Eίναι πιθανό ότι η πιο συντηρητική μερίδα των ρομαντικών πέραν του Ατλαντικού συνεχίζει να ονειρεύεται έναν παρισινό μήνα του μέλιτος. Σταθερή αξία, χωρίς αμφιβολία, αλλά τώρα το αρχιπέλαγος με τη διεθνή ονομασία «Greek Islands» μοιάζει να προσφέρει ελκυστικότερα πακέτα όχι μόνο για τους νυμφευμένους αλλά και για τους μελλόνυμφους όλου του κόσμου –«oυς Σαντορίνη συνέζευξε, άνθρωπος μη χωριζέτω». Τα «σπίτια πιο λευκά στου γλαυκού το γειτόνεμα» φιλοτεχνούν άξιο φόντο για το γαμήλιο επιστέγασμα ειδυλλίων που αρχικώς μπορεί να έχουν βλαστήσει στη γειτονική Ανατολία, στις υπερκαυκάσιες στέπες ή στα σκιερά του Σινικού Τείχους. Η ράχη του αιγαιοπελαγίτικου ασβέστη δεν κρατεί τώρα μόνο τα μεσημέρια αλλά και το οικουμενικό βάρος της ευθύνης για αρίφνητους βίους που συνομολογούν και δρομολογούν επίσημα τη συνοδοιπορία τους στους λιόχαρους εξώστες της νησιώτικης μοναδικότητάς μας.
Οσοι διαλέγουν να «ζήσουν τον μύθο τους» εδώ μπορούν να είναι βέβαιοι ότι αναπαριστούν πράξεις και χειρονομίες τιμαλφούς αρχαιότητος. Μια φορά κι έναν καιρό, το πολύφερνο παλικαράκι από την Τζια, ο Ακόντιος, είδε την ωραία της Νάξου, την Κυδίππη, σε καλοκαιρινό πανηγύρι, στη Δήλο. Το θέρος και ο έρως αποτελούν ομόρρυθμη εταιρεία οικουμενικής, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, κατανομής, αλλά μέσα στο κυκλαδίτικο φως συνιστούν δυσμάχητη συνωμοσία, και ο Ακόντιος ρίχνει μήλο στον δρόμο της λυγερής. Και, τελικά, ένας χορός από τερπνές Ναξιώτισσες μελοποιεί τον «γκλαμουράτο» γάμο. Στο έμμετρο «ρεπορτάζ» που έκανε ο Αιώνες Πριν μέγας Αλεξανδρινός (αυτόν τον έλεγαν Καλλίμαχο), τα δυο παιδιά συστήνονται ως «καλοί νησάων αστέρες αμφότεροι», τουτέστιν, «και οι δυο τους των νησιών όμορφα αστέρια». Τη μέρα του γάμου οι οιωνοί ήταν αίσιοι: στα «Greek Islands» παρεπιδημούν ακόμη σήμερα, κυρίως σήμερα, «σταρ».
Αλλά και η πρώτη αεροφωτογράφιση του αρχιπελάγους έγινε αιώνες πριν τους αδελφούς Ράιτ. Κανένας ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας δεν θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί, όταν δραπέτευσαν από την Κρήτη με προορισμό την Αθήνα, ο Δαίδαλος και ο Ικαρος βρέθηκαν πάνω από την Κάλυμνο και τη Σάμο, αγναντεύοντας ζερβά στο διάφανο αιγαιοπελαγίτικο βάθος τη Δήλο και την Πάρο. Αλλά το σχέδιο πτήσης εκπονήθηκε από τον Οβίδιο των «Μεταμορφώσεων», και ο Ρωμαίος το ένιωθε καλά πως, αν διαθέτεις δική σου πτητική ευρεσιτεχνία, ο οικονομικότερος αεροδιάδρομος στο Αιγαίο είναι οικτρή σπατάλη ευκαιρίας, ενώ η κρουαζιέρα είναι «must». Και δεν το λέει ρητά ο ποιητής, αλλά δικαιούμαστε την υποψία ότι ο Ικαρος τόλμησε το μοιραίο ύψος στη λαχτάρα του να δει και να φωτογραφίσει περισσότερα ελληνικά νησιά.
