Όπως θα μπορούσε να προβλέψει κανείς, η συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων λαμβάνει τον χαρακτήρα της βιωμένης εμπειρίας για την κυβέρνηση αλλά της πρόβας για την αντιπολίτευση.

Συμπίπτει δε με τη συμπλήρωση τεσσάρων χρόνων από τις εκλογές του Ιουλίου του 2019 και τη φράση που φέρεται να είχε πει τότε ο σημερινός Πρωθυπουργός σε συνομιλητές του ότι «δεν θα χαρίσω στον Τσίπρα την κανονικότητα».

Με την πανδημική κρίση βέβαια η τετραετία δεν ήταν ακριβώς κανονική. Είτε όμως με τη βοήθεια του Ταμείου Ανάκαμψης είτε χάρις στο φιλεπενδυτικό περιβάλλον που δημιουργήθηκε, η χώρα επανήλθε στις ράγες μιας κανονικής οικονομίας.

Ως προς αυτό επομένως, ο Πρωθυπουργός κράτησε εκείνη τη δέσμευσή του, γεγονός που του πιστώθηκε στις κάλπες της 21ης Μαΐου και της 25ης Ιουνίου.

Αυτή η κανονικότητα είναι το σημείο εκκίνησης τόσο για την κυβέρνηση όσο και για την αντιπολίτευση. Και από εδώ εκκινούν και οι προγραμματικές προκλήσεις.

Μία προγραμματική πρόκληση είναι να διατηρηθεί η πολιτική αντιπαράθεση σε επίπεδα που δεν θα υπονομεύσουν την πορεία της χώρας. Ούτε η τοξικότητα ούτε οι ακρότητες μπορούν να έχουν θέση.

Μια δεύτερη, είναι η διαχείριση του πολιτικού χρόνου.

Μπορεί κυβέρνηση να έχει μια τετραετία μπροστά της, αλλά ο χρόνος ως προς την εφαρμογή όσων εξήγγειλε δεν είναι το ίδιο άπλετος.

Και μπορεί η αντιπολίτευση να αναζητεί τον βηματισμό της, αλλά δεν έχει ούτε την πολυτέλεια των τεσσάρων μηνών για να θέσει τις βάσεις μιας εναλλακτικής πρότασης εξουσίας.

Μια τρίτη, τέλος, είναι η διαμόρφωση της πολιτικής ατζέντας, η οποία συναρτάται άμεσα με την κατεύθυνση της χώρας.

Όπως φάνηκε και από τις προγραμματικές δηλώσεις του Πρωθυπουργού, η κυβερνητική ατζέντα είναι αρκετά ευρύχωρη για να χωρά από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια έως τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών.

Δημιουργεί επομένως συνθήκες ευρύτερων συναινέσεων σε επί μέρους ζητήματα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν έχει λάθη, ελλείψεις ή κενά.

Εδώ είναι λοιπόν που καλείται να αναλάβει έναν καθοριστικό ρόλο η αντιπολίτευση. Αφού βεβαίως τελειώσει με τις πρόβες της.