Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία διανύει ήδη το 49ο έτος της, αλλά ορισμένες «παιδικές» ασθένειες που της κληροδότησε η ταραγμένη προδικτατορική περίοδος δείχνει αδύναμη να τις αντιμετωπίσει.

Παρότι η Ελληνική Δημοκρατία είναι μια καλή δημοκρατία, ανταγωνιζόμενη επί ίσοις όροις δημοκρατίες του δυτικού ημισφαιρίου, εν τούτοις εμφανίζεται εν πολλοίς αδύναμη να προχωρήσει αποφασιστικά στην αντιμετώπιση αυτών των «ασθενειών», οι οποίες αποτελούν τροχοπέδη για την εξέλιξή της αλλά και για την ανάπτυξη του τόπου.

Δεν είναι τυχαίο ότι αυτές οι «ασθένειες» σχετίζονται με τον μηχανισμό διακυβέρνησης της χώρας.

Τρεις φορές έχει αναθεωρηθεί έως σήμερα το Σύνταγμα του 1975 (1986, 2001, 2008), αλλά και στις τρεις το πολιτικό σύστημα παρουσίασε αισθήματα ναυτίας και αποστροφής στη βασική επιλογή για να θωρακιστεί κάθε μελλοντική κυβέρνηση έναντι των πιέσεων της αντιπολίτευσης να εγκαταλείψει ανυπερθέτως την εξουσία ως «επικίνδυνη» για τη χώρα: ήτοι το απαραβίαστο της 4ετούς θητείας μιας κυβέρνησης. Η διάρκεια περιγράφεται με λεπτομέρεια, πλην όμως δεν κατοχυρώθηκε με ρητό τρόπο. Αρκούσε μία και μόνο φράση: οι εκλογές πραγματοποιούνται με την ολοκλήρωση της 4ετίας και ουδείς λόγος συντρέχει, ούτε γίνεται αποδεκτός, για την επίσπευσή τους.

Τα πολιτικά κόμματα και ειδικά τα τρία που ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας στη διάρκεια αυτών των 49 ετών έκλεισαν τα μάτια μπροστά στο προφανές: ότι η συνταγματική επιταγή περί 4ετούς διάρκειας μιας κυβερνητικής θητείας δεν μπορεί να αποτελεί προνομία του πρωθυπουργού, ούτε να καθίσταται κάθε φορά ακορντεόν, αναλόγως των επιδιώξεων εκείνου.

Επί της ουσίας, τι έκαναν τα τρία μεγαλύτερα κόμματα; Κατέστησαν την ψήφο των πολιτών άκυρη διαδικασία. Οταν ο πολίτης προσέρχεται στις κάλπες, το κάνει προκειμένου να επιλέξει την κυβέρνηση που θα διαχειριστεί τις τύχες του, όχι για να απαντά στο ερώτημα αν συμφωνεί σε… πρόωρη προσφυγή στις κάλπες! Συναφής με τα προηγούμενα είναι η άλλη μεγάλη πληγή της Ελληνικής Δημοκρατίας: το εκλογικό σύστημα. Δεν υπάρχει κυβέρνηση που να μην προχώρησε στην αλλαγή του εκλογικού νόμου προσαρμόζοντάς τον στα μέτρα της. Λογικά πρέπει να είμαστε η μοναδική χώρα στον προηγμένο δυτικό κόσμο στην οποία το εκλογικό σύστημα μοιάζει με… λάστιχο. Από την ψευδεπίγραφη «απλή αναλογική» μέχρι την «ενισχυμένη»… πάντα αναλογική, το εκλογικό σύστημα αποτελεί υποχείριο της εκάστοτε κυβέρνησης και το βασικό όπλο για να παραμείνει στην εξουσία.

Και αυτό γιατί; Διότι τόσο στο Σύνταγμα του 1975 όσο και στις αναθεωρημένες εκδοχές του ουδείς έθεσε τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων: ήτοι την καθιέρωση ενός πάγιου εκλογικού συστήματος. Αντί γι’ αυτό προτιμήθηκαν άρθρα που προστατεύουν τον αναχρονισμό και την οπισθοδρόμηση – όπως ας πούμε το περίφημο 16 περί του δημόσιου χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης. Δεν είναι τραγικό;