Η κυβερνητική πλειοψηφία ανέλαβε μια νομοθετική πρωτοβουλία προκειμένου να θωρακίσει τον αποκλεισμό των επιγόνων της Χρυσής Αυγής από τη Βουλή που θα προκύψει από τις εκλογές της 21ης Μαΐου.  

Στον πλευρό της έχει το σύνολο των συνταγματολόγων της χώρας που προέκριναν τη σχετική ρύθμιση ως απολύτως σύννομη. Εχει, πέραν πάσης αμφιβολίας, και τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών, οι οποίοι όλα αυτά τα χρόνια εκφράζονται σταθερά και αταλάντευτα μέσα από τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου.  

Από την άλλη πλευρά, έχει απέναντί της τον παραιτηθέντα πρόεδρο του Α1 τμήματος του Αρείου Πάγου, ο οποίος θίχτηκε είτε για προσωπικούς είτε για άλλους λόγους και που πάντως αποδοκιμάστηκε και από την Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων. Ούτως ή άλλως, και μετά την παραίτησή του, όποιοι και αν είναι αυτοί οι λόγοι αφορούν πλέον μόνο τον ίδιο.   

Η ρύθμιση βρίσκει όμως απέναντί της και τη μείζονα αντιπολίτευση και μάλιστα για λόγους εξίσου ακατανόητους. Μια δημοκρατία δεν διαθέτει μόνο μια σειρά από μέσα για να αμυνθεί. Εχει και την υποχρέωση να τα επιστρατεύει ακόμη και το τελευταίο δευτερόλεπτο για να εξασφαλίσει τη θωράκισή της απέναντί στους εχθρούς της. 

Οφείλει, με άλλα λόγια, να επιδεικνύει ταχύτατα αντανακλαστικά όταν προκύπτουν πρώην ανώτατοι δικαστικοί ως «μπροστινοί» νεοναζιστικών μορφωμάτων ή όταν εν ενεργεία λειτουργοί της Δικαιοσύνης συγχέουν προσωπικές φιλοδοξίες ή άλλες επιδιώξεις με τον θεσμικό τους ρόλο.  

Ασφαλώς, στο τέλος της ημέρας όλοι κρίνονται. Το δυστύχημα είναι πως σε αυτή την καθημερινή και δυναμική άσκηση που είναι η δημοκρατία κάποιοι επιμένουν να εκτίθενται.