All great works of literature either dissolve a genre or invent one.
 Walter Benjamin
When we are not sure, we are alive.
Graham Greene
Πρόσφατα διάβασα ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του David Shields με τίτλο «Reality Hunger» (Πείνα για Πραγματικότητα). Ο συγγραφέας θα έλεγε κανείς ότι είναι κατά της επινόησης. Πρόκειται για ένα αντιμυθιστόρημα, ένα κείμενο παζλ, κατασκευασμένο από πραγματικά κείμενα που ανήκουν σε άλλους συγγραφείς, τα οποία και αναφέρονται αναλυτικά στο τέλος του βιβλίου. Σε μια εποχή όπου η πραγματικότητα είναι ταυτόχρονα πιο παρούσα αλλά και πιο νεφελώδης από ποτέ, είναι πολύ ενδιαφέρον να δούμε πώς αυτή η συγκυρία επηρεάζει όχι μόνο τη συγγραφή, αλλά και την αντίληψή μας περί αυθεντικότητας και τέχνης.
Από την αρχή τίθεται το μείζον ερώτημα: Ποιος κατέχει τις ιδέες; Κι ακόμη: πόσο σαφής είναι η διάκριση ανάμεσα στη μυθοπλασία και στην πραγματικότητα; Και, σε μια τέτοια περίοδο σαν αυτήν που βιώνουμε, με την ιλιγγιώδη ταχύτητα που εξαπλώνεται ο ψηφιακός πολιτισμός, μήπως οι παραδοσιακοί τρόποι αφήγησης είναι πλέον παρωχημένοι; Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η εμμονή μας με την «πραγματικότητα» είναι ίδιον της κουλτούρας μας. Οταν, όπως συχνά συμβαίνει σήμερα, το βίωμα δεν είναι έντονο, η αναζήτησή του γίνεται «εκτός». Με λίγα λόγια όταν η πραγματικότητα της ζωής είναι άχρωμη, η μυθοπλασία είναι ξεπερασμένη, υπάρχουν κάποια «έκτακτα», «εντυπωσιακά» γεγονότα – πραγματικά αυτά -, τα οποία θα καλύψουν την ανάγκη μας για αφήγηση και αντίστοιχη μετουσίωσή τους. Μια μετουσίωση ωστόσο που μεταμορφώνει, εξυψώνει, αντανακλά το πραγματικό, ενώ παράλληλα το επιστρέφει ως ιστορία στην πραγματικότητα. Νιώθουμε πείνα για μια πραγματικότητα που δεν είναι η δική μας, αλλά υπάρχει τριγύρω μας. Μάλιστα, εξαιτίας της εμβέλειας και της ταχύτητας της ενημέρωσης προσφέρεται καθημερινά παντού σε όλες τις ποικιλίες και σε πλούσιες δόσεις. Αυτή την πραγματικότητα θέλουμε να την καταναλώσουμε ως ιστορία, ως μυθοπλασία, σαν τα παλιά μυθιστορήματα και νουβέλες.
Κάθε καλλιτεχνικό κίνημα ήταν μια προσπάθεια να βρεθεί ένας τρόπος για να «λεηλατήσουμε» περισσότερα από αυτά που ο καλλιτέχνης θεωρεί ότι είναι πραγματικότητα στο έργο τέχνης. Ο Zola έλεγε: «Κάθε καλός καλλιτέχνης είναι περισσότερο ή λιγότερο ρεαλιστής σύμφωνα με τα δικά του μάτια». Ο στόχος του Braques ήταν «να φτάσω όσο πιο κοντά μπορώ στην πραγματικότητα». Η πραγματικότητα, όπως ο Nabokov ποτέ δεν κουράστηκε να μας υπενθυμίζει, είναι η μόνη λέξη που έχει νόημα χωρίς εισαγωγικά.
