Δεν έχουν περάσει πολλά χρονιά από την εποχή που στα ελληνικά πανεπιστήμια υπήρχε έντονη αντίδραση σχετικά με τη δυνατότητα χρηματοδότησης της έρευνας από ιδιωτικούς πόρους. Η οικονομική κρίση και η σημαντική μείωση της κρατικής χρηματοδότησης που ακολούθησε, άμβλυνε τις αντιδράσεις με συνέπεια τα τελευταία χρόνια να έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των συνεργασιών με επιχειρήσεις.

Οι συγκεκριμένες συνεργασίες άλλοτε χρηματοδοτούνται από εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους, στοχεύοντας στη σύνδεση της έρευνας με την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, και άλλοτε αποκλειστικά από ιδιωτικούς φορείς. Ο ν. 4957/2022 (άρθρο 52) αναφέρει ότι τα Α.Ε.Ι μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες προς φορείς του ιδιωτικού τομέα και περιγράφει τι θα πρέπει να περιέχει μία τέτοια σύμβαση (άρθρο 52) ενώ ο ίδιος νόμος επιτρέπει σε φυσικά και νομικά πρόσωπα να χρηματοδοτήσουν «Επώνυμες Έδρες» σε συγκεκριμένη γνωστική περιοχή (άρθρο 168).

Όλα τα παραπάνω είναι πρακτικές που εφαρμόζονται διεθνώς εδώ και χρόνια. Η συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα δίνει τη δυνατότητα στους φοιτητές και στους ερευνητές να αποκτήσουν πρόσβαση σε δεδομένα από τον «πραγματικό» κόσμο, να σχεδιάσουν προϊόντα και τεχνολογίες που μπορούν να δοκιμαστούν στην πράξη, να συνεργαστούν με επιστήμονες διαφορετικών κλάδων μελετώντας πολύπλευρα ζητήματα.

Σε αυτές τις συνεργασίες ελλοχεύουν όμως συχνά κίνδυνοι που δεν θα πρέπει να αγνοούνται ή να υποβαθμίζονται. Ο βασικότερος από αυτούς είναι η σύγκρουση συμφερόντων (conflict of interest), που μπορεί να επηρεάζει την ικανότητα των ερευνητών να δρουν αμερόληπτα.

Στην περιβαλλοντική επιστήμη αυτό είναι ένα ιδιαίτερα λεπτό σημείο καθώς η χάλκευση ερευνητικών δεδομένων ή η απόκρυψη γνώσης σχετικά με φαινόμενα ρύπανσης, τοξικότητας συγκεκριμένων ουσιών, κακής διαχείρισης αποβλήτων έχει άμεσες επιπτώσεις στην προστασία του περιβάλλοντος και στην ανθρώπινη υγεία.

Τον Νοέμβριο του 2023 τριάντα τρεις διακεκριμένοι επιστήμονες από όλο τον κόσμο δημοσίευσαν ένα άρθρο ανοικτής πρόσβασης στο επιστημονικό περιοδικό Environmental Science & Technology (τόμος 57, σελ. 19066–19077, https://doi.org/10.1021/acs.est.3c04213), υπό τον τίτλο «Conflicts of Interest in the Assessment of Chemicals, Waste, and Pollution». Το άρθρο παρουσιάζει μερικά ανησυχητικά παραδείγματα από τη διεθνή βιβλιογραφία όπου η αμεροληψία των επιστημόνων επηρεάστηκε από την ιδιωτική χρηματοδότηση της έρευνας. Ενδεικτικά παραθέτω, στη συνέχεια, κάποια από αυτά:

