Τη διάγνωση του παρόντος δεν θα την αφήσω αμαχητί στους ιστορικούς.

Δύο επιμέρους παρατηρήσεις λοιπόν για τα λεγόμενα ενός ιστορικού με προσωπική ιστορία, του Αντώνη Λιάκου. Δεν θα το κρύψω, με εξέπληξε στην πρόσφατη, και συγκινητική κατά τα άλλα, συνέντευξή του στη Lifo.

Η πρώτη αφορά την «εποχή».

Η δεύτερη, δυστυχώς, τον Κασσελάκη.

Η «εποχή μας» για τον Λιάκο είναι «ρευστή» και «απαιτεί περίσκεψη, όχι βιασύνη».

«Ο Κασσελάκης πάλι (παραθέτω επί λέξει, «ο νέος πρόεδρος του Σύριζα, θέλει χρόνο για να αναδείξει την ηγετική του φυσιογνωμία. Το χάρισμα δεν φτάνει»(sic).

Για το «χάρισμα» του Κασσελάκη ομολογώ πως δεν έχω τίποτα να πω.

Το αφήνω -χάρισμά τους- στους 150.000 που τον ψήφισαν, αλλά κυρίως, στον (αντ’ αυτού) Παύλο Πολάκη, και τον (αντί του Τσίπρα) Νίκο Παππά, διότι πράγματι η εποχή είναι ρευστή.

Παρόλα αυτά να υπογραμμίσω ότι διόλου δεν μου φαίνεται λιγότερο «ρευστή» η εποχή του 19ου αιώνα που ανακάλυψε τον ηλεκτρομαγνητισμό, ή του 20ου που κατασκεύασε την ατομική βόμβα.

Αντίθετα, βρίσκω την εποχή μου παγιωμένη και κολλημένη αμετανόητα στα «σκουπίδια» της παγκοσμιοποίησης.

Επιπλέον, η περίσκεψη που πράγματι απαιτεί η εποχή δεν σημαίνει ότι θα όφειλα να «αποχαιρετήσω τον κόσμο όπως τον ήξερα» (Λιάκος).

Ή, ότι «δεν μεταφράζω σωστά τις επιθυμίες όσων συμπολιτών μου βρίσκονται συνεχώς μπροστά από την οθόνη του smartphone», διότι «το άγνωστο φάσμα που δεν βλέπουμε» (συνεχίζει ο Λιάκος) και εμφανίζεται «σ’ αυτό το σημείο όπου διεισδύουν και αναδεικνύονται φαινόμενα τύπου Κασσελάκη», το έχω και το βλέπω κατ’ οίκον στην τηλεόραση και τις πρωινές της «δεξαμενές σκέψης» όπου πρωτοστατεί ο Αυτιάς.

Ξέρω καλά τι μου δείχνει η μικρή οθόνη: τον αφελή συναισθηματισμό που η μικρότερη οθόνη (το smartphone) τον μετατρέπει σε διαδικτυακό δηλητήριο ή σε φορητό πορνό.

Πώς λοιπόν, να μην υποψιάζομαι κι εγώ ότι αυτή η «επινόηση του 19ου αιώνα που είναι ο άνθρωπος», οδηγείται και «στο επικείμενο τέλος του ανθρώπου» όταν οι δυνάμεις που τον συνθέτουν παραδίδονται πλέον στο ChatGPT;

Πώς να μην συμφωνήσω με τον Νίκο Βούτση που τιμά αποχωρώντας τη μνήμη του Λεωνίδα Κύρκου; Φρουρός τότε, έξω από το θάλαμο στον Ευαγγελισμό που ξεψύχησε ο οδηγητής του, δεν με είχε αφήσει να μπω μέσα.

Θα μου επιτρέψει ο Αντώνης Λιάκος να του υπενθυμίσω τις «Λέξεις και τα πράγματα» του Μισέλ Φουκώ;

Ο Κασσελάκης είναι αυτό το «τέλος του ανθρώπου».

Είναι μια ρέπλικα -Μεσσίας, μια έξυπνη «εφαρμογή» από τα υπόγεια της Goldman Sachs, ένας αυτόματος τηλεφωνητής που μεταδίδει ό,τι προηγουμένως «έγραψε» στην ταινία του Μέμπιους ο Πολάκης, αλλά και ό,τι «γράφει» (και «ξεγράφει») η ρευστή εποχή του στους ανθρώπους για να τους τελειοποιήσει και να τους αποτελειώσει από βλακεία.

Ο υπεράνθρωπος, όπως και το δημοψήφισμα, έπεται. Αλλά προς το παρόν ο Πρόεδρος του Σύριζα θα παρουσιάζεται ως ο Superman στα παιδικά πάρτι του Τσίπρα τις απόκριες με την στολή του Κρίστοφερ Ριβ

από τα Jumbo – ώσπου και ο Τσίπρας να τον βαρεθεί και να τον σχολάσει.

