Στο υποθετικό ερώτημα τι θα ψήφιζαν σήμερα τέσσερις μείζονες ποιητές μας, ο Σεφέρης, ο Εμπειρίκος, ο Ελύτης και ο Ρίτσος, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι επίσης υποθετική. Το εκλογικό παραβάν είναι ένας ολωσδιόλου ιδιωτικός χώρος, μέσα στο οποίο κανείς, εκτός από τον ψηφοφόρο, δεν γνωρίζει τι ακριβώς συντελείται. Ακόμη και οι τυχόν προεκλογικές τοποθετήσεις μας συνιστούν απλές ενδείξεις, αλλά όχι και αποδείξεις. Πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για τις εκλογικές προτιμήσεις ανθρώπων τόσο σύνθετων και εγωκεντρικών όπως οι τέσσερις ποιητές. Γνωρίζουμε, ως έναν βαθμό, ποιες ήταν οι πολιτικές προτιμήσεις τους ενόσω ζούσαν, όμως, καθώς όλοι τους έχουν πεθάνει τώρα και πολλές δεκαετίες (ο Ελύτης, τελευταίος, πέθανε το 1996) και τα πολιτικά πράγματα έχουν μεταβληθεί τόσο πολύ, κάθε απάντηση είναι υποθετική και ίσως αυθαίρετη. Κανείς τους, λ.χ., δεν είδε το ευρώ (και τα καλά του), κανείς δεν βίωσε την παρούσα πολιτική και κοινωνική κρίση (ο terque quaterque beati!), κανείς τους δεν ένιωσε τον κοινοβουλευτικό εξευτελισμό των χρόνων μας. Ενδεχομένως, λοιπόν, σήμερα να είχαν διαφορετική άποψη για τα πολιτικά πράγματα, και αυτό το αγνοούμε. Κατά συνέπεια το ερώτημα «Τι θα ψήφιζαν οι τέσσερις ποιητές μας;» τίθεται ως απλή υπόθεση εργασίας.
Ο μόνος, ενδεχομένως, βέβαιος ως προς τις εκλογικές (όχι, πάντως, πολιτικές!) προτιμήσεις του είναι ο Γιάννης Ρίτσος. Ενταγμένος από τα χρόνια του Μεσοπολέμου στο ΚΚΕ –που σήμερα, πέρα από το όνομα, δεν έχει καμία σχέση με το γραφειοκρατικό απολίθωμα του Περισσού –το υπηρέτησε, το ύμνησε, κάποτε υπερβολικά, του έδωσε κάτι από τη δική του λάμψη και τιμή. Γι’ αυτό εξορίστηκε, γι’ αυτό υπέφερε. Την ίδια στιγμή το Κόμμα τον λοιδόρησε, φανερά ή κρυφά, τον πρόσβαλε και ταυτόχρονα τον εκμεταλλεύτηκε ανίερα. Παρά ταύτα ο τίμιος και ιδεολόγος Ρίτσος δεν θα άλλαζε κόμμα, όπως κρίνουμε: θα ψήφιζε ΚΚΕ μολονότι είναι πασίγνωστη η αντιδογματική και φιλελεύθερη ιδεολογία του. Πολιτικά ωριμότερος από τους «διανοούμενους» (λέμε τώρα) του ΣΥΡΙΖΑ –δεν αναφέρομαι σε συριζαίους ποιητές, επειδή δεν γνωρίζω αν υπάρχουν –θα προτιμούσε να μείνει πιστός σε ένα προσωπικό και κοινωνικό όραμα που κάποτε ταυτιζόταν με το Κόμμα.
Ο Εμπειρίκος, που έχει επανειλημμένως κατηγορηθεί από «μελετητές» ιδιαιτέρως χαμηλής κριτικής στάθμης ως φασίστας και ακραίος εθνικιστής, στη δεκαετία του ’30, γίνεται (όπως τώρα γνωρίζουμε) ο διαπρύσιος κήρυκας του κομμουνισμού και του «ιστορικού μας υλισμού». Η ρήξη του ΚΚ Γαλλίας με τον υπερρεαλισμό το 1934 τον επηρεάζει αρκετά, αλλά εξακολουθεί να παραμένει αναρχικός και άκρως φιλελεύθερος. Μετά την επώδυνη εμπειρία της ομηρείας του από την ΟΠΛΑ τον Δεκέμβρη του 1944, η στάση του απέναντι στο ΚΚΕ φαίνεται να αλλάζει, όμως, εξ όσων γνωρίζουμε, ουδέποτε πήγε με τη «Δεξιά». Παρέμεινε μόνος και σιωπηλός ως τις παραμονές των πρώτων εκλογών μετά τη δικτατορία (17.11.1974), όταν σε ένα «προσωπικό μνημόνιο» ορίζει με ποιους όρους θα ψηφίσει ΕΔΑ –πράγμα που έκανε. Πρώτο ζητούμενο ήταν «Να μην τεθεί όρος μειώσεως ή εξασθενήσεως του μη κονφορμισμού μου»! Καθώς η ΕΔΑ του 1974 ουδεμία σχέση έχει με τη ρητορική και την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, το πιθανότερο είναι ότι ο Εμπειρίκος ή λευκό θα έριχνε ή θα καθόταν στο σπίτι του.
