Βαθμολογία

5: εξαιρετική

4: πολύ καλή

3: καλή

2: ενδιαφέρουσα

1: μέτρια

0: απαράδεκτη

«Ο επιθεωρητής Μαιγκρέ και το μυστήριο της νεκρής κοπέλας» («Maigret», Γαλλία, 2022)

Σκηνοθετημένη με στιλ από τον έμπειρο Πατρίς Λεκόντ (δημιουργό αξέχαστων ταινών όπως ο «Εραστής κομμώτριας» και ο «Δήμιος του Σαν Πιέρ»), αυτή η ταινία δεν είναι τόσο μια ταινία καθαρού «αστυνομικού μυστηρίου», όπως εξάλλου το μυστήριο αυτό καθαυτό δεν ήταν ποτέ η άμεση προτεραιότητα των μυθιστορημάτων του Ζορζ Σιμενόν (1903 – 1989), πατέρα του αστυνομικού ήρωα του τίτλου της ταινίας.

Βαθιά φιλοσοφική στα θεμέλιά της και εξαιρετικά ήρεμη στην αφήγησή της (δεν ακούμε ούτε έναν πυροβολισμό), η ταινία κάνει μια βαθιά βουτιά στην ψυχή του Μαιγκρέ προσπαθώντας να κατανοήσει αυτόν τον εκκεντρικό, ογκώδη, πανέξυπνο αλλά και μονίμως θλιμμένο flic, ο οποίος δείχνει και κάπως παραιτημένος από την ζωή • ένα πλάσμα μοναχικό και μυστηριώδες όσο μυστηριώδεις είναι οι υποθέσεις που αναλαμβάνει να εξιχνιάσει.

Ο ψυχικός κόσμος του Μαιγκρέ σε συνάρτηση με τον κόσμο γύρω του, τον οποίο προσπαθεί (επί ματαίω) να καταλάβει, κατά κάποιο τρόπο συνδέεται με την υπόθεση που έχει αναλάβει να εξιχνιάσει, η οποία έχει να κάνει με τον φόνο μιας νεαρής πόρνης: με ένα υπόγειο τρόπο και χωρίς ποτέ τα πράγματα να λέγονται ξεκάθαρα (κάτι που προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη ένταση), η υπόθεση αντανακλά μια πτυχή της τραυματισμένης ζωής του ιδίου του αστυνομικού και της συζύγου του.

Ο κόσμος που πλάθει ο Λεκόν είναι βυθισμένος στην σκιές κάτω από έναν μονίμως συννεφιασμένο, μουντό ουρανό, ένας κόσμος μελαγχολικός, πικρός, αγέλαστος μα και πάρα πολύ ατμοσφαιρικός. Από τις αμέτρητες ταινίες και τηλεοπτικές σειρές έχουν γυριστεί με κεντρικό ήρωα τον Μαιγκρέ (ρόλος ζωής για τον σπουδαίο Ζαν Γκαμπέν), αυτή η τελευταία συμβολή του Λεκόντ, χωρίς αμφιβολία ανήκει στις καλύτερες και ένας λόγος παραπάνω είναι η ογκώδης παρουσία του Ζεράρ Ντεπαρντιε που βρίσκεται σε πολύ καλή στιγμή σε αυτή την πρώτη του, παραδόξως, συνεργασία με τον σκηνοθέτη.

Βαθμολογία: 3

—————————————————

«Το νησί του Μπέργκμαν» («Bergman Island», Γαλλία – Αγγλία, 2021)

Οσοι γνωρίζουν το έργο του κορυφαίου Σουηδού σκηνοθέτη Ινγκμαρ Μπέργκμαν (1918- 2007), γνωρίζουν επίσης την σημασία που από κάποια στιγμή στην ζωή και καριέρα του έδινε στο νησί Φόρε της Σουηδίας, εκεί όπου έγραψε αριστουργηματικά σενάρια και γύρισε αριστουργηματικές ταινίες (ο Μπέργκμαν είχε αγαπήσει τόσο πολύ αυτό το μέρος που είχε το είχε αποτυπώσει και σε ένα ντοκιμαντέρ, τους «Ανθρώπους του Φόρε»).

