Το κομματικό σύστημα στις ΗΠΑ δεν αναπτύχθηκε γύρω από τον άξονα Αριστερά / Δεξιά, αλλά με τη θεώρηση ότι οι ιδεολογικές διαφορές εσωτερικεύονται στα ίδια τα κόμματα, σε ένα πλαίσιο «ελεγχόμενης αντιπαλότητας».

Στις αρχές του 19ου αιώνα κυριάρχησε η διαίρεση γύρω από το ζήτημα της κρατικής οργάνωσης. Το κόμμα των Φεντεραλιστών (Αλεξάντερ Χάμιλτον) υποστήριζε τη δημιουργία ισχυρής κεντρικής κυβέρνησης, ενώ το κόμμα των Δημοκρατικών-Ρεπουμπλικανών (Τόμας Τζέφερσον και Τζέιμς Μάντισον) ένα πιο αποκεντρωμένο σύστημα. Ωστόσο, τον 19ο αιώνα βασική διαιρετική τομή στάθηκε το ζήτημα της δουλείας, με αποτέλεσμα την εκλογική συρρίκνωση των Φεντεραλιστών και τη διάσπαση των Δημοκρατικών-Ρεπουμπλικανών με τη δημιουργία των Ρεπουμπλικανών το 1854.

Η ανάπτυξη της δημοκρατίας στις ΗΠΑ βασίστηκε στον «Συμβιβασμό του Κονέκτικατ», στη θέσπιση θεσμικών αντίβαρων για την εξισορρόπηση της ισχύος ανάμεσα στις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Οι Πολιτείες εκπροσωπούνται στη Βουλή των Αντιπροσώπων αναλογικά με τον πληθυσμό τους, ενώ στη Γερουσία εκπροσωπούνται από δύο γερουσιαστές η καθεμία.

Η ανάδειξη του προέδρου δεν βασίζεται στην πλειοψηφία (σχετική ή απόλυτη) της εκλογικής διαδικασίας, αλλά σε επίπεδο Πολιτείας υιοθετήθηκε το Κολέγιο των Εκλεκτόρων όπου ο πρώτος σε ψήφους υποψήφιος κερδίζει όλους τους εκλέκτορες (εκτός από τις Πολιτείες Νεμπράσκα και Μέιν).

Στις ΗΠΑ δεν αναπτύσσεται ισχυρό σοσιαλιστικό κόμμα λόγω της αδυναμίας των βιομηχανικών συνδικάτων να αποκτήσουν μαζικό χαρακτήρα, της καταστολής των απεργιών από τον στρατό, της επιρροής των θρησκευτικών δογμάτων στην εργατική τάξη και του κατακερματισμού των σοσιαλιστικών ενώσεων.

Στο τέλος του 19ου αιώνα και τα δύο κόμματα, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί, δεν ήταν δημοκρατικά οργανωμένα. Παρά τα πολλά μέλη, ελέγχονταν από «αφεντικά» (Bosses), ήταν γραφειοκρατικά και βασίζονταν σε εκτεταμένα δίκτυα πατρωνίας. Είναι η εποχή όπου αναπτύσσεται το κίνημα των Προοδευτικών (Progressive Movement). Ο Εμφύλιος Πόλεμος, η οικονομική κρίση, η τάση της βιομηχανίας των ΗΠΑ προς τη μαζική παραγωγή και τη συγκέντρωση και η μαζική μετανάστευση είναι οι αιτίες της ανάπτυξής τους.

Σύμφωνα με την πλατφόρμα της 5ης Αυγούστου του 1912, «και τα δύο κόμματα δεν υλοποιούν τον σκοπό τους που είναι η έκφραση της γενικής θέλησης των πολιτών, αλλά έχουν μετατραπεί σε φορείς διαφθοράς και ικανοποίησης προσωπικών συμφερόντων». Παρότι δραστηριοποιούνται στους Ρεπουμπλικανούς στόχος τους είναι να αλλάξουν τη δομή και των δύο κομμάτων και προτάσσουν την εισαγωγή, μεταξύ άλλων, των άμεσων εκλογικών διαδικασιών νομιμοποίησης (primaries) σε κόμματα, δικαστήρια, κρατικούς αξιωματούχους και κρατικές πολιτικές.

Η πρώτη σημαντική επιτυχία τους επιτεύχθηκε στο Ουισκόνσιν το 1904, όπου ο κυβερνήτης και μέλος των Ρεπουμπλικανών Ρόμπερτ Λα Φολέτ εισήγαγε τις προκριματικές εκλογές για να περιορίσει την ισχύ του Συνεδρίου. Επίσης, στο Ορεγκον, ο Γουίλιαμ Γιουρέν εισήγαγε βασικές αρχές των Προοδευτικών όπως η πρωτοβουλία πολιτών, το δημοψήφισμα και η ανάκληση κρατικών αξιωματούχων. Επιτομή της δυναμικής του Κινήματος αποτελεί η υποψηφιότητα του Θίοντορ Ρούζβελτ στις προεδρικές εκλογές του 1912 όπου συγκέντρωσε 4.120.207 ψήφους και 88 εκλέκτορες έναντι του Δημοκρατικού Γούντροου Ουίλσον που εξελέγη πρόεδρος με 6.294.326 ψήφους και 435 εκλέκτορες. Μάλιστα, συγκέντρωσε περισσότερες ψήφους και εκλέκτορες από τον Ρεπουμπλικανό Γουίλιαμ Χάουαρντ Ταφτ (3.486.343 και 8 αντίστοιχα).

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η οικονομική κρίση του 1929 αποτέλεσαν τροχοπέδη για την ανάπτυξη των Προοδευτικών. Ωστόσο, η έμφαση στην προσωπικότητα του προέδρου Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ οδήγησε στις εξελίξεις της δεκαετίας του 1960 όπου η κρίση ηγεμονίας του New Deal έφερε μαζικές κινητοποιήσεις για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων αλλά και την ανάδειξη της πολιτικής των ταυτοτήτων (identity politics) με επίκεντρο το Δημοκρατικό Kόμμα. Χαρακτηριστικά, ο Τζον Φ. Κένεντι χρησιμοποίησε τις προκριματικές εκλογές ώστε να επηρεάσει τα μέλη του Συνεδρίου υπέρ του. Την περίοδο 1968 – 1972 οι προκριματικές εκλογές επεκτάθηκαν από 16 σε 23 Πολιτείες.

Από το 1980 η κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου ατομικισμού και της Νέας Δεξιάς εκφράστηκε μέσω των Ρεπουμπλικανών και οδήγησε στην πλήρη υιοθέτηση των θέσεων των Προοδευτικών με τις προκριματικές εκλογές στο επίκεντρο. Τα κομματικά μέλη μετατράπηκαν σε «free agents», με δυνατότητα συμμετοχής σε οποιαδήποτε προκριματική διαδικασία, ανεξαρτήτως κόμματος.

Χαρακτηριστικά, ο Μάικλ Μπλούμπεργκ, μέλος των Δημοκρατικών, διεκδίκησε και έλαβε το χρίσμα των Ρeπουμπλικανών μέσω των προκριματικών εκλογών για τον δήμο της Νέας Υόρκης το 2001. Επίσης, ο Ντόναλντ Τραμπ έλαβε το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών για την προεδρία ενώ δεν ήταν μέλος τους. Η συγκεκριμένη τάση, ενώ φαίνεται να προωθεί τη «συμμετοχική δημοκρατία» και καλλιεργεί προσδοκία για ουσιαστική παρέμβαση των πολιτών, οδήγησε ουσιαστικά σε αποκλεισμό μεγάλης μερίδας της κοινωνίας από τις πολιτικές θέσεις (Γερουσία, Κογκρέσο, Κυβερνήτες). Οδήγησε επίσης στην έμφαση στα προσωπικά χαρακτηριστικά των υποψηφίων, σε πολυδάπανες εκλογικές δαπάνες και στην τεχνοκρατική διάσταση της πολιτικής. Σε συνδυασμό με την επέκταση των μεγάλων τηλεοπτικών δικτύων και των ηλεκτρονικών εφαρμογών και την εξατομικευμένη ένταξη των πολιτών, προάγεται η δημιουργία ψηφοφόρων-καταναλωτών και προωθείται ο μετασχηματισμός των κομμάτων τα οποία απομακρύνονται από τα κοινωνικά αιτήματα, βαθαίνοντας με αυτόν τον τρόπο την κρίση της πολιτικής που ουσιαστικά είναι κρίση της Δημοκρατίας.

Ο κ. Χρύσανθος Δ. Τάσσης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και επισκέπτης καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Σίπενσμπεργκ της Πενσιλβάνια.