Κάποτε την ιστορία αφορούσαν μόνο αυτά που θεωρούσε σημαντικά: οι καταγραφές σημαντικών γεγονότων και οι δυνάμεις που αυτά τα γεγονότα περιείχαν ή εξέφραζαν. Οι ιστορικοί δυσκολεύονταν να αποφασίσουν εάν η ιστορία ήταν αποτέλεσμα αξιοσημείωτων ενεργειών αξιοσημείωτων ανθρώπων ή σημαντικών συνεπειών των ισχυρών δυνάμεων, του κλίματος, των εθίμων, των οικονομικών συγκυριών, των κοινωνικών δομών, της γεωγραφίας. Οποιος ωστόσο κι αν ήταν ο υπαίτιος των γεγονότων, ήταν μεγάλος, μαζικός, παντοδύναμος, ωστόσο κάποια στιγμή έπαψε να βρίσκεται στο κέντρο της σκηνής. Καθώς οι μηχανές άρχισαν να αναπαράγουν αντικείμενα, οι άνθρωποι άρχισαν να πολλαπλασιάζονται ταχύτερα από ό,τι όσο οι πόλεμοι ή οι λιμοί θα μπορούσαν να μειώσουν τον αριθμό τους, η δημοκρατία έφτασε στο σημείο να κολακεύει τους πολλούς και να τους πείθει ότι κυβερνούν εκείνοι, το εμπόριο άνθησε, ένας εσμός από ασήμαντα άτομα «ανήλθαν στον θρόνο», και η ιστορία άρχισε να ψάχνει για κουτσομπολιά, όχι για τον συμφυρμό της τύχης με την αναγκαιότητα. Καθώς αυτές οι αλλαγές συνέβησαν ειδικά τον 18ο αιώνα, το μυθιστόρημα έφτασε να διασκεδάζει, κυρίως, κυρίες των μεσαίων και ανώτερων τάξεων και να τους παρέχει μια αίσθηση σπουδαιότητας: τους τρόπους, τις ανησυχίες τους, τις προσδοκίες τους, τα όνειρά τους για ρομαντισμό. Το μυθιστόρημα φιλοξένησε το ασήμαντο, μιμούμενο την πραγματικότητα. Η Moll Flanders και η Clarissa Harlowe αντικατέστησαν τη Μήδεια και την Αντιγόνη. Αντί για τις πραγματικές περιπέτειες, αντί για τα επικίνδυνα ταξίδια, ο Crusoe μας έφερε τις εμπειρίες του ναυαγού. Αντί για βιογραφίες υπουργών και κυριών των τιμών, αποκτήσαμε δέσμες ψεύτικων επιστολών που αναφέρονταν σε αποπλανήσεις και αποκάλυπταν προδοσίες.
Οι ιστορικοί πάλι βρήκαν τα εργαλεία εκμετάλλευσης: Τα διασκεδαστικά ανέκδοτα, τα πλούσια κουτσομπολιά γέμισαν τις σελίδες τους. Η ιστορία ήταν ανθρώπινη, προσωπική, γεμάτη από συγκεκριμένες λεπτομέρειες, και είχε όλη την αγωνία μιας σειράς που δημοσιεύεται σε συνέχειες στα περιοδικά. Οι τεχνικές της φαντασίας «μολύνθηκαν» με πραγματικά γεγονότα και τα υλικά της ιστορίας τροφοδοτούσαν την απληστία του μυθιστοριογράφου. Πουθενά αυτό το μείγμα δεν ήταν καλύτερα εκφρασμένο από όσο στην αυτοβιογραφία. Το μυθιστόρημα ξεπήδησε από το γράμμα, το ημερολόγιο, την περιγραφή ενός ταξιδιού. Η ιδιωτικότητα ήταν ανοικτή στον καθένα.
Τα πράγματα όμως αλλάζουν…
Ο συνάδελφος Κώστας Καβανόζης σε άρθρο του στον διαδικτυακό «Αναγνώστη» παραθέτει τα εξής λόγια του αμερικανού συγγραφέα James Agee, με τα οποία δηλώνεται ευθέως και η αδυναμία να προσεγγίσει κανείς την πραγματικότητα χωρίς τις λέξεις: «Αν μπορούσα, αυτή τη στιγμή δεν θα έγραφα τίποτα. Θα υπήρχαν φωτογραφίες. Για τα υπόλοιπα, κομμάτια ύφασμα, απόβλητα από βαμβάκι, σβόλοι γης, λόγια που καταγράφηκαν, ξύλα, κομμάτια σίδερο».
