Το 2019 είναι μια χρονιά που σημαδεύεται από πολλά ορόσημα, σε πολλά πεδία, χρονιά καθοριστική για την πορεία της ελληνικής οικονομίας στο μέλλον.

Πρώτα από όλα, θα είναι το πρώτο πλήρες έτος κατά το οποίο η Ελλάδα δεν θα υπάγεται σε πρόγραμμα προσαρμογής από την ένταξή της στο πρώτο Μνημόνιο, το 2010 – σηματοδοτώντας την ολοκλήρωση ενός δεκαετούς κύκλου με μεγάλους οικονομικούς κλυδωνισμούς και βαρύ κοινωνικό κόστος για να επιτευχθεί η αναγκαία εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών.

Στη διάρκειά του η Ελλάδα θα επιδιώξει την επιστροφή της στις διεθνείς χρηματαγορές. Η εξέλιξη αυτή είναι σημαντική, μολονότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας είναι καλυμμένες για τα επόμενα τρία χρόνια από ένα επαρκές κεφαλαιακό απόθεμα, γιατί θα διακριβωθεί σε ποιον βαθμό έχει αποκατασταθεί η αξιοπιστία του Δημοσίου και θα τεθούν οι βάσεις για πλήρη εξομάλυνση της πρόσβασής του σε δανειακά κεφάλαια, σε βάθος χρόνου.

Το 2019 είναι επίσης μια χρονιά με πολλαπλές, ταυτόχρονες ή μη, εκλογικές διαδικασίες. Οι κίνδυνοι που συνεπάγεται ο εκλογικός κύκλος έχουν συχνά επισημανθεί. Αυτό που έχει προβληθεί σχετικά λιγότερο από τους αναλυτές είναι η διαπίστωση ότι για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια όλες οι βασικές πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα συγκλίνουν στους στρατηγικούς άξονες για την πορεία και τη θέση της στην Ευρώπη και τον κόσμο.

Η περίοδος των στρατηγικών αποκλίσεων και των εναλλακτικών περιπετειών ανήκει στο παρελθόν. Σήμερα υπάρχει μια πολύτιμη ευρεία συναίνεση γύρω από τη διασφάλιση της συμμετοχής μας στον ευρωπαϊκό πυρήνα (παρ’ όλες τις δοκιμασίες και προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ΕΕ), την τήρηση του συμφωνημένου με τους εταίρους μας οδικού χάρτη και την αξιοποίηση σημαντικών ευκαιριών που δίνονται στη χώρα μας λόγω των συνολικότερων γεωοικονομικών εξελίξεων στη γεωγραφική μας περιοχή.

Με νωπή την τραυματική εμπειρία της περασμένης δεκαετίας, είναι εύλογη η προσδοκία ότι οι βασικοί πυλώνες του πολιτικού συστήματος δεν θα παρασυρθούν σε μια προεκλογική πλειοδοσία που θα μπορούσε να υπονομεύσει όσα έχουν επιτευχθεί, να αναζωπυρώσει τους φόβους υποτροπής, να δυσχεράνει την ανάκτηση της εμπιστοσύνης πολιτών, εταίρων και αγορών, και, σε τελική ανάλυση, να ναρκοθετήσει την πορεία της οικονομίας για την είσοδό της σε μια φάση μακράς και βιώσιμης ανάπτυξης.

Οι προκλήσεις

Η ανάπτυξη είναι το κεντρικό ζητούμενο και η απάντηση σε όλες τις βασικές και μεγάλες προκλήσεις που έχει μπροστά της η Ελλάδα για τουλάχιστον μία γενιά. Μόνο με σταθερούς, ισχυρούς αναπτυξιακούς ρυθμούς μπορούν να αντιμετωπιστούν:

– Η γήρανση του πληθυσμού, οι ανησυχητικές δημογραφικές προβολές και οι επιπτώσεις της στη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος.

– Οι αυξανόμενες ανάγκες για κοινωνικές πολιτικές.

– Η ενίσχυση των επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων και των δημοσίων επενδύσεων, που έχουν συρρικνωθεί δραστικά τα χρόνια της κρίσης.

– Ο εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού συστήματος, ώστε να ανταποκριθεί στις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις. Η οικονομία της γνώσης, που η ΕΕ έχει καθορίσει ως κορυφαίο στόχο της, βασίζεται όχι μόνο σε δομική και λειτουργική αναβάθμιση της εκπαίδευσης, δημόσιας και ιδιωτικής, σε όλες τις βαθμίδες της, αλλά και σε ουσιαστική αύξηση του ποσοστού του ΑΕΠ που κατευθύνεται προς την Παιδεία, με παράλληλη επιμέλεια για τη μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας των διατιθέμενων πόρων.

– Και, ίσως, το σημαντικότερο, η απώλεια νέων εργαζομένων υψηλών προσόντων. Τα προηγούμενα χρόνια η Ελλάδα έχασε έως και μισό εκατομμύριο ικανούς, άριστα εκπαιδευμένους νέους, που αναζήτησαν επαγγελματική προοπτική σε άλλες χώρες.

Η επιστροφή ενός σημαντικού αριθμού προϋποθέτει τη δημιουργία γρήγορα και μαζικά πολλών θέσεων εργασίας, που να προσφέρουν ικανοποιητική αμοιβή αλλά και συμμετοχή στα αντίστοιχα παγκόσμια επαγγελματικά δίκτυα. Η πρόκληση αυτή, η δημιουργία ελκυστικών θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, είναι ίσως η δυσκολότερη, αλλά και κρισιμότερη που έχουμε μπροστά μας.