Η ιστορία που συνδέει το Φόρε και τον Μπέργκμαν, βρίσκεται κρυμμένη στο «Νησί του Μπέργκμαν» της Μία Χάνσεν- Λαβ. Εδώ παρακολουθούμε την εξέλιξη της σχέσης ενός ζευγαριού Αμερικανών, ενός σκηνοθέτη (Τιμ Ροθ) και της σεναριογράφου συντρόφου του (Βίκι Κριπς), που έχουν πάει στο Φόρε αναζητώντας την έμπνευση για δημιουργία. Η εμπειρία στο νησί μοιάζει αρχικώς ειδυλλιακή • αντιμετωπίζουν το νησί ως τον ιερό ναό του μεγάλου δασκάλου.

Ωστόσο, ενώ οι μέρες περνούν, το νησί μοιάζει να λειτουργεί καταλυτικά όχι μόνο στην Τέχνη αλλά και στην καθημερινότητά τους. Ο τρόπος με τον οποίο ένας χώρος μπορεί να επηρεάσει την ψυχή μας είναι αυτό που κυρίως ενδιαφέρει την Χάνσεν Λαβ η οποία χειρίζεται προσεχτικά αυτή την ιδέα χωρίς να επιτρέψει τον εαυτό της να παρασυρθεί από την προφανή αγαπη της για τις ταινίες του Μπέργκμαν.

Αλλά όπως περίπου συμβαινει στις ταινίες του Μπέργκμαν, η Χάνσεν Λαβ εστιάζει κυρίως στη γυναικεία ιδιοσυγκρασία καθώς η σεναριογράφος φαίνεται να είναι πιο ευάλωτη βλέποντας να αποκρυσταλλώνονται μέσα της οι στιγμές του νεαρού ζευγαριού που πρωταγωνιστεί στο δικό της σενάριο. (τις οποίες βλέπουμε σαν μια ταινία μέσα στην ταινία). Μνήμες, απωθημένα και ανομολόγητες επιθυμίες βγαίνουν στην επιφάνεια και κινούν τα γρανάζια αυτών των δύο ιστοριών οι οποίες καταλήγουν σε ένα ολοκληρωμένο σύνολο που χωρίς ποτέ να ενθουσιάζει, διατηρεί μέχρι το τέλος την περιέργεια του θεατή σε υψηλό επίπεδο.

Βαθμολογία: 2 ½

—————————————————

«Ούτε καν» («Nope», ΗΠΑ, 2022)

Aνάμεικτα τα συναισθήματα απέναντι στην τελευταία ταινία του Τζόρνταν Πιλ, που κατά γενική ομολογία θεωρείται ο μεγάλος ανανεωτής του αμερικανικού θρίλερ μετά τις επιτυχίες «Τρέξε!» (βραβείο Οσκαρ σεναρίου για τον ίδιο) και «Εμείς». Το βέβαιο είναι ότι ο Πιλ «έχει» την εικόνα, ο κόσμος που φτιάχνει εδώ με φόντο το αμερικανικό ύπαιθρο, όπου κάτι πολύ παράξενο συμβαίνει προερχόμενο από το διάστημα, μπορεί να σε εγκλωβίσει μέσα του και μάλιστα με έναν πολύ ανατριχιαστικό τρόπο, ίσως επειδή η απειλή δεν είναι ξεκάθαρη.

Δεν υπάρχει πλάνο στην ταινία που να μην σου ανοίγει την όρεξη, ακόμα και οι γνωνίες λήψης που ο Πιλ επιλέγει, συχνά ανορθόδοξες, έχουν από μόνες τους ενδιαφέρον. Το μόνο ίσως πρόβλημα είναι η ανάγκη του σκηνοθέτη να εναποθέσει πάρα πολλούς φόρους τιμής στην ταινία του – από τις ταινίες τρόμου του Τζον Κάρπεντερ (προφανώς ένας από τους μεγάλους δασκάλους του Πιλ) μέχρι τα b movies επιστημονικής φαντασίας της δεκαετίας του 1950, από το γουέστερν και το οικογενειακό δράμα, ως τον ίδιο τον κόσμο του κινηματογράφου – ο κεντρικός ήρωας που υποδύεται ο αγαπημένος ηθοποιός του Πιλ, ο Ντάνιελ Καλούγια, είναι εκπαιδευτής αλόγων που εργάζεται σε οπτικοακουστικές παραγωγές.

