Το πλεονέκτημα του να παρακολουθείς από τόσο κοντά την εξωτερική πολιτική της χώρας σου για μεγάλο χρονικό διάστημα είναι ότι είσαι σε θέση να διακρίνεις με ακρίβεια τη διαφορά μεταξύ ουσίας και επιφάνειας.

Οι επιστολές Μπλίνκεν, με αποκορύφωμα τη δέσμευση για τα F-35 και τις φρεγάτες τύπου Constellation, σημειώνουν ένα νέο υψηλό στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, κι αποτελούν μια μεγάλη επιτυχία που δικαιώνει την εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεων του Κυριάκου Μητσοτάκη. Μια πολιτική που χαρακτηρίζεται από εθνική αυτοπεποίθηση, γεωπολιτική υπευθυνότητα και διπλωματική εξωστρέφεια.

Η πραγματικότητα κατέδειξε, με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο, την απόλυτη αστοχία ορισμένων ακραίων φωνών στο εσωτερικό της χώρας, που με εύκολο κι ανεύθυνο «υπερπατριωτισμό» απαιτούσαν τη διπλωματική αδράνεια και τον εθνικό απομονωτισμό.

Ας αναλογιστούμε για ένα λεπτό ποια ήταν η κατάσταση μόλις τρία χρόνια πριν. Η Τουρκία συμμετείχε ως συμπαραγωγός των F-35, με 1.005 ανταλλακτικά made in Turkey, και δρομολογούσε την απόκτηση 100 τέτοιων αεροσκαφών. Την ίδια στιγμή, στη χώρα μας, ακόμη και το ενδεχόμενο εκκίνησης συνομιλιών με τους Αμερικανούς για τα μαχητικά 5ης γενιάς έμοιαζε περισσότερο με όνειρο θερινής νυκτός.

Τρία χρόνια αργότερα, αποκλεισμένη από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των F-35, η Τουρκία, ύστερα από κοπιώδεις διαπραγματεύσεις και ουσιαστικές υποχωρήσεις, «καταφέρνει» να εξασφαλίσει έως 40 F-16. Ταυτόχρονα, η ελληνική κυβέρνηση, με συνέπεια, μεθοδικότητα κι εξωστρέφεια εντάσσει τη χώρα στο πιο προηγμένο εξοπλιστικό πρόγραμμα του πλανήτη.

Όσοι στην πατρίδα μας εκφράζουν αμφιβολίες για τον τελικό κερδισμένο των επιστολών Μπλίνκεν, εξαιρούν την αποτελεσματικότητα του ανατολίτικου παζαριού της Τουρκίας και δυσφορούν με τη «δογματική» προσήλωση της χώρας μας στους κανόνες του διεθνούς δικαίου και της πολυμέρειας, δεν έχουν παρά να κοιτάξουν τις αντιδράσεις ακόμη και των πιο ακραιφνών φιλοκυβερνητικών τουρκικών ΜΜΕ.

Σε αυτά γίνεται λόγος τις τελευταίες ημέρες για τη μεγαλύτερη αποτυχία στην ιστορία της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, τη μετατροπή του Αιγαίου σε κλειστή θάλασσα και τον αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ των τουρκικών Ford του ’70 (F-16) και των ελληνικών Mercedes του 2020 (F-35).

Παρά την αδιαμφισβήτητη επιτυχία όμως της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που αποτυπώθηκε στις επιστολές Μπλίνκεν, γνωρίζουμε καλά ότι ο δρόμος μπροστά παραμένει δύσκολος. Η ελληνική κυβέρνηση δεν θριαμβολογεί, δεν επαναπαύεται, δεν παρερμηνεύει.

Ούτε σε καμία περίπτωση αυταπατάται ως προς τα κίνητρα της προσπάθειας Ερντογάν για εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Γνωρίζει πως η «νέα Τουρκία» που δημιούργησε ο τούρκος πρόεδρος στον 21ο αιώνα αυτοπροβάλλεται ως αυτόνομη δύναμη που προκρίνει ad-hoc συμφωνίες συμφέροντος εις βάρος των παραδοσιακών γεωπολιτικών συμμαχιών.

Η βελτίωση της συμβίωσης στο Αιγαίο, η επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα και η αποκατάσταση των διαύλων επικοινωνίας σε πολλαπλά επίπεδα δεν ισοδυναμούν με την επίλυση των διαφορών μας με την Τουρκία. Δείχνουν όμως τον δρόμο.

Το σημαντικό όμως είναι ότι η Ελλάδα αυξάνει την αποτρεπτική της ισχύ, θωρακίζοντας την άμυνά της με τον πλέον προηγμένο εξοπλισμό, ενώ παράλληλα εμβαθύνει τον παραγωγικό διάλογο με την Τουρκία για τη βελτίωση των διμερών σχέσεων με απώτερο στόχο την εξεύρεση μιας πολιτικά βιώσιμης λύσης, όταν κι εφόσον αυτό καταστεί δυνατόν.

Η κυρία Ντόρα Μπακογιάννη είναι βουλευτήςτης ΝΔ, πρώην υπουργός.