Οι πρώτες λέξεις μετά από κάθε γεγονός είναι αναγκαστικά βεβιασμένες – εν είδει χρονικού, ελλείψει πληροφοριών και συνολικότερου πλαισίου αναστοχασμού ανακυκλώνουν το ήδη γνωστό. Με ορισμένες εξαιρέσεις, τα αμερικανικά μέσα μαζικής ενημέρωσης αρκέστηκαν χθες στην αναπαραγωγή του «Osama’s Greatest Hits».

Εν αναμονή περισσότερων λέξεων, λοιπόν, ίσως να είναι πιο ενδιαφέρον να αποπειραθεί να αποκρυπτογραφήσει κανείς τις συνδηλώσεις των εικόνων – του πλήθους στη Νέα Υόρκη ή την Ουάσινγκτον που πανηγυρίζει σε δρόμους και πλατείες. Πέρα από τις πιθανές αξιολογικού χαρακτήρα κρίσεις που θα ακουστούν (ένδειξη ελλείμματος πολιτισμού, απόδειξη αλαζονείας της υπερδύναμης, σύμπτωμα ψυχολογίας του όχλου, ομολογία κάθαρσης), στο υπόβαθρο της αντίδρασης βρίσκεται οπωσδήποτε μια απελευθέρωση συναισθημάτων. Είτε επιδοκιμάσει είτε καταδικάσει κανείς το φαινόμενο, το βέβαιο είναι ότι εδώ κάτι αναδύεται από το συλλογικό φαντασιακό: οι συνέπειες αυτού που λίγο-πολύ η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Λονδίνου Τζοάνα Μπερκ περιγράφει από τον τίτλο ήδη του έργου της Φόβος. Στιγμιότυπα από τον πολιτισμό του 19ου και του 20ού αιώνα (Σαββάλας, 2010).

Για μια κοινωνία ευπαθή (και επιρρεπή) σε ηθικούς πανικούς, «κίτρινες απειλές» και «κόκκινους κινδύνους», χωρίς σύγχρονη εμπειρία πολέμων στο έδαφός της, η οποία είχε συνηθίσει επί ενάμιση αιώνα να γνωρίζει τις θετικές μόνο όψεις της ιστορίας, η 11η Σεπτεμβρίου λειτούργησε ως απτή απόδειξη ότι αυτή τη φορά ο εχθρός δεν ήταν απλώς προ των πυλών, τις είχε ήδη διαβεί. Παλιοί γνωστοί του τραύματος της κοινωνίας και της μνήμης, οι Ευρωπαίοι, αντίθετα, διαχειρίστηκαν με διαφορετικό τρόπο τις δικές τους απώλειες από τη δράση της Αλ-Κάιντα. Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι ο θάνατος του Οσάμα μπιν Λάντεν δεν έγινε αφορμή δημόσιων εορτασμών στη Μαδρίτη ή το Λονδίνο. Όπως δεν είναι τυχαίο ότι στην Καλή ζωή του Τζέι Μακίνερνι (Πόλις, 2008), το καλύτερο ίσως μυθιστόρημα από τα αρκετά που γράφτηκαν την παρελθούσα δεκαετία για τη μετά 11/9 κατάσταση, η επίθεση αυτή καθαυτή τίθεται ευλαβικά στο background: εδώ, όπως και αλλού, η αμηχανία χειρισμού της τραυματικής στιγμής είναι έκδηλη.

Η επίδραση του τραύματος και του φοβικού κλίματος ήταν τέτοια ώστε η αμερικανική κοινωνία να δεχθεί, με μηδαμινή αρχικά αντίδραση, τη φαλκίδευση των δημοκρατικών θεσμών στο όνομα της εθνικής ασφάλειας – διαδικασία που περιγράφει άριστα ο Ρον Ζίσκιντ στο The One Percent Doctrine (Pocket Books, 2007). Η κοινή γνώμη υποχώρησε για μια τριετία σχεδόν (ως την αποκάλυψη των βασανιστηρίων στις φυλακές Αμπού Γκράιμπ) σε πρακτικές αυτολογοκρισίας και αναπαραγωγή των κυβερνητικών θέσεων για τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» που θύμιζαν ψυχροπολεμικές εποχές. Ασφαλής δείκτης της επικρατούσας ατμόσφαιρας η αίσθηση επικείμενης καταστροφής στα ειδησεογραφικά δελτία κάθε φορά που το ομοσπονδιακό υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας ανέβαζε κατά βαθμίδες το αμίμητο χρωματικό επίπεδο συναγερμού.

Σε αυτό το πλαίσιο η αιτιολογία των κραυγών «USA, USA» που συνόδευσαν στους δρόμουςτην ανακοίνωση του Μπαράκ Ομπάμα έχει να κάνει με αυτό που η αμερικανική συλλογική συνείδηση βλέπει ως λύτρωση από τον ισλαμικό μπαμπούλα των ‘00s. Ενδεικτικό το γεγονός ότι ενστάσεις για το νόμιμο η νομότυπο της ενέργειας την αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών δεν διατυπώθηκαν ακόμη: η δικαιοσύνη θεωρείται ότι αποδόθηκε – πέρα από κάθε έννοια due process, εξωδικαστικά, εξωδικαιϊκά, με τα όπλα και μόνο.

Κι έτσι, εν τέλει, σαν παρενθέσεις που κλείνουν μέσα τους μια δεκαετία, τα πλήθη των Αμερικανών που συνέρρεαν στους δρόμους των ΗΠΑ την Κυριακή για να πανηγυρίσουν ένα θάνατο το 2011 είναι το flipside όσων έκαναν το ίδιο σε πολλές πόλεις του μουσουλμανικού κόσμου για να πανηγυρίσουν 2.977 νεκρούς το 2001.