Σε αυτό το σύντομο άρθρο θα επιχειρήσω να αναδείξω τους βασικούς πυλώνες του πολιτικού μετασχηματισμού που συντελείται στη χώρα μας. Η παρουσίασή τους δεν πραγματοποιείται με όρους αξιολογικής επιλογής αλλά λογικής και αναπόφευκτης συνέχειας. Αυτή η διαδικασία δεν ταυτίζεται αποκλειστικά με τη λειτουργία των κομμάτων ή με την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών. Συνδέεται με ευρύτερες κοινωνικές διεργασίες και συμπεριφορές που δεν περιορίζονται στο κομματικό φαινόμενο ή εξηγούνται μόνο με την εργαλειοθήκη του πεδίου μελέτης της εκλογικής διαχείρισης, συμπεριφοράς και της πολιτικής επικοινωνίας, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε υπεραπλουστεύσεις και μονοδιάστατες αναλύσεις. Αλλωστε η προσδιοριστική εμπλοκή της οικονομίας στην πολιτική συνιστά από μόνη της ένα γεγονός, αποτέλεσμα του οποίου είναι η ανάγκη ανάδειξης σύνθετων εργαλείων μελέτης και αξιολόγησης του φαινομένου.
Πρώτος πυλώνας αυτής της διεργασίας είναι η αναδιάταξη των κοινωνικών δυνάμεων στον άξονα «Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο». Το δίλημμα αυτό φάνηκε να κυριαρχεί την προηγούμενη τριετία. Περνάμε από τη φάση της πλήρους αμφισβήτησης της ελληνικής ευρωπαϊκής πορείας στο στάδιο της αναπτυξιακής ανασύνταξης και των αναπτυξιακών επιλογών. Είναι ένα γεγονός που σημαίνει την ύπαρξη και παραδοχή ενός τουλάχιστον βασικού περιγράμματος αρχών και αξιών. Ετσι οδηγούμαστε στην άμβλυνση της έντασης του εν λόγω άξονα και στην ανάδειξη ενός νέου πλαισίου σκέψης και ανάδειξης επιχειρημάτων που συνδέεται με τις επιπτώσεις των πολιτικών που υιοθετήθηκαν και κυρίως με τις μελλοντικές προοπτικές. Σε αυτό το νέο πλαίσιο είναι λάθος να θεωρούμε ότι το παραδοσιακό ιδεολογικό και πολιτικό δέος Δεξιάς – Αριστεράς έχει εκλείψει. Αντίθετα, το εν λόγω δίλημμα θα επιστρέψει ισχυρότερο από ποτέ. Και αυτή είναι η άποψή μου όχι διότι κατέχομαι από μια παραδοσιακή ιδεοληψία και προκατάληψη ή νιώθω την ανάγκη να υπερασπισθώ τα παραδοσιακά δίπολα αλλά διότι το πλαίσιο από το οποίο θα εκπορεύονται οι επιλογές που συνδέονται με τη διαμόρφωση του νέου αναπτυξιακού φαινομένου στη χώρα, αποτέλεσμα μιας πορείας που συνδέθηκε με αιματηρές θυσίες εκ μέρους του ελληνικού λαού, είναι από μόνο του ιδεολογικά και πολιτικά φορτισμένο και αυτό δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Δεύτερον, ευκαιριακές πολιτικές συμπεριφορές και επιλογές και η ανάδειξη σχημάτων που συνδέονται αποκλειστικά και μόνο με μια κατ’ επίφαση και επιφανειακή διαδικασία πολιτικού μετασχηματισμού, ταυτισμένη με την ανάδειξη «άφθαρτων» στελεχών και «νέων» ανθρώπων, καθώς και «εκσυγχρονιστικών» προτάσεων, μπορεί να θεωρηθούν σημείο των καιρών, αξιοποίηση της φτωχοποίησης σημαντικής μερίδας του πληθυσμού, αλλά όχι μια ουσιαστική συνεισφορά στην ανάγκη αντιμετώπισης των νέων διλημμάτων που αντιμετωπίζει πλέον η χώρα. Τα εν λόγω διλήμματα συνδέονται, ανάμεσα στα άλλα, με μια σειρά κρίσιμων επιλογών σε σχέση με τη διαμόρφωση του αναπτυξιακού παραδείγματος στη χώρα, την ανάδειξη προτεραιοτήτων που συνδέονται με τη διαμόρφωση της νέας παραγωγικής βάσης, την εκ νέου αναδιάρθρωση της οικονομίας, την ενίσχυση σειράς εύλογων και καθοριστικών μεταρρυθμίσεων στον δημόσιο τομέα και την απελευθέρωση των δυνάμεων του ιδιωτικού τομέα. Ως εκ τούτου, ευκαιριακές και επιφανειακές κινήσεις μόνο πρόσκαιρο χαρακτήρα και εκλογικά οφέλη μπορούν να αποκομίσουν. Παράλληλα η συζήτηση για τις απαντήσεις στα διλήμματα συνιστά το εφαλτήριο της αναζωπύρωσης παραδοσιακών ιδεολογικών και πολιτικών αντιθέσεων.
Τρίτον, οι απαντήσεις στα διλήμματα δεν μπορεί να είναι –και εδώ έγκειται η διαφορά με το παρελθόν και η ανάγκη εκσυγχρονισμού των κομμάτων –απλουστεύσεις ή να συνιστούν μια εκμαυλισμένη αντίληψη για την άσκηση της πολιτικής και της λήψης των αποφάσεων. Περνάμε σε μια φάση που η άσκηση πολιτικής συνδέεται με την ανάδειξη συγκεκριμένων επιλογών, με χρονοδιάγραμμα και επιχειρησιακή ικανότητα υλοποίησης. Βρισκόμαστε λοιπόν σε ένα κρίσιμο σημείο, σε μια κρίσιμη καμπή, που οι ιδεολογικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις αλλά και η όξυνση που ενδεχομένως να προκύπτει από αυτές δεν μπορεί να συνδέονται με φωνασκίες ή κραυγές, ιδεολογικά φορτισμένες, αλλά με απτές, επιχειρησιακά εφικτές και κατανοητές στον απλό πολίτη λύσεις.
Είναι η ώρα να αποφασίσουμε αν το μοντέλο ανάπτυξης που θα ακολουθήσουμε θα είναι αυτό του «μαρξιστογενούς κεντρικού προγραμματισμού και κρατισμού» ή ένα νέο, υγιές αυτή τη φορά μοντέλο κοινωνικής οικονομίας της αγοράς.
Ο κ. Παντελής Σκλιάς είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