Βελτιωμένη εικόνα στα δημοσιονομικά και την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας παρά τις διεθνή αναταραχή βλέπει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή απαριθμώντας παράλληλα μία σειρά από κινδύνους. Οι στόχοι για μείωση του ελλείμματος στο 2% επιτυγχάνονται ενώ οι προβλέψεις δείχνουν ότι το 2022 το ΑΕΠ θα είναι άνω των αρχικών προβλέψεων για 3%.

Σύμφωνα με την έκθεση, στο δεύτερο τρίμηνο του έτους, το ΑΕΠ κατέγραψε ετήσια αύξηση 7,7%. Η ελληνική οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα στις διαταραχές του ενεργειακού κόστους και του πολέμου στην Ουκρανία και όλα δείχνουν πως ο ρυθμός μεγέθυνσης του 2022 θα ξεπεράσει τις συγκρατημένες προβλέψεις των αρχών του έτους, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης του Γραφείου Προϋπολογισμού.

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ

Ταυτόχρονα, το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται μειωμένο (12,6% τον Ιούλιο) σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό, ενώ η απασχόληση αυξήθηκε κατά 3,3% στο ίδιο διάστημα. Λιγότερο ενθαρρυντική είναι η εικόνα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το έλλειμμα του οποίου διευρύνθηκε κατά το δεύτερο τρίμηνο στα 10,8 δις έναντι 7,4 δις πέρυσι. Ακόμα λιγότερο ενθαρρυντική είναι η πορεία του πληθωρισμού που διαμορφώθηκε στο 11,2% τον Αύγουστο (εναρμονισμένος δείκτης) με αποτέλεσμα να βρίσκεται εντός του εύρους των προβλέψεων του Γραφείου Προϋπολογισμού.

Στην έκθεση, την οποία παρουσίασε σήμερα ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης, αναφέρεται ότι η εξέλιξη των δημόσιων οικονομικών παρουσιάζει αισθητή βελτίωση σε σχέση με τα προηγούμενα τρίμηνα καταγράφοντας μικρό πρωτογενές πλεόνασμα τον Ιούλιο. Η βελτίωση προέρχεται από την πλευρά των εσόδων – ιδίως των φορολογικών – που οφείλονται κατά κύριο λόγο στον υψηλό πληθωρισμό. Οι πρόσθετες δαπάνες για την αντιμετώπιση του ενεργειακού κόστους σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις υπερκαλύπτονται από αυτά τα πρόσθετα έσοδα και – στο βαθμό που οι δαπάνες αυτές παραμείνουν συγκρατημένες – δεν διαφαίνεται κίνδυνος για την επίτευξη του φετινού δημοσιονομικού στόχου. Επιπρόσθετα, θετική συνεισφορά στη δημοσιονομική αξιοπιστία είχαν η πρόωρη αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ καθώς και η έξοδος από την ενισχυμένη εποπτεία. Αξίζει ακόμα να σημειωθεί η μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ που προκαλεί η αύξηση του πληθωρισμού.

Οι κίνδυνοι

Παρά την αυξημένη αβεβαιότητα εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης, τα μακροοικονομικά και δημοσιονομικά μεγέθη συνθέτουν μια σχετικά θετική εικόνα σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι που ενδέχεται να επηρεάσουν μεσοπρόθεσμα την ελληνική οικονομία.

Ο πρώτος από αυτούς προέρχεται από τον πληθωρισμό που, παρά τη θετική του επίδραση στα δημόσια οικονομικά, αποτελεί τη βασική αιτία διάβρωσης των πραγματικών εισοδημάτων, κυρίως εκείνων που η ονομαστική τους αύξηση υπολείπεται του ρυθμού αύξησης των τιμών. Πρόκειται ουσιαστικά για τους μισθούς, τις συντάξεις και επιχειρηματικά εισοδήματα σε κλάδους που αδυνατούν να προσαρμόσουν τις τιμές τους στο γενικό επίπεδο. Αυτή η συνθήκη θέτει ένα δίλημμα πολιτικής αναφορικά με την αύξηση των ονομαστικών εισοδημάτων ώστε να καλύψουν τις αυξήσεις των τιμών. Από τη μια πλευρά, η γενικευμένη αύξηση των μισθών (πέρα από την άνοδο του κατώτατου μισθού) θα ανατροφοδοτούσε τις πληθωριστικές πιέσεις, ενώ από την άλλη πλευρά η μη αύξησή τους περιορίζει σημαντικά την αγοραστική δύναμη των μισθωτών. Θα πρέπει, επομένως, να σταθμιστούν οι συνέπειες και να ληφθεί μέριμνα ώστε να αποτραπούν οι εισοδηματικές απώλειες, ιδίως στους χαμηλόμισθους, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι δεν θα υπάρξει πληθωριστική ανατροφοδότηση και απώλεια ανταγωνιστικότητας.

