Τι έχει στο μυαλό του ο Εμανουέλ Μακρόν; Αυτό είναι το ερώτημα που οδηγεί στον πέμπτο πρωθυπουργό της Γαλλίας στα τρία χρόνια της δεύτερης θητείας του.

Με την περίπτωση του Φρανσουά Μπαϊρού να θεωρείται ήδη τελειωμένη, οι διεργασίες έχουν ήδη ξεκινήσει και ο Μακρόν επιχειρεί να διαμορφώσει μια κατάσταση ευνοϊκή για τον ίδιο, δίχως βέβαια να λείπουν τα προβλήματα.

Με το βλέμμα στην επόμενη μέρα

Τα πρώτα νέα προέκυψαν από τη συνάντηση της Τρίτης (2/9), η οποία περιλάμβανε εκτός του Μακρόν τους ηγέτες των κυβερνητικών κομμάτων που συνθέτουν τον συνασπισμό κεντρώων και κεντροδεξιών δυνάμεων, δηλαδή τους Εντουάρντ Φιλίπ (Ορίζοντες), Γκαμπριέλ Ατάλ (Αναγέννηση) και Μπρουνό Ρεταγιέ (Ρεπουμπλικάνοι).

Παρότι στο ιδιαίτερο αυτό πολιτικό τετ α τετ ήταν παρών και ο Μπαϊρού, ο νυν πρωθυπουργός αντιμετωπίστηκε ήδη ως πρώην, με τον γάλλο πρόεδρο να εστιάζει στην επόμενη μέρα, απευθύνοντας έκκληση ενότητας και όχι μόνο. «Πρέπει να μείνετε ενωμένοι την 8η Σεπτεμβρίου και μετά από αυτή αν είναι δυνατόν να διευρυνθείτε» φέρεται να είπε σύμφωνα με τη «Monde», ανοίγοντας τη συζήτηση για μια μελλοντική συνεργασία με τους Σοσιαλιστές.

Η πρόταση δεν έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, με τον Ρεταγιό να εμφανίζεται ως ο πλέον κάθετος. Αλλά τα αριθμητικά δεδομένα δεν είναι το ίδιο άτεγκτα με τον υπουργό Εσωτερικών και προοικονομούν εικόνα όχι απλής ήττας αλλά γελοιοποίησης για το κυβερνητικό σχήμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενόψει της επικείμενης ψηφοφορίας, το πρωθυπουργικό επιτελείο έχει μπει στη διαδικασία να υπολογίζει ήδη απώλειες, με το απαισιόδοξο σενάριο να εκτιμά πως ο Μπαϊρού δεν θα υπερβεί τις 185 ψήφους, αριθμός πολύ μικρότερος των 210 που στήριζαν ως τώρα την κυβέρνησή του.

Αν επιβεβαιωθεί μια τέτοια απόκλιση, θα πρόκειται για μη διαχειρίσιμη ήττα, που θα εγείρει ζήτημα νομιμοποίησης του κυβερνητικού συνασπισμού συνολικά, ενισχύοντας παράλληλα το αίτημα της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες, το οποίο λυσσαλέα προβάλουν οι έτεροι δύο ισχυροί πόλοι της πολιτικής ζωής, δηλαδή η ακροδεξιά «Εθνική Συσπείρωση» της Μαρίν Λεπέν και η αριστερή «Ανυπότακτη Γαλλία» του Ζαν Λυκ Μελανσόν.

Αξίζει να σημειωθεί πως ο ηγέτης των Σοσιαλιστών, Ολιβιέ Φορ, δεν στάθηκε αρνητικός στην προοπτική ανάληψης της εξουσίας, θέτοντας εαυτόν και κόμμα στη διάθεση του Μακρόν. Παρέπεμψε μάλιστα σε πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν πρόσφατα από το κόμμα του ώστε να βρεθεί κοινό έδαφος με την παρούσα κυβέρνηση, χωρίς ανταπόκριση.

Εντούτοις, απέρριψε κάθε ιδέα ενσωμάτωσης στο κυβερνητικό σχήμα, λέγοντας «πως δεν τον ενδιαφέρει μια κυβέρνηση ταυτόχρονα δεξιά και αριστερή» και αντιτείνοντας μια ad hoc κοινοβουλευτική συμμαχία, όπου οι Σοσιαλιστές θα είχαν πρωτοβουλία κινήσεων (παρότι τέταρτοι σε αριθμό εδρών κοινοβουλευτική παράταξη).

Μια ιταλική στιγμή;

«Μια χώρα φορτωμένη με ένα δυσθεώρητο χρέος, αντιμέτωπη με τα υψηλά κόστη δανεισμού και με κυβερνήσεις που καταρρέουν μέσα σε διάστημα λίγων μηνών» έγραφε η Wall Street Journal σχολιάζοντας τα γεγονότα, και επιχειρώντας μια παραλληλία με τον άλλοτε ανίσχυρο κρίκο των «μεγάλων» της Ευρωζώνης, την Ιταλία.

Επισημαίνει ότι το Παρίσι περνάει την ίδια φάση πολιτικής αστάθειας και οικονομικής αβεβαιότητας που πέρασε η Ρώμη την προηγούμενη δεκαετία, όταν οι πρωθυπουργοί διαδέχονταν ο ένας τον άλλον, απότοκο του εκρηκτικού συνδυασμού δημοσιονομικής αστάθειας, κοινωνικής οργής και πολιτικού κατακερματισμού εν μέσω διεθνών κρίσεων όπως η πανδημία του covid-19 και ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Υπάρχουν βέβαια και οι ιδιοσυγκρασιακές διαφορές, όπως θα έσπευδαν να παρατηρήσουν οι κακεντρεχείς. Έτσι, αν στην Ιταλία το προεδρικό αξίωμα ασκήθηκε από πολύπειρους πολιτικούς με γνώμονα τη σύνθεση δυνάμεων για την αποφυγή πολιτικών κρίσεων, στη Γαλλία αυτές προέκυψαν ως κατοπινός τακτικισμός, με σκοπό την διαχείριση οικονομικών αναταραχών. Παρομοίως, αν στην Ιταλία επιχειρήθηκε μια κάποιου είδους σύγκλιση ευρύτερων δυνάμεων έστω στη λογική συγκυριακών ζητημάτων, στη Γαλλία η Προεδρία προσπαθεί να αξιοποιήσει τους βυζαντινισμούς των παραδοσιακών κομμάτων προς όφελός της.

Δεν είναι άλλωστε τυχαία η περιοδικότητα που χαρακτηρίζει τις κρίσεις στα Ηλύσια Πεδία, ειδικά κατά τη διάρκεια της δεύτερης προεδρικής θητείας του Μακρόν. Το Παρίσι είδε τέσσερις επικεφαλείς κυβερνήσεων να αλλάζουν μέσα σε λιγότερο από τριάμισι χρόνια, όταν ο Σέρτζιο Ματαρέλα μετράει πέντε διαφορετικούς πρωθυπουργούς διατρέχοντας τον ενδέκατο χρόνο παρουσίας του στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα.