Το διάγγελμα της 21ης Φεβρουαρίου με το οποίο ο πρόεδρος Πούτιν αναγνώρισε την «ανεξαρτησία» των δύο αποσχισμένων περιοχών του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ θα μείνει στην Ιστορία. Μερικές ώρες αργότερα ο Πούτιν εξαπέλυσε τη μεγαλύτερη στρατιωτική επίθεση που έχει λάβει χώρα στην Ευρώπη μετά το 1945.

Η απόφαση του Πούτιν αποτελεί κορύφωση της στρατηγικής του επιλογής να απονευρώσει την ευρω-ατλαντική δυναμική των φιλοδυτικών μετασοβιετικών Δημοκρατιών που βρέθηκαν εκτός ΝΑΤΟ μετά το 2004, μια στρατηγική που ξεκίνησε από την απόπειρα ανατροπής της φιλοαμερικανικής κυβέρνησης Γιούστσενκο το 2004, συνεχίστηκε με τη συλλογική – διά του CSTO – αλλά και τη μονομερή ανάσχεση των λεγόμενων «πολύχρωμων επαναστάσεων» και στρατιωτικοποιήθηκε κατά της Γεωργίας το 2008, της Ουκρανίας το 2014 και πιο πρόσφατα της καζακστανικής αντιπολίτευσης τον Ιανουάριο του 2022.

Η στρατηγική του Πούτιν πάντοτε θεωρούσε την αναστήλωση της ρωσικής ηγεμονίας επί του ευρύτερου μετασοβιετικού χώρου του ρωσικού «εγγύς εξωτερικού» ως προϋπόθεση για την επάνοδο της Ρωσίας ως Μεγάλης Δύναμης διεθνώς, τουλάχιστον στις άμεσες περιφέρειες της Ευρασίας, όπου διακυβεύονται ζωτικά της συμφέροντα. Η άμεση στρατιωτική επέμβαση της Μόσχας στη Συρία το 2015 και η έμμεση επέμβασή της στη Λιβύη το 2019 ακολούθησαν την ανάδειξη της Ρωσίας ως κυρίαρχης στρατιωτικής δύναμης στην Κεντρική Ασία, στην Κασπία και στον Εύξεινο Πόντο.

Τα τετελεσμένα του 2014 διασφάλιζαν για τη Ρωσία το ότι η Ουκρανία δεν θα μπορέσει να καταστεί μέλος του ΝΑΤΟ για το άμεσο, αν όχι για το ορατό, μέλλον. Ο γερμανός καγκελάριος το είπε αυτό ξεκάθαρα πολλαπλές φορές σε μια προσπάθεια να αποτρέψει τη σημερινή κλιμάκωση. Ωστόσο ο Πούτιν δεν είχε καμία πρόθεση να διαπραγματευτεί.

Εθετε όρους που ισοδυναμούσαν με τη δέσμευση του επ’ αόριστον αποκλεισμού της Ουκρανίας από το ΝΑΤΟ και την απαγόρευση ανάπτυξης πολλαπλών τύπων οπλισμών σε εδάφη κρατών της Συμμαχίας που συνορεύουν με τη Ρωσία. Ο Πούτιν ήξερε εξαρχής ότι κανένας δυτικός ηγέτης δεν μπορούσε να δεχθεί αυτούς τους όρους, ακόμη και εκείνοι που τον Απρίλιο του 2008 μπλόκαραν στο Βουκουρέστι την ενταξιακή προοπτική της Ουκρανίας και της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ.

Η απόφασή του να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία του «ρωσικού» Ντονμπάς σηματοδοτεί το πέρασμα του Ρουβίκωνα. Ο Πούτιν δεν συγκέντρωσε μέσα σε λιγότερο από τρεις μήνες σχεδόν 200.000 στρατεύματα περιμετρικά (αλλά και εντός) της Ουκρανίας για να περιορίσει τις επιδιώξεις του στην αναγνώριση των «κεκτημένων» του 2014 από τον ίδιο.

Μετρά προσεκτικά τις αντιδράσεις ΕΕ, ΝΑΤΟ και ΗΠΑ και των συμμάχων που διαθέτει στο εσωτερικό και των τριών, γνωρίζοντας ότι μπορεί να τους διαιρέσει όπως ακριβώς έκανε και το 2014, εκμεταλλευόμενος τον διαφορετικό βαθμό της τρωτότητάς τους στη διακοπή των εμπορικών (και πρωτίστως) ενεργειακών τους σχέσεων με Μόσχα. Ηδη ο τούρκος πρόεδρος αντιτάχθηκε ανοικτά στο ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων κατά της Ρωσίας για αυτό που ο πρόεδρος Μπάιντεν χαρακτήρισε ως την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.