Και άλλη απάντηση δεν υπάρχει από τις επενδύσεις. Η χώρα μας τις έχει ανάγκη σε τέτοιον βαθμό ώστε να μην τίθεται ζήτημα επιλογής της προέλευσής τους: και δημόσιες και ιδιωτικές, και εγχώριες και ξένες. Αλλά τα αριθμητικά δεδομένα καθιστούν σαφές ότι η μείζων δεξαμενή είναι οι ιδιωτικές ξένες επενδύσεις που πρέπει να προσελκύσουμε.

Το τι ζητούν οι ξένοι επενδυτές για να έρθουν αποτελεί πια κοινό τόπο. Ολοι γνωρίζουν και κατανοούν τη σημασία ενός φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, τη σταθερότητα του φορολογικού πλαισίου, την ανάγκη εκσυγχρονισμού της διοίκησης, τη μείωση της γραφειοκρατίας, την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης. Το κέντρο βάρους έχει μετατοπιστεί από τη διάγνωση στην εφαρμογή.

Ο ρόλος των τραπεζών

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι σήμερα σε θέση να στηρίξει την αναπτυξιακή προσπάθεια. Παρά τις συχνές αιτιάσεις για «κλειστές στρόφιγγες», οι ελληνικές τράπεζες δεν σταμάτησαν ποτέ να χρηματοδοτούν τα νοικοκυριά και τις υγιείς επιχειρήσεις. Μια κρίση, όμως, που οδήγησε σε πολυετή ύφεση και σωρευτική μείωση του ΑΕΠ κατά το ένα τέταρτο ή και περισσότερο, ήταν φυσικό να περιορίσει δραματικά την υγιή ζήτηση. Τα σημάδια ανάκαμψης είναι ορατά, αλλά οι ρυθμοί παραμένουν σχετικά χαμηλοί.

Σήμερα, τις ελληνικές τράπεζες απασχολούν τρία καίρια ζητήματα που συνοψίζουν την κληρονομιά της κρίσης και τις προκλήσεις της επόμενης μέρας.

Πρώτον, η αποτελεσματική αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Το απόθεμα προβληματικών δανείων παραμένει ιδιαίτερα υψηλό, αλλά είναι σημαντικό ότι έχουν επιτευχθεί χωρίς καθυστερήσεις όλοι οι στόχοι που είχαν συμφωνηθεί με την ευρωπαϊκή εποπτική αρχή.

Δεύτερον, η επίτευξη κεφαλαιακής επάρκειας που απαιτείται για να χρηματοδοτούμε σε υψηλότερες ταχύτητες την οικονομική δραστηριότητα και να εξυπηρετούμε καλύτερα τους πελάτες μας. Και, τέλος, η επιστροφή σε κερδοφορία εφάμιλλη των ευρωπαϊκών τραπεζών, που αθροιστικά με τα προηγούμενα θα οριστικοποιήσει την επιστροφή του τραπεζικού συστήματος στην κανονικότητα.

Και στις τρεις παραπάνω προκλήσεις απαντά η στρατηγική πρωτοβουλία που ανακοίνωσε πρόσφατα η Eurobank και η Grivalia για τη συγχώνευσή τους και για επιτάχυνση της εξυγίανσης του προβληματικού χαρτοφυλακίου με επιπλέον τιτλοποίηση μη εξυπηρετούμενων δανείων ύψους 7 δισ. ευρώ.

Πέρα από τις τεχνικές καινοτομίες του σχεδιασμού, είναι σημαντικό ότι οι προδιαγραφές του είναι συμβατές με τα υπό συζήτηση σχέδια του ΤΧΣ και του υπουργείου Οικονομικών αφενός και της Τραπέζης της Ελλάδος αφετέρου για την αντιμετώπιση του ζητήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Με την πλήρη εφαρμογή του σχεδιασμού μας, που αποτελεί την προτεραιότητά μας για τον επόμενο χρόνο, στοχεύουμε σε δείκτη προβληματικών δανείων περί το 15% ήδη στο τέλος του χρόνου, σε απόδοση κεφαλαίων άνω του 10% του χρόνου και μονοψήφιο δείκτη μη εξυπηρετούμενου δανεισμού το 2021.

Με άλλα λόγια, ο σχεδιασμός αυτός θα καταστήσει μέσα σε μικρό διάστημα και με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα τη Eurobank μια ελληνική τράπεζα με ισχυρή παρουσία στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και με οικονομικά μεγέθη απολύτως συγκρίσιμα με εκείνα του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού.

Καθώς η Ελλάδα περνά στον αναπτυξιακό κύκλο, είναι κρίσιμη η στήριξη των υγιών επιχειρήσεων, μικρών, μεσαίων και μεγάλων, τόσο στους κλάδους όπου έχουμε συγκριτικό πλεονέκτημα όσο και στο σύνολο του οικονομικού φάσματος, ώστε η ανάπτυξη να είναι σταθερή, βιώσιμη, με προοπτική δημιουργίας ποιοτικών θέσεων εργασίας. Η ύπαρξη, επομένως, τραπεζικών φορέων ικανών να στηρίξουν μια τέτοια τροχιά αποτελεί ταυτόχρονα προϋπόθεση θετικής πορείας για την ελληνική οικονομία και την πρώτη πρόκληση της επόμενης μέρας για τη Eurobank.

Ο κ. Φωκίων Καραβίας είναι διευθύνων σύμβουλος της Eurobank.