Και είναι και το άλλο. Στο λατινικό κείμενο ο σωρείτης «Σάμος, Δήλος, Πάρος, Λέβινθος, Καλύμνη», που συνωστίζεται σε δύο στίχους, αποτελεί θραύσμα μελωδικής παρτιτούρας, ένα προσκλητήριο γεωγραφικών εξοχοτήτων με μακρά ποιητική και μυθολογική επίγευση. Ο δικός μας νησιώτικος πρωθιερέας μυσταγώγησε με ανάλογη κατάνυξη αιώνες αργότερα: Η Σίφνος, η Αμοργός, η Αλόννησος / η Θάσος, η Ιθάκη, η Σαντορίνη / η Κως, η Ιος, η Σίκινος. Μπορεί, πράγματι, στη μεταφυσική του νησιώτικου ετερόκοσμου τα ονόματα από μόνα τους να συγκροτούν ένα μέρος της ψυχής μας. Και μπορεί, αν δεν είναι μεταφυσική, να είναι η πιο εύπεπτη εκδοχή ενός ονοματολογικού Δοξαστικού με το αισθαντικό ένρινο του Μητσιά: Στη Μύκονο, στη Σέριφο, στη Σίκινο, στη Μήλο / πετάς κυπαρισσόμηλο κι εγώ πετάω μήλο…
Στο γαλανό λίκνο τους τα ελληνικά νησιά μπορεί για κάποιους να είναι η φιλοσοφική λίθος που μεταστοιχειώνει τον χωρόχρονο της πρακτικής καθημερινότητας σε υπερ-τοπίο, αλλά το δυσπρόσιτο παράδοξό τους είναι ότι το υπερ-τοπίο παραμένει σταθερά εγγεγραμμένο στο ανθρώπινο μέτρο: για τον στοχαστή και τον ρέκτη αισθησιασμών είναι ηφαίστεια, αλλά είναι «πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια». Και, βέβαια, για άλλους, πολλούς άλλους, μπορεί να είναι απλώς «hot spots» κοσμοπολίτικης κραιπάλης και «περίοπτης κατανάλωσης». Ετσι κι αλλιώς, κανένα «τοπ τεν» επίγειων παραδείσων δεν θα μπορούσε να είναι πλήρες ή έγκυρο χωρίς τα «Greek Islands»· και έτσι, για κάποιους άλλους, αυτά τα νησιά μπορεί να είναι ο προς πώλησιν παράδεισος μιας χώρας που δεν έχει ακόμη αποσύρει οριστικά την υποψηφιότητά της για χρεοκοπία.
Δεν τον θυμάται, αν ποτέ τον άκουσε, κανείς, αλλά τον λένε Josef Schlarmann, είναι πρωτοκλασάτος γερμανός Χριστιανοδημοκράτης, και πριν από τέσσερα χρόνια διάλεξε την παραμονή της επίσκεψης του τότε έλληνα πρωθυπουργού για να μας ορμηνέψει να πουλήσουμε τη νησιώτικη πραμάτεια μας έναντι χρεοκοπίας. Είναι αλήθεια ότι είχε κατά νου τα 3.054 ακατοίκητα και, όσο ξέρω, κανένα από τα 87 κατοικημένα νησιά μας, αλλά είναι σαφές ότι στο σκεπτικό του βάρυναν περισσότερο η μυθική διάσταση ενός «Greek Island» και η ένταση της σχετικής φαντασιακής επένδυσης παρά η πραγματικότητα της πληθυσμιακής κατανομής. Υπεροψίαν και μέθην θα είχε πιθανότατα ο Τεύτων, αν βέβαια (όπως πολλοί συνέλληνες αδιαπραγμάτευτα φρονούν) δεν σπαρασσόταν από λαθραία και αβυσσαλέα αισθήματα φθόνου.
Αλλά ό,τι και αν σκεφτόταν, η πρότασή του κάνει ακόμη πιο δυσπρόσιτο το μυστήριο του αρχιπελάγους: ένα συνωστισμένο πανδαιμόνιο ευφορίας και χλιδής, ένα πλωτό, ανέμελο καλοκαίρι, αυτονομημένο από τις αγχωτικές μας έγνοιες. Ισως αυτό να είναι το πιο τρανό παράδοξο της Ελλάδας –ίσως, θα τολμούσε να πει κανείς, αυτό το παράδοξο να είναι η ίδια η Ελλάδα.
O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.