Υπάρχει λόγος να αναρωτηθεί κανείς και για το «ανθρωπολογικό είδος» όσων υπερψήφισαν τον Κασσελάκη;

Ασφαλώς όχι. Την απάντηση τη δίνει (κανονιστικά) η Αρχή της πλειοψηφίας. Υπάρχει λόγος να αναρωτηθεί και για την Αριστερά; Ουδείς.

Ο Τσακαλώτος στο Τριανόν έδωσε (συναισθηματικά) την δική του απάντηση: «δεν είμαι πια υπερήφανος για την Αριστερά». ΄Όφειλε να παραιτηθεί, και εχθές το έπραξε. Θα κρατήσει προφανώς την έδρα στην οποία συνοψίζεται η χαμένη τιμή της Αριστεράς.

Υπάρχει λόγος να σκεφτεί τι θα κάνει η Αχτσιόγλου; Το υποψιάζεται. Να περιμένει στη στροφή για να ξεφουσκώσει ο Κασσελάκης και να πάρει το κόμμα -εάν το βρεί.

Το ζήτημα που με απασχολεί ωστόσο, δεν είναι τα λεγόμενα του Λιάκου αλλά ο τρόπος σκέψης όλων μας.

Διότι το ότι σήμερα οι διανοούμενοι προσφεύγουν σε έναν τύπο γνώσης που γίνεται ενθέρμως αποδεκτός από τη δημόσια ούτως ειπείν σφαίρα -με την προϋπόθεση πως πληροί τα standards που της θέτει το «πολιτικά ορθό» και αποδέχεται τη μόδα όρων (φούσκες) που ανεβοκατεβαίνουν στα χρηματιστήρια επιστημονικοφανών ιδιωμάτων- δεν σημαίνει διόλου πως οι διανοούμενοι σκέπτονται.

Το εάν, σκεπτόμενοι, είναι σε θέση να απεμπλακούν συγχρόνως από τον εαυτό τους αλλά και από το θλιβερό είδος της σκέψης τους, το εξαρτώ από την δυνατότητα σκέψης και του μη-νοήματος. Δηλαδή, από τη δυνατότητα να δημιουργήσουν μια θέση εργασίας για το ασυνείδητο στον λογοκρατούμενο κόσμο τους.

Δεν πρόκειται μόνο για το αμφίβολο ψυχαναλυτικό διάβημα (σημειώνω ότι στην ψυχανάλυση «θεραπεία δεν υπάρχει»), ούτε για «μεταστροφή» με την έννοια που της έδινε ο Κλωντέλ, αλλά ούτε και για την «άρνηση» μιας θεολογίας αποφατικής -και προσφάτως μιας κοινωνιολογίας σε αδιέξοδο.

Και φυσικά ούτε καν για την ποίηση. Ούτε κι αυτή λυτρώνει, όταν μάλιστα ο Τσουκαλάς, προσφάτως στο «Βήμα», καταφεύγει στον Όντεν για να διαπιστώσει μελαγχολικά πως «τίποτα δεν υπάρχει που να είναι τόσο φριχτό ή τόσο ανόητο ώστε να μην μπορεί να συμβεί». Αλλά και ότι αυτό συμβαίνει, επειδή η Ιστορία προχωρά χωρίς να υπολογίζει, αφήνοντάς μας στο έλεος της φθοράς σαν τα εγκαταλελειμμένα μνημεία του Α’ Παγκοσμίου πολέμου στις πλατείες, ή τα αγάλματα στο μουσείο Ροντέν, κάπου ανάμεσα στον «Σκεπτόμενο» και στους «Πολίτες του Καλαί».

Δεν μπορώ να τους φανταστώ με ένα smartphone στο χέρι.

Για όλα αυτά σκέφτομαι μια Αριστερά χωρίς ΤikTok και κυβερνητικές φιλοδοξίες κωλοτούμπας.

Μια Αριστερά μειονοτική, εγγεγραμμένη όμως μέσα στην θέσπιση της κοινωνίας για να ηγεμονεύει πολιτιστικά όπως τότε, και να μην κυβερνά με τον Καμμένο.

Μια ετεροτοπία ως Αριστερά, έξω από όλους τους τόπους και παρά ταύτα εντοπίσιμη εις πείσμα της ουτοπίας των αντιεξουσιαστών. Έναν καθρέφτη που μου τείνει ο Γκυ Ντεμπόρ στον οποίο, εγώ τουλάχιστον, θα βλέπω αυτό που δεν θα ήθελα να είμαι .

Μια Αριστερά δίκαιη που δεν με αποκλείει όταν ενθουσιάζομαι με τη θεωρία. Δεν με διαγράφει.

Δεν με παραπέμπει στη «βάση» που την θυμάται όταν η ηγεσία της τη χρειάζεται.

Θα με ξετρυπώσει από την φαντασίωσή μου του Αριστερού;

Πάντως δεν θα με συγκρίνει ως ποιητή με τον Ρίτσο της ή ως θεωρητικό της με τον Γαβρόγλου.

