Τη δεκαετία του ’70, όταν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις λόγω της εισβολής στην Κύπρο είχαν φθάσει στα πρόθυρα του πολέμου, ο Γεώργιος Μαύρος, αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης εθνικής ενότητας υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, είχε πει ότι «παρά τα όσα συμβαίνουν, είμαστε καταδικασμένοι από την Ιστορία και τη γεωγραφία να τα βρούμε με τους Τούρκους». Ετσι λοιπόν και σήμερα, που στα γνωστά προβλήματα τα οποία συνεχίζουν να μας χωρίζουν (ιδιαίτερα στην κρίσιμη περιοχή του Αιγαίου) έρχεται να προστεθεί και το τεράστιο ζήτημα των προσφύγων, που δίνει μια άλλη τραγική διάσταση στη θαλάσσια αυτή περιοχή, καθίσταται επιτακτικά αναγκαίο να υπάρξει κάποια διμερής συνεννόηση με την Τουρκία. Και τούτο διότι η Ελλάδα είναι εκείνη που υφίσταται, πρώτη από όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τις επιπτώσεις από τα κύματα των προσφύγων που συρρέουν από τις τουρκικές ακτές. Σε μια στιγμή, μάλιστα, που η γνωστή οικονομική κατάσταση της χώρας δεν επιτρέπει την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος.
Υπό το πρίσμα αυτό, υπήρξε απόλυτα δικαιολογημένη η απόφαση του έλληνα πρωθυπουργού να σπεύσει στην Αγκυρα για συνομιλίες με τη νέα τουρκική κυβέρνηση. Πόσω μάλλον που η Ευρωπαϊκή Ενωση παρουσιάζει έντονα σημάδια ανεπάρκειας στη λήψη μιας συλλογικής απόφασης, για μια ουσιαστική λύση στο τεράστιο πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί. Και πάντως, όπως τόνισε και ο Αλέξης Τσίπρας, «δεν μπορεί εμείς να φτιάχνουμε κέντρα υποδοχής και οι άλλοι να υψώνουν φράχτες». Για να ανακοπούν άλλωστε τα προσφυγικά ρεύματα προς το Αιγαίο, τα κέντρα υποδοχής δεν θα πρέπει να φτιαχτούν μόνον στην Ελλάδα, αλλά κυρίως στην Τουρκία. Πρόκειται για τα περιώνυμα Hotspots, όπου θα γίνεται ταυτοποίηση και επανεγκατάσταση στις άλλες χώρες απευθείας από το τουρκικό έδαφος. Γι’ αυτό και η ελληνική πλευρά στηρίζει πλήρως την απόφαση για οικονομική ενίσχυση της Τουρκίας για τον σκοπό αυτόν, υπό την προϋπόθεση, φυσικά, ότι έτσι θα αποσυμφορηθεί η δραματική κατάσταση στα ελληνικά νησιά.
Λογικό είναι, λοιπόν, οι όποιες αποφάσεις ληφθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο να λαμβάνουν υπόψη τα δικαιολογημένα ελληνικά αιτήματα. Οπως και είναι λογικό ο κ. Τσίπρας να έχει αυτή την απευθείας επικοινωνία με την τουρκική πλευρά. Διότι, αν δεν συνεννοηθείς σε μια στιγμή κρίσης, πότε θα συνεννοηθείς; Οι δήθεν εθνικά υπερήφανες απόψεις, που ακούσθηκαν και πάλι από τους γνωστούς κύκλους, ότι ο έλληνας πρωθυπουργός δεν θα έπρεπε να πάει στην Αγκυρα αυτή την περίοδο επειδή ο Ταγίπ Ερντογάν είναι αυτός που είναι, δεν συμβάλλουν καθόλου στην επίλυση ενός προβλήματος που τείνει να καταστεί εκτός ελέγχου. Αυτές οι απόψεις ήταν άλλωστε που όλα αυτά τα χρόνια δεν επέτρεψαν, εν πολλοίς, να υπάρξει μια έντιμη διευθέτηση των διαφορών μεταξύ των δύο χωρών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