«Αδειοδότηση παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης» είναι ο τίτλος του πρώτου και σημαντικότερου κεφαλαίου του νέου νόμου για τη ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου. Θα νόμιζε κανείς ότι πρόκειται για παρεξήγηση και ότι η λέξη «περιεχόμενο» παραπέμπει στο «πρόγραμμα». Και όμως όχι. Διαβάζοντας τον νόμο διαπιστώνουμε με έκπληξη ότι ο υπουργός Τύπου είναι ο αποκλειστικός ρυθμιστής του περιεχομένου των σταθμών. Είναι σίγουρα ένας βαθύς αναχρονισμός που έρχεται σε αντίθεση όχι μόνο με τη λειτουργία της δημοκρατίας αλλά και με τη φύση των μέσων και επιπλέον με τη ρευστότητα της έννοιας του περιεχομένου που σήμερα αλλάζει διαρκώς με την παρέμβαση της τεχνολογίας, της πολυμεσικότητας και της διάδρασης.
Ο αναχρονισμός γίνεται παραλογισμός όταν στο άρθρο 8 εξειδικεύεται το περιεχόμενο μέσα από… γενικότητες: «Εκπομπές λόγου, τέχνης, πολιτισμού και θεάτρου» είναι μια κατηγορία περιεχομένου όπου το απολύτως εξειδικευμένο περιεχόμενο «θέατρο» συνυπάρχει με τη γενικότητα της «τέχνης» και του «πολιτισμού». Αλλη κατηγορία περιεχομένου είναι η «ελαφρά ψυχαγωγία» που εξειδικεύεται ως «τηλεπαιχνίδια, θεάματα, εκδηλώσεις κ.τ.λ.». Αυτή η ρυθμιστική λειτουργία μάς οδηγεί πολύ πίσω. Οχι στη δεκαετία του 1980, όπως έχουν ήδη επισημάνει πολλοί, αλλά στην πρώτη, μαύρη εποχή της τηλεόρασης, στην εποχή της Αλίκης Νικολαΐδη, του Λαζογιώργου-Ελληνικού.
Περιμέναμε έναν νόμο που θα δημιουργούσε το γενικό ρυθμιστικό πλαίσιο και τους ελεγκτικούς θεσμούς του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου. Διαψευστήκαμε. Τα κάνει αυτός ο νόμος;
Πρώτον, μετατρέπει τον υπουργό Τύπου σε έναν ανεξέλεγκτο φεουδάρχη των μέσων αφού αυτός δίνει τις άδειες και καθορίζει τον αριθμό των δημοπρατούμενων αδειών (άρθρο 2). Από τη στιγμή που οι άδειες είναι «κλειστός αριθμός», δημιουργείται ήδη το πλαίσιο ελέγχου των μέσων από την πολιτική εξουσία. Ο υπουργός μπορεί να δημιουργήσει τα «δικά» του μέσα, τους «δικούς» του καναλάρχες και αυτό με τη σειρά του να οδηγήσει σε μια νέα διαπλοκή που υποτίθεται ότι ο νόμος καταπολεμά.
Δεύτερον, παρεμβαίνει εξαντλητικά στην τεχνολογική και κτιριακή υποδομή των σταθμών (άρθρο 7) δημιουργώντας ακόμη ένα πλαίσιο αποκλεισμού. Οι τεχνικές προδιαγραφές δεν μπορεί να είναι αντικείμενο νόμου σε μια εποχή ταχύτατης εξέλιξης της τεχνολογίας. Δεν μπορείς, ας πούμε, να προβλέψεις κάμερα όταν τα κινητά τηλέφωνα χρησιμοποιούνται σήμερα ως εργαλεία καταγραφής και μοντάζ.
Τρίτον, προβλέπει ίδρυση μητρώου ειδικοτήτων και καθορισμό ελάχιστου αριθμού εργαζομένων ανά ειδικότητα (άρθρο 9), ενώ αυθαίρετα καθορίζει στους 400 τον αριθμό των απασχολουμένων στα κανάλια εθνικής εμβέλειας. Ποια είναι η αιτιολογική βάση τού 400; Γιατί όχι 350 ή 450; Τα μητρώα ειδικοτήτων οδηγούν σε απελπιστικές αγκυλώσεις και νέους αποκλεισμούς, ιδιαίτερα σήμερα που τα επαγγέλματα της επικοινωνίας μεταβάλλονται συνεχώς. Για παράδειγμα, η βρετανική National Union of Journalists, με περισσότερα από 30.000 μέλη, μόνο ενδεικτική απαρίθμηση κάνει των ειδικοτήτων που μπορούν να γίνουν μέλη της. Η αποκλειστική καταγραφή ειδικοτήτων είναι ακόμη ένας αναχρονισμός του νόμου.
Υπάρχει και κάτι άλλο πρωτοφανές στον νόμο. Νομοθετούνται θεωρητικοί ορισμοί για τους οποίους οι διαφωνίες είναι δεδομένες στη θεωρία και στην πρακτική της επικοινωνίας. Για παράδειγμα, στο κεφάλαιο 5, άρθρο 22, ο παραλογισμός φτάνει στο απόγειό του: «Εσωτερική κοινή γνώμη είναι η συλλογική γνώμη του ελληνικού λαού σε θέματα δημόσιου χαρακτήρα τα οποία χρήζουν αποφάσεων και δράσεων». Τι σημαίνει «συλλογική γνώμη», πώς τεκμαίρεται, ποιος αποφασίζει γι’ αυτήν; Ετσι ο νόμος δεν είναι μόνο αναχρονιστικός. Διακατέχεται και από έναν αφόρητο διδακτισμό.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