Ο Πούτιν γνωρίζει ότι έχει στρατιωτικό πλεονέκτημα, αλλά μια παρατεταμένη αιματοχυσία θα δηλητηριάσει στο διηνεκές τις ρωσο-ουκρανικές σχέσεις ακόμη και μεταξύ των φιλορώσων ουκρανών πολιτών, που θα εξακολουθούν να αποτελούν την πληθυσμιακή πλειοψηφία των περιοχών της Ουκρανίας που θα «κατακτηθούν» από τη Ρωσία στο ενδεχόμενο στρατιωτικής της επικράτησης στον υπό εξέλιξη τρίτο γύρο του ουκρανικού διαμελισμού.

Εάν υπάρξουν εκατόμβες νεκρών, θα υπάρξουν χιλιάδες εθελοντές για την ένοπλη ουκρανική αντίσταση που θα ακολουθήσει της ρωσικής στρατιωτικής επικράτησης και ο Πούτιν δεν θα θέλει να συνεχίζει να πολεμάει έναν ανταρτοπόλεμο για δεκαετίες.

Η Ρωσία δεν έχει ακόμη κινητοποιήσει έναν τέτοιο αριθμό συμβατικών δυνάμεων για να καταλάβει όλη την Ουκρανία. Συνεπώς η πιθανότερη στρατηγική επιλογή του Πουτιν θα ομοιάζει με αυτή της «σαλαμοποίησης», που θα του επιτρέψει να εξαπολύσει και να κερδίσει έναν ρωσικό blitzkrieg τοπικά με τη μικρότερη δυνατή αντίσταση και τα λιγότερα δυνατά θύματα, ακόμη και εάν επιτεθεί σε πολλαπλά μέτωπα για να διασπάσει τις ουκρανικές δυνάμεις που είναι αυτή τη στιγμή συγκεντρωμένες στην Ανατολική Ουκρανία.

Η αντίδραση της Δύσης θα εξαρτηθεί από το πόσο διευρυμένη θα είναι η τοπικότητα της ενδεχόμενης ρωσικής επίθεσης. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια τα γεωγραφικά όρια μέσα στα οποία θα κινηθούν αυτή τη φορά οι ρωσικές δυνάμεις. Θα επιδιώξει ο Πούτιν να καταλάβει και τα υπόλοιπα 2/3 των επαρχιών του Ντονμπάς, συμπεριλαμβανομένης της Μαριούπολης; Θα επιδιώξει να καταλάβει όλη την Αζοφική Θάλασσα ενώνοντας την Κριμαϊκή με το Ντονμπάς; Θα πάει να καταλάβει όλη την Ανατολική Ουκρανία ανατολικά του Δνείπερου;

Ακόμη και εάν η Ρωσία χάσει το σύνολο των ευρωπαϊκών της εξαγωγών σε φυσικό αέριο, όσο δεν επηρεάζεται η εξαγωγή αργού πετρελαίου και προϊόντων από τις πολεμικές της επιχειρήσεις στην Ουκρανία, το οικονομικό πλήγμα για τη Μόσχα θα είναι σοβαρό αλλά όχι παραλυτικό. Η μόνη περίπτωση να συμβεί κάτι τέτοιο θα ήταν εάν η Δύση ενωθεί και θέσει το σύνολο της ρωσικής οικονομίας εκτός του συστήματος διατραπεζικών συναλλαγών, πράγμα σχεδόν απίθανο. Αν και η Ρωσία, με τη βοήθεια Κίνας και Ελβετίας, έχει αναπτύξει εναλλακτικά συστήματα του SWIFT, το ενδεχόμενο ενός έμμεσου μποϊκοτάζ – έστω για μερικούς μήνες – στις ρωσικές πετρελαϊκές εξαγωγές προς την Ευρώπη συνηγορεί υπέρ ενός περιορισμένου γεωγραφικά ρωσικού blitzkrieg.

*Ο κ. Θεόδωρος Τσακίρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Γεωπολιτικής & Ενεργειακής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.