Ο δεύτερος κίνδυνος προέρχεται από την αντίδραση των κεντρικών τραπεζών στον υψηλό πληθωρισμό. Ενώ τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. δεν έχουν καταφέρει ακόμα να συμφωνήσουν σε μια συντονισμένη στρατηγική για την αντιμετώπιση του αυξημένου ενεργειακού κόστους, η ΕΚΤ προχώρησε πρόσφατα σε δεύτερη αύξηση του βασικού της επιτοκίου, ευθυγραμμιζόμενη με τις υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες των αναπτυγμένων οικονομιών. Η μεταστροφή της νομισματικής πολιτικής μετά από μια μακρά περίοδο χαμηλών επιτοκίων αναμένεται να επιδράσει αρνητικά στο σύνολο των οικονομιών της Ευρωζώνης και να επιβραδύνει τους ρυθμούς μεγέθυνσης. Ιδιαίτερα αρνητική θα είναι η επίπτωση σε χώρες με υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, όπως η Ελλάδα, που μέχρι πρότινος ήταν σχετικά ευνοημένες από τον υψηλό πληθωρισμό, παρά την πρωτοβουλία της ΕΚΤ μέσω του Μηχανισμού Προστασίας Μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής . Η κύρια ανησυχία αφορά την επίδραση των αυξημένων επιτοκίων στη δυναμική του δημόσιου χρέους και στο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων που διασφαλίζουν τη βιωσιμότητά του. Όπως είναι γνωστό, το επίπεδο του πρωτογενούς πλεονάσματος εξαρτάται θετικά από το τρέχον ύψος του χρέους και το επιτόκιο και αρνητικά από τον ρυθμό μεγέθυνσης και τον πληθωρισμό. Αν οι παραδοχές στις αναλύσεις βιωσιμότητας χρέους (DSA) είναι τέτοιες που απαιτούν υψηλότερα μακροχρόνια πρωτογενή πλεονάσματα, η χώρα μας θα πρέπει να αναπροσαρμόσει τη δημοσιονομική της στρατηγική.

Ένας τρίτος κίνδυνος συνδέεται με τις αβεβαιότητες για την πορεία της οικονομίας εξαιτίας των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία και της εντεινόμενης ενεργειακής κρίσης, που ενδεχομένως να αποθαρρύνουν καταναλωτικές αλλά και επενδυτικές αποφάσεις από το εσωτερικό και το εξωτερικό και να επιβραδύνει την ανοδική πορεία της οικονομίας τα επόμενα τρίμηνα. Στο ίδιο πλαίσιο μια ενδεχόμενη ταχύτερη επιβράδυνση των οικονομιών των κύριων εμπορικών εταίρων αναμφίβολα θα επιδρούσε αρνητικά στις εμπορικές και ταξιδιωτικές εισπράξεις.

Ο τέταρτος, τέλος, κίνδυνος είναι πολιτικός και συνδέεται με τις πιθανές δυσκολίες σχηματισμού κυβέρνησης στις ερχόμενες εκλογές. Μια ενδεχόμενη πολιτική αστάθεια θα εντείνει την αβεβαιότητα σχετικά με τη κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και πιθανότατα θα αποθαρρύνει την επίδειξη δημοσιονομικής υπευθυνότητας από κάθε πλευρά. Είναι, συνεπώς, απαραίτητο να επιτευχθεί ένα ελάχιστος βαθμός συναίνεσης στους βασικούς άξονες της δημοσιονομικής πολιτικής ώστε να μην εγείρονται αμφιβολίες για τη διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας κατά την προεκλογική και μετεκλογική περίοδο. Στις δημοκρατικές κοινωνίες οι επιλογές του εκλογικού σώματος είναι κυρίαρχες και δεν μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί. Ωστόσο, οι πολιτικές επιλογές παράγουν οικονομικά αποτελέσματα που δεν εξαρτώνται μόνο από τη βούληση του εκλογικού σώματος αλλά και από τις συνθήκες και τους μηχανισμούς του οικονομικού περιβάλλοντος που θα ήταν χρήσιμο να λαμβάνονται υπόψη.

