Δύο λέξεις που κυριάρχησαν στο πολιτικό ιδιόλεκτο της Μεταπολίτευσης, όταν οι χρήστες του επεδίωκαν να παρουσιαστούν ως καινοτόμοι διαμορφωτές μεγάλων οραμάτων, ήταν ο «Πολιτισμός» και η «Παιδεία». Στα σαράντα αυτά χρόνια δημοκρατικού βίου έχουμε ακούσει τις ριζοσπαστικές εξαγγελίες δεκάδων υπουργών, που χωλές ή ακυρωμένες διαμόρφωσαν το ύστερο νεοελληνικό πολιτιστικό αφήγημα. Κι αν ο Πολιτισμός σώζεται με την «οικονομία» του παρελθόντος, η Παιδεία ακροσφαλεί από το νοσηρό παρόν στο άδηλο μέλλον.
Πολύ πρόσφατα στην Ελλάδα η πολιτική ροή έλαβε μια ριζικά διαφορετική κατεύθυνση. Η κοινωνική εξαθλίωση και η οικονομική δυσπραγία οδήγησαν τους πολίτες να δώσουν μια πρώτη ευκαιρία διακυβέρνησης στην Αριστερά. Η επόμενη μέρα της Παιδείας θα είναι ο κρίσιμος γνώμονας που θα ορίσει τη διαφορά με τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Θα είναι αυτή που θα χαρακτηρίσει την ουσία της νέας, προοδευτικής διοίκησης.
Η βάση της ανθρωπιστικής παιδείας βρίσκεται στις πραγματικές συνθήκες της ύπαρξης, που οι πολίτες οργανώνουν για την επιβίωσή τους. Ετσι τα άτομα σφυρηλατούν ορισμένα είδη κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, που έχουν μια διπλή λειτουργία μετασχηματισμού, τον «εξανθρωπισμό» του φυσικού περιβάλλοντος και των πολιτών. Σε μια κοινωνία που βασίζεται στην αρχή της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, αυτή η διαδικασία εξανθρωπισμού διακόπτεται από την αποξένωση που ο άνθρωπος εκδηλώνει σε σχέση με τα παραγόμενα αντικείμενα. Επιπλέον, οι περικοπές που επέφερε η οικονομική κρίση γίνονται έντονα αισθητές στα δημόσια σχολεία με την αύξηση της αναλογίας δασκάλων και μαθητών και τη μείωση των κατά κεφαλήν εκπαιδευτικών δαπανών και των υπηρεσιών πρόνοιας. Ολο αυτό είναι μια άμεση αντανάκλαση της αστάθειας του καπιταλισμού, καθώς και της έλλειψης σοβαρής ανησυχίας για την εκπαιδευτική ευημερία του λαού.
Σήμερα υφίσταται μια έντονη διαμάχη σχετικά με τη φύση της εκπαίδευσης και των διαδικασιών της, που καλύπτει τόσο το περιεχόμενο της εκπαίδευσης και της μεθοδολογίας της όσο και τον έλεγχό της. Αυτή η ιδεολογική σύγκρουση εγείρει θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με τη φύση και τον σκοπό της εκπαίδευσης στην παγκοσμιοποιημένη, καπιταλιστική κοινωνία. Ερωτήματα που δεν απαντώνται με ρετσέτες και εκπαιδευτικές «συνταγές» άλλων εποχών, που φυσικά θεωρούνται και είναι παρωχημένες, αλλά με τον επανακαθορισμό μέσω ενός ευρέος κοινωνικού διαλόγου της νέας ανθρωπιστικής εκπαιδευτικής πολιτικής.
Στη βαθιά αλωμένη από τον ατομικισμό ελληνική κοινωνία χρειάζεται τα παιδιά και οι νέοι να πάρουν από το δημόσιο σχολείο ό,τι λείπει από την υπόλοιπη κοινωνική ζωή τους και είναι απαραίτητο για την ισόρροπη ανάπτυξή τους ως μελών μιας δημοκρατικής χώρας. Η πνευματική καλλιέργεια πρέπει να συμβαδίσει με την κοινωνική αγωγή της μέριμνας και του αγώνα για το σύνολο. Από την άλλη, οφείλει να ενισχυθεί η χρήση των ενεργών και οργανωμένων μεθόδων διδασκαλίας, που θα βασίζονται στην έρευνα για τη φιλοσοφία, την ψυχολογία και τις κοινωνικές επιστήμες, και να προωθηθούν μέθοδοι που απευθύνονται στα παιδιά με βάση τις δεξιότητες, τις τάσεις και τα ταλέντα τους. Ανάγκη αποτελεί και η εφαρμογή της σύγχρονης παιδαγωγικής αρχής, η οποία θέλει τον δάσκαλο να μην είναι η αυταρχική πηγή όλης της γνώσης αλλά, αναλαμβάνοντας την περιφερειακή θέση του μεσολαβητή, να ενθαρρύνει, να προσφέρει προτάσεις και ερωτήσεις, να βοηθά τον σχεδιασμό και την εφαρμογή του προγράμματος σπουδών.
Σε μια εποχή που η κοινωνία στρέφεται στην Αριστερά με υψηλές προσδοκίες, η Παιδεία πρέπει να μετασχηματιστεί από ένα μονολιθικό κατασκεύασμα σε μια πολυπρισματική πραγματικότητα, όπου, καθώς έγραφε ο Πάουλο Φρέιρε, ο συνδυασμός στοχασμού και δράσης θα συμβάλει ώστε να αποκτηθεί κριτική συνείδηση.
Ο κ. Γιάννης Αμανατίδης είναι δάσκαλος, βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στην Α’ Θεσσαλονίκης και μέλος της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