Ο μοναδικός πολιτικός της νεότερης Ελλάδας στον οποίο συχνά αναφέρεται με ανυπόκριτο σεβασμό ο Ελύτης είναι ο εθνάρχης Βενιζέλος. Είναι επίσης γνωστές οι σχέσεις του με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή –αν αυτό λέει τίποτε. Εναν χρόνο μετά το Νομπέλ είχε δηλώσει: «Στην εποχή μας μάλλον δεν υπάρχει φθορά αλλά διάψευση ιδεολογιών. Γι’ αυτό κι εγώ πιστεύω ότι ένας ποιητής πρέπει να βρίσκεται πάνω από τις καλουπαρισμένες θεωρίες, γιατί θα φθαρεί μαζί μ’ αυτές». Είναι, λοιπόν, ανεξήγητο γιατί ο ποιητής συνέδεσε το όνομά του με την από πολλού χαμένη Πολιτική Ανοιξη του κ. Σαμαρά το 1993. Εύκολα όμως εξηγείται η απρέπεια του απερχόμενου (όπως δείχνουν τα πράγματα) πρωθυπουργού να εμπλέξει εκ νέου στην πολιτική του τον Ελύτη, αγνοώντας, προφανώς, ότι οι αληθινές πολιτικές δηλώσεις των ποιητών βρίσκονται μέσα στο έργο τους. Στο «Προφητικόν» («Αξιον Εστί») τα πράγματα λέγονται πολύ καθαρά για όσα μέλλουν να έρθουν «χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία, που την είπανε Αρετή […] Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά στο μεγάλο τραπέζι της Αναστάσεως / Βλέπω τους χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους θυσία στην καθαρότητα των ουρανών». Και στη «Μαρία Νεφέλη», «Προτού προφτάσει ο Ενας και με αλλάξει/ προτού επιβάλει μια «καινούρια τάξη»/ το ξαναλέω και γεια σας – πάω φυλακή:/ ένα φεγγάρι ανήκει στην Αμερική/ και μια ψυχή που δεν πουλιέται/ στα Μάταλα ή στο Κατμαντού./ Κάθε καιρός κι ο Στάλιν του/ Οπου ακούς «τάξη»/ ανθρώπινο κρέας μυρίζει». Τι ψηφίζει λοιπόν ο ποιητής;
Ο Σεφέρης είναι ο μόνος ποιητής της τετράδας που, θέλοντας και μη, ανακατώθηκε στη δημόσια διοίκηση και κατέλαβε σημαντικές θέσεις στην κρατική μηχανή, από το 1931 ως το 1962. Βρέθηκε μαζί με την ελεύθερη ελληνική κυβέρνηση στην Αίγυπτο και στη Μέση Ανατολή και μαζί της επιστρέφει στην Αθήνα και ζει τον αποτρόπαιο Δεκέμβρη του 1944. Τα ημερολόγιά του, τα ποιήματά του και τα δοκίμιά του είναι διάσπαρτα από ιστορικά και πολιτικά περιστατικά. «Ερχόμαστε (…) ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες/ καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του» («Τελευταίος σταθμός»). Γόνος της γενιάς του Διχασμού, όπως γράφει, έζησε εκείνη την κρίση «κατάσαρκα». Κατακρίνει το βενιζελικό Κίνημα της άνοιξης του 1935 (προανάκρουσμα της μεταξικής δικτατορίας) ως ένα «τυπικά νεοελληνικό φαινόμενο». Υποστηρίζει πως η συμμετοχή του Βενιζέλου στο Κίνημα «ήταν μια πράξη χωρίς πίστη, μια πράξη αστόχαστη. Ο Βενιζέλος αναγνώριζε τη βασιλεία. Στις εκλογές (του 1932) ψήφισα το κόμμα του, και την άνοιξη του 1936 πήγα στην κηδεία του, στην Κρήτη. Τον έκλαψα και μαζί έκλαψα μιαν ολόκληρη εποχή πλατιάς πνοής, μεγάλων αγώνων και μεγάλων ονείρων». Το 1969 καταγγέλλει τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Δεν έζησε την καταστροφή της Κύπρου, αλλά σχεδόν την προφητεύει στο «Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ’» και, το δίχως άλλο, προμαντεύει στα «Τρία Κρυφά Ποιήματα» το δικό μας παρόν. «Μιλούσες για πράγματα που δεν τα ‘βλεπαν/ κι αυτοί γελούσαν/ όμως να λάμνεις στο σκοτεινό ποταμό/ πάνω νερά·/ να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο/ στα τυφλά, πεισματάρης/ και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα/ σαν το πολύροζο λιόδεντρο/ άφησε κι ας γελούν. Και να ποθείς να κατοικήσει κι ο άλλος κόσμος/ στη σημερινή πνιγερή μοναξιά/ στ’ αφανισμένο τούτο παρόν -/ άφησέ τους».
Οι ποιητές δεν διαμορφώνουν εκλογικά αποτελέσματα. Ούτε μαγειρεύουν κυβερνητικά σχήματα. Πάντως προειδοποιούν για το επερχόμενο Κακό που συνήθως επιβεβαιώνεται την επόμενη μέρα.
Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