Δημοσιονομικές προβλέψεις

Σύμφωνα με την εκτίμηση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, το Ενοποιημένο Πρωτογενές Αποτέλεσμα Γενικής Κυβέρνησης με προσαρμογές το επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου του 2022 καταγράφει πρωτογενές πλεόνασμα 319 εκατ. ευρώ που ισοδυναμεί με βελτίωση 10.828 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο επτάμηνο του 2021.

Ο Κρατικός Προϋπολογισμός παρουσιάζει ταμειακό πρωτογενές έλλειμμα 1.161 εκατ. ευρώ βελτιωμένο κατά 7.903 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο επτάμηνο του 2021. Στην πλευρά των εσόδων, εμφανίζονται αυξημένα τα φορολογικά έσοδα κατά 5.774 εκατ. ευρώ, τα μη φορολογικά και μη τακτικά έσοδα κατά 2.016 εκατ. ευρώ και μειωμένα τα έσοδα του ΠΔΕ κατά 399 εκατ. ευρώ. Επισημαίνεται ότι, στα φορολογικά έσοδα, τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος εμφανίζονται αυξημένα κατά 1.443 εκατ. ευρώ, τα έσοδα από τον ΦΠΑ κατά 2.403 εκατ. ευρώ και τα έσοδα από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης (ΕΦΚ) κατά 247 εκατ. ευρώ. Επισημαίνεται επίσης ότι, στα μη φορολογικά και μη τακτικά έσοδα του Κράτους συμπεριλαμβάνεται η είσπραξη της πρώτης δόσης, ποσού 1.718 εκατ. ευρώ, από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) (ενώ οι αντιστοιχούσες δαπάνες ανέρχονται σε 1.010 εκατ. ευρώ).

Ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις δημοσίου

Οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του δημοσίου προς τους ιδιώτες διακρίνονται στις ληξιπρόθεσμες δαπάνες για αγορά αγαθών και υπηρεσιών από τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης και στις εκκρεμείς επιστροφές φόρων. Τον Ιούλιο του 2022 καταγράφηκε αύξηση των συνολικών ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου κατά 162 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με τον Ιούλιο του 2021. Ειδικότερα, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές αυξήθηκαν κατά 12 εκατ. ευρώ φτάνοντας τα 1.781 εκατ. ευρώ και οι εκκρεμείς επιστροφές φόρων αυξήθηκαν κατά 150 εκατ. ευρώ φτάνοντας τα 697 εκατ. ευρώ.

Ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις φορολογούμενων

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο στο τέλος του Ιουλίου του 2022, διαμορφώθηκε στα 112,6 δις ευρώ, αυξημένο κατά 3,7 δις ευρώ σε σχέση με τον Ιούλιο του 2021. Η αύξηση αυτή υπολογίζεται από (α) τις νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές ύψους 7,9 δις ευρώ, συν (β) τις ληξιπρόθεσμες οφειλές κατά την 1/8/2021 που βεβαιώθηκαν μεταγενέστερα ύψους 2,1 δις ευρώ, μείον (γ) τις εισπράξεις και διαγραφές 6,3 δις ευρώ. Σημειώνεται ότι ποσοστό 23,2% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, που αντιστοιχεί σε 26,1 δις ευρώ, αφορά σε οφειλές που χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης. Κατά συνέπεια το «πραγματικό» ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, δηλαδή το συνολικό υπόλοιπο μετά την αφαίρεση του ανεπίδεκτου είσπραξης υπολοίπου ανέρχεται την 1/8/2022 στα 86,5 δις ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά 2,3 δις ευρώ σε ετήσια βάση.