Και συνεχίζει ο Καβανόζης: […] Τι συμβαίνει όταν η λογοτεχνία αποχαιρετά τον μυθοπλαστικό της μανδύα και βαδίζει αποκλειστικά πάνω στη «σκληρή» επιφάνεια της πραγματικότητας; Κινδυνεύει άραγε να απολέσει τη λογοτεχνικότητά της, την ίδια τη φύση της δηλαδή; […] Αλλά εδώ μιλάμε για μια λογοτεχνία η οποία δεν διστάζει να αναμειχθεί με την πραγματικότητα κατά τρόπο αξεδιάλυτο ανασύροντας από μέσα της, εάν ευτυχήσει, μια αλήθεια βαθύτερη, η οποία πιθανότατα σχετίζεται με το άρρητο, με αυτό δηλαδή που κατά τον Wittgenstein δεν λέγεται με λόγια αλλά δείχνεται, είναι το μυστικό στοιχείο. Και μολονότι για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, για αυτά πρέπει να σωπαίνει («Tractatus Logico-Philosophicus», Παπαζήσης 1978), η λογοτεχνία, γέννημα πρωτίστως της γλώσσας, δεν έχει τη δυνατότητα να σωπαίνει […].
Στους καιρούς μας, ένα καλλιτεχνικό κίνημα, αν και οργανικό και ασταθές όπως το περιγράφει ο Shields, διαμορφώνεται. Ποια είναι τα βασικά συστατικά του; Μια σκόπιμη ακαταστασία: «ακατέργαστο» υλικό, χωρίς λογοκρισία και αντιεπαγγελματικό. Ποια στοιχεία θα λέγαμε ότι χαρακτηρίζουν τον νέο αυτόν τρόπο πρόσληψης των ιστοριών; Η τυχαιότητα, ο αυθορμητισμός, το ρίσκο, η επείγουσα ανάγκη, η ένταση, η συμμετοχή του αναγνώστη/θεατή, μια συγκεχυμένη διάκριση ανάμεσα στη μυθοπλασία και στο αυθεντικό. Η αβεβαιότητα τού πραγματικού. Η διάρκεια ζωής ενός γεγονότος συρρικνώνεται. Δεν νομίζω ότι είναι καιρός να το σώσουμε από τη λήθη, λέει ο Shields.
Κάποτε ένα γεγονός θα διαρκούσε όσο υπήρχαν βασίλεια, όσο κυριαρχούσαν μύθοι. Αλλά τώρα τα γεγονότα έχουν αρχίσει να εξασθενίζουν στο μήκος μιας γενεάς, στη διάρκεια ζωής και στις αναμνήσεις από πολέμους.
Ο χρόνος και η αντίληψη είναι έννοιες ρευστές. Μόλις πριν από κάποιους αιώνες ο άνθρωπος πίστευε ότι η Γη ήταν επίπεδη, αλλά τώρα ξέρουμε ότι είναι στρογγυλή. Πιστεύαμε ότι θα μπορούσαμε να πλεύσουμε δυτικά προς τις Ινδίες, τώρα ξέρουμε ότι υπάρχει ένας Νέος Κόσμος. Νομίζαμε πως βρισκόμασταν στο κέντρο ενός τεράστιου Σύμπαντος. Τώρα είμαστε απλώς μια σφήνα σε ένα χαοτικό συγκεχυμένο άγνωστο. Αντιμέτωποι με μια πραγματικότητα-ρουφήχτρα που απειλεί να μας καταπιεί όλους στην ατέρμονη και διαρκώς επιταχυνόμενη παραγωγικότητά της. Μια πραγματικότητα πληθωριστική και τόσο σαρωτική που μας αναγκάζει να την καταναλώνουμε με βουλιμική πείνα αφήνοντας την επινόηση στο χρονοντούλαπο της αφήγησης.
Αιωρείται το ερώτημα εάν η Τέχνη δεν μπορεί πάρα να είναι σταθερά ανώτερη από κάθε επεισοδιακή αέναα μεταβαλλόμενη φαντασμαγορική, παροξυσμική πραγματικότητα…
Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.