Ολο αυτό το συνονθύλευμα ιδεών έχει ενδιαφέρον να το παρακολουθείς αποσπασματικά αλλά κατά κάποιο τρόπο δεν δένει ποτέ πλήρως ως ενιαίο σύνολο. Παρ’ όλ’ αυτά μια πρωτότυπη εμπειρία σε μια εποχή που χρειαζόμαστε πρωτότυπες εμπειρίες.

Βαθμολογία: 2 ½

—————————————————

«Οι Ροδακινιές του Αλκαράς» («Alcarràs», Ισπανία, 2022)

Κλασική περίπτωση ταινίας της οποίας το ίδιο το θέμα σε σκλαβώνει περισσότερο από την διαχείρισή του, οι βραβευμένες για αυτόν ακριβώς τον λόγο με την Χρυσή Αρκτο στο φεστιβάλ Βερολίνου «Ροδακινιές του Αλκαράς» κοιτάζουν την καθημερινότητα μιας οικογένειας ροδακινοπαραγωγών της Ισπανίας, αντιμετωπης με την χειρότερη κρίση της: ο καινούργος ιδιοκτήτης έχει αποφασίσει να πουλήσει τα χωράφια στα οποία αναμένεται να τοποθετηθούν φωτοβολταϊκά.

Καταγράφοντας στιγμές μικρών και μεγάλων εντάσεων ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, η Κάρλα Σιμόν αντιμετωπίζει με ευαισθησία αυτό το άκρως επίκαιρο θέμα, την παράδοση να βρίσκεται στην θέση του θύματος όπου θύτης είναι ο κυνισμός των νέων καιρών. Υπάρχουν πραγματικά σπαραξικάρδιες σκηνές στην ταινία, ιδίως σε ότι αφορά τον παπού της οικογένειας που ανήμπορος να βοηθήσει βλέπει τον γιο του να αντιμετωπίζει με οργή την αναπόφευκτη κατάρευση.

Όμως αυτό το πένθος διαρκείας μοιάζει από κάποια στιγμή να στερεύει από ιδέες και να εξαντλείται πέφτοντας στην παγίδα της επανάληψης ήδη ειπωμένων πραγμάτων.

Βαθμολογία: 2

—————————————————

Προβάλλεται επίσης η ταινία «After 4 Every Happy» («After ever happy», ΗΠΑ, 2022), ρομαντικό δράμα της Καμίλ Λαντόν με τους Ζοζεφίν Λάνγκφορντ, Χίροου Φάιν Τίφιν

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

«Στη φωλιά του κούκου» («One flew over the cuckoo’s nest», ΗΠΑ, 1975). Μυθικό εδώ και χρόνια δράμα του Χόλιγουντ, μια συνταραχτική μεταφορά του ομότιτλου μυθιστορήματος του Κεν Κέσεϊ με κεντρικό ήρωα έναν «επαναστάτη με αιτία», τον Ραντλ Π. Μακ Μέρφι (Τζακ Νίκολσον), έγκλειστο σε ψυχιατρικό ίδρυμα, όπου με τον αντικομφορμισμό και την δίψα του για ζωή, είναι ίσως το καλύτερο φάρμακο των ψυχασθενών που βρίσκονται στον ίδιο χώρο αλλά και ο μεγαλύτερος εχθρός του ιατρικού συστήματος που τους εξουσιάζει (με ηγετική μορφή μια αυστηρή προϊσταμένη νοσκόμα – Λουίζ Φλέτσερ).