Δεν θα με εγκαλεί για να σεβαστώ την Ιστορία στην οποία «είμαι περισσότερο μέσα, όσο πιο γρήγορα βγαίνω απ’ αυτήν», όπως απάντησε ο Κλωντ Λεβι-Στρως κατακεραυνώνοντας τον Σαρτρ.

Θα πρέπει όμως προηγουμένως να καταλάβω τη «ρευστότητα» της εποχής, όχι όπως ο ιστορικός που αναζητά ρήξεις αλλά όπως ο επίμονος μελετητής που υποψιάζεται συνέχειες.

Θα μπορούσα τότε και το φαινόμενο Κασσελάκη να εξηγήσω, αλλά στη πραγματική του διάσταση: στο Θέαμα που υπηρετεί όσο και η Άντζελα Γκερέκου τον Eλληνικό τουρισμό. Και επιτέλους, δεν θα προσκαλούσα και τον ίδιο τον Κασσελάκη για συνομιλητή μου στην παρουσίαση του βιβλίου «Το φαινόμενο Κασσελάκη», όπως, πληροφορούμαι, θα πράξει -si non é vero!- ο συγγραφέας του, Ξενοφών Κοντιάδης.

Μια πρακτική του λόγου σε τετράδια χειροποίητης γραφής, θα με αφήσει η Αριστερά να την ασκώ με τα κείμενά μου ή θα με διώξει όπως τον πρώην διευθυντή του ραδιοσταθμού «Στο κόκκινο», Νίκο Σβέρκο;

Γνωρίζω πως αυτό που γράφω εν προόδω από το ’75 δεν συγκαταλέγεται στην αναλυτική κυριακάτικη αρθρογραφία ή σε μια δηκτική έως τοξική καθημερινή δημοσιογραφία,αλλά στην εμπειρία κάποιου που δεν μπορεί παρά να αυτο-περιθωριοποιείται όντας σε ένα υποτιθέμενο κέντρο μέσα από έναν σκοτεινό καταναγκασμό, επειδή γνωρίζει πως το σημαίνον δεν σημασιοδοτεί ποτέ τον εαυτό του. Πως είναι για πάντα ένα σημαίνον και, στην καλύτερη περίπτωση, ένα memento mori (ενθύμιο θανάτου) για όποιον δεν πρέπει να ξεχνά πως κάποτε θα πεθάνει – παρ’ ότι γράφει ακατάπαυστα για την αθανασία και τα αρχεία της.

Κατηγόρησαν τον Φουκώ ότι στις «Λέξεις και τα πράγματα», δεν υπάρχουν «πράγματα».

Άλλοι είπαν ότι σ’ αυτό το βιβλίο δεν υπάρχει σημασιολογική ανάλυση.

«Πράγματι», απάντησε ο Φουκώ, «δεν θέλω να κάνω ούτε το ένα ούτε το άλλο».

Απέκρυψε πιστεύω από τον εαυτό του τη μεγάλη πρόκληση: τη λογοτεχνία.

Υπήρξε ένα όνειρο του Νίτσε και όχι του Μαρσέλ Προυστ.

Ηταν όμως ο Μισέλ Φουκώ! Όχι ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου ή ο Στάθης Καλύβας. Μάσκες και αυτοί του εαυτού τους που πιστεύουν πως θα είναι οι ίδιοι με το εκμαγείο τους στις προθήκες της Ακαδημίας.

Πάντα μου άρεσε να επισκέπτομαι μουσεία της Φυσικής Ιστορίας, στη Βιέννη για παράδειγμα. Τα κόκκαλα του σκελετού των προϊστορικών δεινοσαύρων στις βιτρίνες, είναι πιασμένα με γαλβανιζέ κοτετσόσυρμα.

Και πώς να το κάνουμε, βρίσκω εκπαιδευτικότερο ένα μουσείο από το κοτέτσι με τις κότες που ξέμειναν στην Κουμουνδούρου.

Το μουσείο μας περιμένει Νίκο Φίλη.

Αν δεν είναι της Madame Tissaud, ας είναι της Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Την άλλη ετεροτοπία, το νεκροταφείο, άσε την για αργότερα.

Αλλά και ο Τσίπρας περιμένει Νίκο, διότι μετά το επικίνδυνο διάγγελμα Κασσελάκη προχθές, φαίνεται ότι κατάλαβε τι επιπλέον μηχανεύτηκε. Πάει, φαίνεται, να τα μαζέψει, στέλνοντας τη Γεροβασίλη να μεσολαβήσει. Είναι όμως πολύ αργά για δάκρια. Και εμείς στο νεκροταφείο μάθαμε να γελάμε με τα νεκρόσημα. Κυρίως όταν στα ονόματα των τεθνεώτων αναφέρεται η Αχτσιόγλου, ο Μπίστης και η Θεανώ.