυμους, συγκεντρώνουν πληροφορίες, προκαλούν με τη βοήθεια της τεχνολογίας κρίσεις για την υπονόμευση των θεσμών και δυσπιστία απέναντι στις δημοκρατικές εκλεγμένες κυβερνήσεις.