Προ ημερών διάβασα στα «ΝΕΑ» την αναδημοσίευση ενός άρθρου μιας κυρίας από τον «Guardian» που δηλώνει «Παλαιστινο-Βρετανή» (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό…) και διαμαρτύρεται επειδή τα Μέσα «δεν ελέγχουν την εξουσία» (Arwa Mahdavi, «Οταν τα Μέσα παύουν να ελέγχουν πώς ασκείται η εξουσία», 16/12).
Κρίμα για τα Μέσα. Και φυσικά το άρθρο καταλήγει πλέκοντας το εγκώμιο του «Guardian» επειδή «δεν υπάρχει κάτι άλλο σαν κι αυτόν: ανεξάρτητος, χωρίς συνδρομές, ασυμβίβαστα προοδευτικός».
Δεν θα με απασχολούσε το δημοσίευμα. Ο καθένας έχει δικαίωμά να αγαπάει τη δουλειά του, τον εργοδότη του και το Μέσο που τον δημοσιεύει.
Αν δεν με ανησυχούσε το σήμα κινδύνου που εκπέμπει η «Παλαιστινο-Βρετανή» συνάδελφος.
Διότι από τη μια μεριά μάς λέει ότι «οι δημοσιογράφοι πρέπει να εργάζονται χωρίς φόβο και συμπάθειες, η εστίασή μας πρέπει να είναι στην αλήθεια». Συμφωνώ και χειροκροτώ.
Και αμέσως μετά η συνάδελφος γκρινιάζει για τη Γάζα, για «τη γενοκτονία στη Γάζα» και «την εθνοκάθαρση στη Δυτική Οχθη». Εξηγεί μάλιστα ότι «η κλίμακα της σφαγής στη Γάζα δεν θα μπορούσε να είχε συμβεί χωρίς την απανθρωποποίηση των Παλαιστινίων από τα ΜΜΕ και την οικοδόμηση συναίνεσης για τις θηριωδίες».
Αυτή όμως δεν είναι η αλήθεια. Είναι η αλήθεια της γράφουσας και μάλιστα ως προς το πρώτο σκέλος της περίεργης «παλαιστινο-βρετανικής» ταυτότητάς της.
Κάποιος άλλος θα το περιέγραφε διαφορετικά. Θα έλεγε δυο λόγια και για τη Χαμάς ή την 7η Οκτωβρίου 2023 ή την ισλαμική τρομοκρατία ή την ασφάλεια των ισραηλινών πολιτών.
Κι ενδεχομένως θα της επεσήμαινε ότι αυτή «η συναίνεση για τις θηριωδίες» είναι προς απόδειξη. Μόνη της το αποφάσισε.
Δεν ήταν παρά ένα παράδειγμα. Που δείχνει ότι η αλήθεια είναι σύνθετη υπόθεση, σπανίως δεδομένη, και ότι συνήθως τον μανδύα της μοναδικής αλήθειας φορούν οι χειρότεροι απατεώνες της παγκόσμιας ιστορίας.
«Τελειώνει ο χρόνος του Πρωθυπουργού και της κυβέρνησής του» παιάνιζε πρόσφατα μια εφημερίδα της αντιπολίτευσης («Εφημερίδα των Συντακτών», 17/12). Τελειώνει; Τι να σας πω; Αβυσσος η ψυχή της αλήθειας.
Μπορεί να μην προκύπτει από παντού αν η αλήθεια αποτελεί επαγγελματική υποχρέωση ενός δημοσιογράφου (θα έπρεπε…) αλλά περισσότερο είμαι βέβαιος ότι ο καθένας γράφει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι.
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη. Ποιος είπε ότι δουλειά της δημοσιογραφίας είναι «να ελέγχει την εξουσία»;
Στις δημοκρατίες η εξουσία ασκείται και ελέγχεται κατά το Σύνταγμα και τους νόμους. Αλλοι ελεγκτές δεν προβλέπονται, όσο κι αν αρέσκονται κάποιοι να κορδώνονται ότι κάνουν μια δουλειά που ουδείς τους έχει αναθέσει.
Αλλά το σύνθημα είναι αγωνιστικό και πουλάει από την εποχή της παλιάς «Ελευθεροτυπίας» που το λανσάριζε. Σε σημείο που υποθέτω πως για πολλούς η δημοσιογραφία είναι γενικά μια δουλειά ψώνιων.