Ενας πραγματικά υπέροχος ύμνος προς την μάχη κατά του κατεστημένου μέσα από την ιστορία ενός θεωρητικά «τρελού» που στην ουσία είναι ο πιο ευφυής ήρωας όλων της ταινίας γι’ αυτό και καταδικασμένος να αποτύχει. Η δεύτερη αμερικανική παραγωγή του Τσέχου Μίλος Φόρμαν θριάμβευσε στα Οσκαρ της χρονιάς της κερδίζοντας τα τέσσερα βασικά: ταινίας (παραγωγοί οι Σολ Ζεντς, Μάικλ Ντάγκλας), σκηνοθεσίας, Α ανδρικού ρόλου (Νίκολσον), Α γυναικείου ρόλου (Φλέτσερ) και διασκευασμένου σεναρίου Λόρεν Χόμπεν, Μπο Γκόλντμαν)

Βαθμολογία: 4

«Ο κ. Αρκάντιν» («Mr. Arkadin», Γαλλία/ Ισπανία/ Ελβετία, 1955, 93’). Η δομή του «Κυρίου Αρκάντιν» θυμίζει σε πολλά σημεία εκείνην της πρώτης ταινίας του Ορσον Γουέλς, του αριστουργηματικού «Πολίτη Κέιν», την οποία ο δημιουργός του ποτέ δεν ξεπέρασε: Ο εκκεντρικός εκατομμυριούχος Γκρεγκόρι Αρκάντιν (Γουέλς) αναθέτει σε έναν νεαρό τυχοδιώκτη (Ρόμπερτ Αρντεν) την «ανεύρεση» της μνήμης του, η οποία από το 1927 και πίσω αγνοείται. Στην έρευνα που ακολουθεί, ο «ντετέκτιβ» έρχεται σε επαφή με μια σειρά από αλλόκοτους τύπους στα πιο απίθανα μέρη του κόσμου (Νάπολη, Ζυρίχη, Κοπεγχάγη, Μεξικό). Αυτό είναι το ταξίδι του θεατή μέσα σε τούτη την παράξενη αλλά μαγνητική, χαοτική αλλά υποβλητική και φυσικά παρεξηγημένη ταινία, στην οποία ο κύριος Αρκάντι από την αρχή ως το τέλος, παραμένει ένα μεγάλο, πολύμορφο μα και χαρισματικό ερωτηματικό. Να σημειωθεί ότι ρόλο στην ταινία έχει και η Κατίνα Παξινού.

Βαθμολογία: 3

«Μαρκέτα Λαζάροβα» («Marketa Lazarova», Τσεχοσλοβακία, 1967). Κρατώντας το λάβαρο της σημαντικότερης ταινίας του τσέχικου κινηματογράφου (σύμφωνα με την ψηφοφορία του 1998 των κριτικών της Δημοκρατίας της Τσεχίας και της Σλοβακίας), αυτό το μνημειώδες ιστορικό φιλμ του Φράντισεκ Βλάτσιλ, προσαρμογή του ομότιτλου μυθιστορήματος του Βλάντισλαβ Βανκούρα (εκδόθηκε το 1931), αναφέρεται στην ιστορία της απαχθείσας κόρης ενός φεουδάρχη που θα γίνει ερωμένη ενός από τους απαγωγείς της. Ο ακαθόριστος, θαρρείς παραμυθένιος, μεσαιωνικός χρόνος στον οποίο η ιστορία λαμβάνει χώρα, η καθηλωτική ασπρόμαυρη φωτογραφία του Μπέτρικ Μπάτκα, ο άρτιος συνδυασμός ιστορικού δράματος με το θρησκευτικό στοιχείο (όπου κυριαρχει η σύγκρουση χριστιανισμού – παγανισμού), τα θαυμάσια σκηνικά που έστειλαν στον ουρανό το κόστος παραγωγής, ακόμα και ο εξαντλητικός χρόνος που χρειάστηκε ώστε η ταινία να ολοκληρωθεί, δημιούργησαν έναν μύθο γύρω της που είναι λόγος αρκετός για να την έχει κανείς υπόψη του, όσο κουραστική και αν δείχνει σήμερα, η διάρκεια των 162 λεπτών της.

Βαθμολογία: 3