  • H ατραζίνη είναι ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο ζιζανιοκτόνο που η E.E. έχει απαγορεύσει τη χρήση του από το 2004. Μεταξύ των δημοσιευμένων επιστημονικών μελετών που διερευνούσαν τις επιπτώσεις της, το ποσοστό των μελετών που χρηματοδοτήθηκε από τη βιομηχανία και δεν ανέφερε επιβλαβείς επιπτώσεις της ουσίας ήταν αρκετά υψηλότερο σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό των μελετών που χρηματοδοτήθηκε από άλλες πηγές.
  • Τα PFAS είναι μία κατηγορία χημικών ουσιών που θεωρούνται υπεύθυνα για σειρά επιπτώσεων στην ανθρώπινη υγεία. Από τα πρακτικά δίκης που πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ αποκαλύφθηκε ότι καθηγητής σε πανεπιστήμια της Βορείου Αμερικής λάμβανε σημαντικές χρηματοδοτήσεις για έρευνα από την εταιρία 3Μ, που παράγει τις συγκεκριμένες ουσίες, εμποδίζοντας παράλληλα από τη θέση του ως κριτής και εκδότης επιστημονικών περιοδικών τη δημοσίευση επιβαρυντικών άρθρων σχετικά τις επιπτώσεις των ουσιών.
  • Εξέταση των δημόσιων τοποθετήσεων ερευνητικών κέντρων πανεπιστημίων που ασχολούνται με τον ενεργειακό κλάδο και χρηματοδοτούνται από εταιρίες παραγωγής ορυκτών καυσίμων, έδειξε ότι οι τοποθετήσεις τους ήταν πιο ευνοϊκές για το φυσικό αέριο παρά για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Από την άλλη, τα ερευνητικά κέντρα που χρηματοδοτούνταν σε μικρότερο βαθμό από το συγκεκριμένο κλάδο παρουσίαζαν ένα αντίστροφο μοτίβο.
  • Σε ότι αφορά στη χρήση της ατομικής ενέργειας ως τεχνολογία που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τα ορυκτά καύσιμα, οι μελέτες που χρηματοδοτούνται από τον κλάδο της πυρηνικής τεχνολογίας φαίνεται να υποεκτιμούν συστηματικά το κόστος της καθώς δεν λαμβάνουν υπόψη τους μία σειρά από παραμέτρους.

Τι κάνουμε όμως στην Ελλάδα για τα θέματα σύγκρουσης συμφερόντων και πως μπορούμε να αποφύγουμε παρόμοια φαινόμενα;

Οι συμβάσεις που υπογράφονται σήμερα μεταξύ ιδιωτικού τομέα και πανεπιστημίων ή ερευνητικών ιδρυμάτων σχετικά με την εκπόνηση έρευνας μεριμνούν κατά βάση για το οικονομικό σκέλος των προσφερόμενων υπηρεσιών, το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης και την εξασφάλιση της εχεμύθειας ώστε να προστατευτούν οι επιχειρήσεις από τον ανταγωνισμό. Η ερευνητική μεθοδολογία που εφαρμόζεται και τα ερευνητικά αποτελέσματα που προκύπτουν είναι στην αποκλειστική ευθύνη του συντονιστή καθηγητή και δεν ελέγχονται από κάποιο ανεξάρτητο τρίτο μέρος.

Θα ήταν χρήσιμο, καταρχάς, να οριστούν κανόνες σχετικά με τα ερευνητικά έργα που θα μπορούν να υλοποιούν τα ιδρύματα και τις χορηγίες που θα μπορούν να λαμβάνουν. Για παράδειγμα, επιτρέπεται σε ένα πανεπιστήμιο να υλοποιήσει ερευνητικό έργο που αφορά στην εκτίμηση της ρύπανσης μίας περιοχής από συγκεκριμένη βιομηχανία, όταν η έρευνα χρηματοδοτείται από την ίδια ή όταν η βιομηχανία έχει προσφέρει χορηγίες στο πανεπιστήμιο;

Η σύσταση μίας ανεξάρτητης επιστημονικής επιτροπής σε κάθε ίδρυμα (ethical committee) ή/και η ανάθεση σε ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα της αξιολόγησης της μεθοδολογίας που ακολουθήθηκε και του ελέγχου των ερευνητικών αποτελεσμάτων έργων που χρηματοδοτήθηκαν από ιδιωτικούς πόρους και έχουν δυνητικά δυσμενείς επιπτώσεις για το ευρύ κοινό, θα ήταν μία πρακτική που θα ενίσχυε την αξιοπιστία της έρευνας.

Ιδιαίτερη μέριμνα θα μπορούσε να δοθεί επίσης στην όσον το δυνατόν μεγαλύτερη δημοσιοποίηση των επιμέρους στοιχείων της έρευνας και στον περιορισμό των ρητρών εμπιστευτικότητας μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που πραγματοποιείται ανάπτυξη ή βελτίωση κάποιου προϊόντος και κινδυνεύει να χαθεί το εμπορικό πλεονέκτημα από την πλευρά της εταιρίας.

Tέλος, θα πρέπει να υπάρχει μια ανεξάρτητη αρχή σε εθνικό επίπεδο, που να ασχολείται με θέματα επιστημονικής δεοντολογίας (science integrity), οπού ο καθένας θα μπορεί να καταθέσει ανώνυμα καταγγελία εφόσον έχει ενδείξεις ότι η έρευνα δεν πραγματοποιήθηκε σωστά.

Ο κ. Νάσος Στασινάκης είναι καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής, Πρόεδρος του Τμήματος Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου