Το 2008 στην Αθήνα είχε διεξαχθεί το πρώτο παγκόσμιο συνέδριο με θέμα τις Νεοελληνικές Σπουδές (ΝΣ) και το μέλλον τους (βλ. τα άρθρα μου στο Βήμα, 29 Ιουνίου και 13 Ιουλίου 2008). Τώρα, 10 χρόνια μετά, στο Λουντ της Σουηδίας θα διεξαχθεί το 6ο Ευρωπαϊκό Συνέδριο με θέμα τον ελληνικό κόσμο σε περιόδους κρίσης (4-7 Οκτωβρίου) και θα δοθεί η ευκαιρία να εκτιμήσουμε τι μεσολάβησε αυτή τη δεκαετία και πόσο η περίοδος της κρίσης επηρέασε σε παγκόσμιο επίπεδο τις ΝΣ. Οι περίοδοι κρίσης πάντοτε προκαλούν διεθνές ενδιαφέρον και το διαπιστώνουμε αυτό και από το πόσα βιβλία και άρθρα έχουν γραφτεί στα αγγλικά για την κρίση μέσα σε λίγα χρόνια. Για καμιά άλλη περίοδο της ελληνικής ιστορίας δεν έχουν γραφτεί τόσα βιβλία μέσα σε τόσο μικρό διάστημα.
Με αφορμή το συνέδριο θα ήθελα σταθώ σε δύο γενικότερα θέματα: τη θέση και την ταυτότητα των ΝΣ εκτός Ελλάδας. Δηλαδή το πώς τοποθετούνται στο ακαδημαϊκό στερέωμα και ποιος τις εκπροσωπεί. Πάντοτε υπήρχε ένα πρόβλημα ένταξης των ΝΣ, γιατί πότε ακολουθούσαν τις Κλασικές και τις Βυζαντινές Σπουδές και πότε τις Ευρωπαϊκές Γλώσσες και Λογοτεχνίες. Σήμερα που τα πράγματα έχουν παγιωθεί και νέες θέσεις δεν δημιουργούνται, η θεσμική ένταξη των ΝΣ ίσως έχει μικρότερη σημασία καθώς πάντα θα αιωρούνται μεταξύ ακαδημαϊκών αντικειμένων. Και τούτο με φέρνει στο άλλο ερώτημα: Ποιος διεκδικεί την ταυτότητα του νεοελληνιστή σήμερα; Αυτός που διδάσκει γλώσσα και λογοτεχνία και δεν μπορεί να προσδιοριστεί αλλιώς; Καλύπτει όμως ένας τέτοιος αυτοπροσδιορισμός ό,τι σήμερα αποκαλούμε ΝΣ ή πόσο πρόσφορος είναι για την ακαδημαϊκή ταυτότητα και επιβίωση του αντικειμένου;
Ενώ παλαιότερα είχαμε πολλούς μη ελληνικής καταγωγής νεοελληνιστές, τώρα είναι λιγοστοί και τούτο συνιστά σημαντικό μειονέκτημα γιατί όλοι αυτοί οι μελετητές προσκόμιζαν μια άλλη παιδεία και μια διαφορετική ματιά πάνω στον νεοελληνικό κόσμο. Ας μην ξεχνούμε ότι σε ξένους μελετητές οφείλουμε δύο από τις τέσσερις ιστορίες της ελληνικής λογοτεχνίας, γραμματικές της νεοελληνικής γλώσσας, βιογραφίες του Σεφέρη, του Καζαντζάκη και του Καβάφη (ένα είδος μέχρι πρόσφατα παραμελημένο στην Ελλάδα). Από δύο αγγλόφωνες εκδόσεις τη δεκαετία του 1990 ξεκίνησε και στην Ελλάδα η συζήτηση περί μοντερνισμού με βάση τα αγγλοσαξονικά δεδομένα. Ας σημειωθεί ακόμη ότι τα πρώτα συνέδρια για τη δεκαετία του 1940 έγιναν το 1978 στην Ουάσιγκτον και το Λονδίνο και το πρώτο συνέδριο αποκλειστικά για τον Εμφύλιο στη Δανία το 1984, ενώ έπρεπε να περάσει πάνω από μία δεκαετία για να γίνει κάτι αντίστοιχο στην Αθήνα το 1995. Επίσης αρκετά νέα θεωρητικά ρεύματα δεξιώθηκαν στην Ελλάδα με τη συμβολή νεοελληνιστών του εξωτερικού.
Η τάση στον αγγλοσαξονικό πανεπιστημιακό χώρο είναι πλέον προς ευρύτερα αντικείμενα και οι προκηρύξεις θέσεων ακολουθούν ανάλογες τάσεις. Η διαπίδυση μεταξύ αντικειμένων είναι επίσης όλο και πιο συχνή, με πολιτικούς επιστήμονες και ανθρωπολόγους να διεκδικούν θέσεις σε τμήματα ιστορίας ενώ τα όρια φιλολογίας και ιστορίας στις κλασικές και τις βυζαντινές σπουδές έχουν σχεδόν καταργηθεί. Οι ΝΣ όμως θεωρούνται ένα στενό και εξειδικευμένο αντικείμενο που δεν μπορεί εύκολα να ενταχθεί και να συμπράξει με κάτι άλλο (όπως για παράδειγμα οι Βυζαντινές με τις Μεσαιωνικές Σπουδές). Από την άλλη πλευρά βλέπουμε αξιόλογες μελέτες για τη σύγχρονη Ελλάδα από μελετητές που δεν ανήκουν σε τμήματα ή κέντρα ΝΣ αλλά είναι ενταγμένοι αλλού. Προβλέπω ότι στο μέλλον η μελέτη της νεότερης Ελλάδας στο εξωτερικό δεν θα είναι επικεντρωμένη σε τμήματα ΝΣ αλλά θα ασκείται κυρίως από μεμονωμένους επιστήμονες που θα ανήκουν σε διαφορετικά τμήματα και γνωστικά αντικείμενα.
Μια κάποια διέξοδος είναι η στήριξη των εδρών από ιδιωτικές πηγές όπως έγινε πρόσφατα με την έδρα Κοραή στο Λονδίνο ή την έδρα στο Αμστερνταμ ή όπως γίνεται στην Αμερική. Σε τέτοιες όμως περιπτώσεις οι δυσκολίες έγκεινται στη συγκέντρωση υπερβολικά υψηλών χορηγιών αλλά και στην απροθυμία των πανεπιστημίων να δεχτούν τέτοιες δωρεές, εκτός αν πρόκειται για επώνυμες έδρες με κάποια παράδοση.
O κ. Δημήτρης Tζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Aγγλίας.