Δόξα τω Θεώ, δεν είναι. Και σε όλο τον πλανήτη υπάρχουν πολλοί δημοσιογράφοι που κάνουν απλώς σοβαρά και έντιμα τη δουλειά τους.
Στις 16 Δεκεμβρίου υπερψηφίστηκε με 159 ψήφους ο προϋπολογισμός του 2026 από το ελληνικό Κοινοβούλιο.
Την επομένη (17/12), ο «Ριζοσπάστης» είχε πρωτοσέλιδο τίτλο «Ο αντιλαϊκός προϋπολογισμός απορρίπτεται!». Πώς είναι δυνατόν να απορρίπτεται κάτι που την ίδια στιγμή εγκρίθηκε;
Μυστήριο. Και στην προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται καν για «έλεγχο της εξουσίας». Αλλά για την απλή αλήθεια. Εγκρίθηκε ή απορρίπτεται ο προϋπολογισμός;
Δεν μπορεί να υπάρχουν ταυτόχρονα δύο αλήθειες. Μόνο η γάτα του Σρέντιγκερ κατάφερε να είναι και νεκρή και ζωντανή.
Στις 15/12 και μιλώντας στην τηλεόραση (Kontra Channel), η Μαρία Καρυστιανού που ενεργοποιείται πολιτικά προκειμένου «να επέλθει κάθαρση και αλλαγή του πολιτικού συστήματος» διόρθωσε την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και την Κομισιόν λέγοντας:
«Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι υποχρεωμένη εφόσον υπάρχουν στοιχεία να προχωρήσει ακόμη και σε συλλήψεις υπουργών αγνοώντας τις διαδικασίες περί ασυλίας που προβλέπει η ελληνική νομοθεσία».
Είναι υποχρεωμένη; Οχι, απαντούν πολλοί σοβαροί νομικοί (Β. Βενιζέλος, ανάρτηση και Σκάι, 15/12).
Και γι’ αυτόν (υποθέτω) τον λόγο η Κομισιόν έλαβε το αίτημα της Ευρωπαίας Εισαγγελίας περί ασυλίας των ελλήνων πολιτικών και το… αρχειοθέτησε καταλλήλως.
Διότι στην πραγματικότητα τους ενιστάμενους ούτε η αλήθεια τους ενδιαφέρει, ούτε η εξουσία που θέλουν να ελέγχουν τους ενοχλεί. Θέλουν απλώς να ακουστούν.
Με αφορμή μια συνέντευξη του Δ. Κουφοντίνα σε κάποιο δημοσιογραφικό ντοκιμαντέρ για τη «17 Νοέμβρη» και τις αντιδράσεις που εκατέρωθεν έχουν προκληθεί, θυμήθηκα μια ιστορία των φοιτητικών χρόνων μου.
Στο μεταπτυχιακό μάθημα «Αντανακλάσεις του ναζισμού», ο καθηγητής μας Σαούλ Φριντλέντερ είχε θέσει το ερώτημα αν δικαιούμαστε να δίνουμε τον λόγο στους εγκληματίες πρώην ναζί, ακόμη και στο πλαίσιο μιας δημοσιογραφικής έρευνας.
Ο ίδιος είχε απαντήσει πως «από την άποψη της ελευθερίας της έκφρασης, δεν έχω πρόβλημα. Αλλά βρίσκω ηθικά επιλήψιμο να εξασφαλίζω μια ισοτιμία λόγου ανάμεσα στα θύματα και στους φύλακες των στρατοπέδων συγκέντρωσης».
Να λοιπόν που πάνω από την αλήθεια και τον έλεγχο της εξουσίας υπάρχουν κι άλλες αξίες που στριφογυρίζουν στο κεφάλι μας. Και πολλοί τις σεβόμαστε.
Ο μεγάλος Μπεν Μπράντλι, ο μυθικός διευθυντής της «Washington Post» συνήθιζε να λέει πως «στις εφημερίδες δεν δημοσιεύουμε την αλήθεια, δημοσιεύουμε όσα ξέρουμε».
Είχε δίκιο. Και τα οποία παραθέτουμε έντιμα και τεκμηριωμένα ώστε να βγάλει ο κάθε πολίτης τα συμπεράσματά του.
Είτε θέτουν την εξουσία υπό έλεγχο, είτε την καταγγέλλουν, αδιάφορο. Aλλωστε όποιος ενδιαφέρεται για τη δουλειά του ελεγκτή, μπορεί να κάνει καριέρα και στα τρένα ή στην εναέρια κυκλοφορία.



