Οι έλεγχοι της αμερικανικής υπηρεσίας πολιτικής αεροπορίας (FAA) στη διαδικασία παραγωγής του επιβατικού αεροσκάφους 737 Max της Boeing, αποκάλυψαν «δεκάδες» προβλήματα. Χαρακτηριστικά, όπως ανέφεραν χθες Δευτέρα (11/3) οι New York Times, υπήρξαν «33 αποτυχίες σε 89 δοκιμές». Εφαλτήριο για τους ελέγχους, αποτέλεσε η αποκόλληση πλαισίου στο αρχικό στάδιο πτήσης της Alaska Airlines τον Ιανουάριο.

O εξωτερικός προμηθευτής της Boeing, η εταιρεία Spirit AeroSystems -κατασκευάζει την άτρακτο των επιβατικών αεροσκαφών- πέρασε επιτυχώς μόλις έξι από τις δεκατρείς «δοκιμές» που έκανε η FAA, με το δημοσίευμα της αμερικανικής εφημερίδας να επικαλείται εσωτερική παρουσία στη διαδικασία.

Ούτε η FAA, ούτε η Boeing, αλλά ούτε και η Spirit απάντησαν αμέσως όταν επικοινώνησε μαζί τους το πρακτορείο Reuters για να τους ζητήσει να σχολιάσουν τις πληροφορίες των New York Times.

Νωρίτερα χθες, (11/3), ο Aμερικανός υπουργός Μεταφορών Πιτ Μπούτιτζετζ δήλωσε πως αναμένει η κατασκευάστρια εταιρεία -η μια από τις δυο μεγαλύτερες παγκοσμίως- να συνεργαστεί πλήρως στις έρευνες που διενεργούνται από το υπουργείο Δικαιοσύνης και την Εθνική Υπηρεσία Ασφάλειας των Μεταφορών (NTSB) και αφορούν το συμβάν της 5ης Ιανουαρίου, που θα μπορούσε να αποδειχθεί καταστροφικό αν το αεροσκάφος βρισκόταν σε μεγαλύτερο ύψος.

Παράλληλα ο Μάικλ Ουίτακερ της FAA δήλωσε πως η υπηρεσία του και η Boeing ελπίζουν να συμφωνήσουν στις προϋποθέσεις που θα πρέπει να εκπληρωθούν από την κατασκευάστρια προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγή των Max τις επόμενες ημέρες.

Την περασμένη εβδομάδα, η FAA ανακοίνωνε πως διαπίστωσε προβλήματα «μη συμμόρφωσης» της Boeing προς τους κανόνες στον «έλεγχο της διαδικασίας παραγωγής», στον «χειρισμό και την αποθήκευση τμημάτων», καθώς και στον «έλεγχο ποιότητας του προϊόντος».

Η Boeing πέρασε πιθανότατα τη σοβαρότερη κρίση της ιστορίας της όταν δυο αεροσκάφη του συγκεκριμένου τύπου συνετρίβησαν, στην Ινδονησία και στην Αιθιοπία, χωρίς να επιζήσει κανείς από τους συνολικά 346 επιβαίνοντες. Η πρώτη συνέβη στα τέλη του 2018 και η δεύτερη στις αρχές του 2019.

Ως αιτία αναγνωρίστηκε το πρόβλημα στο λογισμικό αποτροπής απώλειας στήριξης MCAS, που βασιζόταν σε δεδομένα μόνο ενός αισθητήρα, ενώ οι πιλότοι δεν είχαν εκπαιδευτεί γι’ αυτό. Ολόκληρος ο στόλος των Max καθηλώθηκε από τον Μάρτιο του 2019 ως τον Νοέμβριο του 2020, το ζήτημα επιλύθηκε και τα αεροσκάφη αυτού του τύπου επέστρεψαν στους αιθέρες. Τα Max, όμως, συνεχίζουν να παρουσιάζουν προβλήματα.

Νεκρός ο άνθρωπος που έδινε πληροφορίες για την Boeing

Στο μεταξύ, σοκ προκάλεσε ο θάνατος του βασικού πληροφοριοδότη των αμερικανικών υπηρεσιών ασφάλειας, Τζος Μπαρνέτ, την προηγούμενη εβδομάδα. Όπως δημοσιεύει το BBC, ο Μπαρνέτ ήταν πρώην διευθυντής ποιότητας στην Boeing και είχε εργαστεί για 32 χρόνια στην εταιρεία μέχρι το 2017, όταν και συνταξιοδοτήθηκε.

Το 2019, σύμφωνα με τον εκλιπόντα, οι εργαζόμενοι στην εταιρεία τελούσαν «υπό πίεση» και είχαν σκοπίμως τοποθετήσει εξαρτήματα κατώτερης ποιότητας σε αεροσκάφη της γραμμής παραγωγής. Είχε, επίσης, αποκαλύψει σοβαρά προβλήματα με τα συστήματα οξυγόνου σε ποσοστό 25%, πράγμα που θα μπορούσε να σημαίνει ότι μία στις τέσσερις αναπνευστικές μάσκες δεν θα λειτουργούσε σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.

Λίγο μετά την έναρξη των εργασιών στη Νότια Καρολίνα είχε εκφράσει τις ανησυχίες του σχετικά με την «πίεση» στην κατασκευή νέων αεροσκαφών, κάτι που μεταφραζόταν στη βιαστική διαδικασία συναρμολόγησης με σημαντικό διακύβευμα την ασφάλεια των πτήσεων, κάτι που η εταιρεία αρνήθηκε.

Σε χθεσινό (11/3) δημοσίευμα της TMZ αναφέρεται ότι ο Τζος Μπαρνέτ βρέθηκε νεκρός το Σάββατο (9/3) στην πόλη Τσάρλεστον των ΗΠΑ. Οι αστυνομικοί λένε ότι το σώμα του βρέθηκε στο φορτηγό του σε χώρο στάθμευσης ξενοδοχείου. Ο ίδιος έφερε αδιαμφισβήτητο τραύμα από πυροβολισμό, με τις Αρχές να ερευνούν αν επρόκειτο για αυτοκτονία ή δολοφονία.

Ο δικηγόρος του 62χρονου Μπαρνέτ, Μπράιαν Νόουλς, χαρακτήρισε τον θάνατο του πελάτη του «τραγικό» και συνέχισε, εκφράζοντας τη ρητή αμφιβολία για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβη το περιστατικό. Αποκάλεσε μάλιστα τον, εκ πρώτης όψεως, αυτοτραυματισμό του θύματος ως «υποτιθέμενο».