Το 2022 στην Ελλάδα θα συμπέσει, μεταξύ των άλλων, με την εφαρμογή, για πρώτη φορά στη χώρα μας, της κεφαλαιοποίησης των ατομικών λογαριασμών της επικουρικής ασφάλισης, η οποία, σύμφωνα με την έρευνα, την ιστορική γνώση και την εμπειρία, θα επιβαρύνει τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας μας από το υψηλό κόστος μετάβασης (78 δισ. ευρώ), θα επιφέρει στη νέα γενιά μείωση των κεφαλαιοποιητικών επικουρικών συντάξεων και θα προκαλέσει αύξηση των οικονομικών, των κοινωνικών και των έμφυλων ανισοτήτων. Από την άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθεί ότι ιστορικά από το 1981 μέχρι το 2014 τριάντα χώρες σε διεθνές επίπεδο επιχείρησαν να κεφαλαιοποιήσουν και να ιδιωτικοποιήσουν τη δημόσια υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση αναδιανεμητικού χαρακτήρα, περιορίζοντας την κοινωνική αλληλεγγύη και διευρύνοντας τους ατομικούς λογαριασμούς και την ατομική ευθύνη. Ομως, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, μέχρι το 2018 δεκαοκτώ από τις προαναφερόμενες τριάντα χώρες, εξαιτίας του υψηλού κόστους μετάβασης, της μείωσης των κεφαλαιοποιητικών συντάξεων, του υψηλού κόστους διαχείρισης κ.λπ., εγκατέλειψαν το πείραμα της κεφαλαιοποίησης της κοινωνικής ασφάλισης και επανήλθαν στο δημόσιο αναδιανεμητικό σύστημα της αλληλεγγύης των γενεών, έχοντας επιφορτίσει τις αντίστοιχες χώρες, τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους με σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Με άλλα λόγια, αποδεικνύεται τόσο από την έρευνα όσο και από την πραγματικότητα ότι ο περιορισμός του αναδιανεμητικού χαρακτήρα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, σε όφελος της διεύρυνσης της κεφαλαιοποίησης των ατομικών λογαριασμών, προκαλεί, μεταξύ των άλλων, αύξηση των κοινωνικών, των έμφυλων και των οικονομικών ανισοτήτων. Η διαπίστωση αυτή προκύπτει και από πρόσφατες έρευνες όπως της Mercer & CFA Institute (Mercer CFA Institute Global Pension Index).

Η συγκεκριμένη έκθεση κατατάσσει τα συνταξιοδοτικά συστήματα των χωρών λαμβάνοντας υπ’ όψιν τρεις παραμέτρους: την επάρκεια, τη μακροχρόνια βιωσιμότητα, την εποπτεία και την ορθή διακυβέρνηση.

Στις πρώτες θέσεις της κατάταξης βρίσκονται χώρες με ισχυρά κεφαλαιοποιητικά στοιχεία, με περιορισμένη σημαντικά τη δημόσια κοινωνική ασφάλιση, όπου επισημαίνονται μεγάλες ανισότητες στις συνταξιοδοτικές παροχές μεταξύ ανδρών και γυναικών.

Πράγματι, εμφανίζονται οι χώρες με ισχυρά κεφαλαιοποιητικά στοιχεία και περιορισμό της κοινωνικής ασφάλισης να παρουσιάζουν και τις μεγαλύτερες ανισότητες μεταξύ ανδρών και γυναικών (υψηλότερο επίπεδο από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ). Η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο, ενώ είναι η χώρα που μελλοντικά θα παρουσιάσει τις μικρότερες ανισότητες. Και αυτό γιατί οι συγκεκριμένες έρευνες έχουν εκπονηθεί πριν από την ψήφιση του Ν. 4826/2021 για την κεφαλαιοποίηση των ατομικών λογαριασμών της επικουρικής ασφάλισης, όπου το συνταξιοδοτικό σύστημα παρουσίαζε έντονα στοιχεία αναδιανεμητικού χαρακτήρα.

Ομως χώρες όπως η Αυστραλία, οι ΗΠΑ, η Ισλανδία, ο Καναδάς, η Νέα Ζηλανδία και κυρίως η Σουηδία, η οποία παρουσιάζεται ως το παράδειγμα που ακολουθεί η χώρα μας με την κεφαλαιοποίηση των ατομικών λογαριασμών της επικουρικής ασφάλισης, θα παρουσιάσουν μελλοντικά τις μεγαλύτερες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες στα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών. Και αυτό οφείλεται, όπως επισημαίνει η έκθεση του ΟΟΣΑ, στο γεγονός ότι το ασφαλιστικό σύστημα της Σουηδίας παρουσιάζει μόνο κεφαλαιοποιητικά στοιχεία (νοητή κεφαλαιοποίηση και πλήρης κεφαλαιοποίηση) με αυτόματους μηχανισμούς χρηματοοικονομικής σταθεροποίησης, αλλά χωρίς κανέναν μηχανισμό που να προστατεύει την επάρκεια του επιπέδου των συντάξεων. Παρόμοια συστήματα έχουν η Φινλανδία, η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο και οι ΗΠΑ, δηλαδή χωρίς την ύπαρξη ενός μηχανισμού που να λαμβάνει υπ’ όψιν την επάρκεια των συντάξεων (OECD Pension at a Glance 2021, pg. 104).

Επιπλέον, οι ανισότητες αυτές οξύνονται από την απομάκρυνση των συνταξιοδοτικών συστημάτων από την κοινωνική ασφάλιση αναδιανεμητικού χαρακτήρα στην εξατομικευμένη κεφαλαιοποιητική ασφάλιση, οι οποίες, όπως προκύπτει από την έρευνα και την πραγματικότητα, είναι εγγενείς στα κεφαλαιοποιητικά συνταξιοδοτικά συστήματα. Συγκεκριμένα, οι γυναίκες λαμβάνουν συστηματικά μικρότερες συντάξεις από τους άνδρες. Και αυτό επειδή κατά μέσο όρο ζουν περισσότερο από τους άνδρες, λαμβάνοντας μικρότερες αποδοχές από τους άνδρες (15% OECD 2021), εργάζονται περισσότερο χρόνο σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης και έχουν μεγαλύτερα κενά εργασίας λόγω της μητρότητας.

Επίσης, κοινωνικές ανισότητες προκύπτουν και από το γεγονός ότι οι φτωχότεροι πληθυσμοί με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα χρηματοδοτούν ουσιαστικά τους πλουσιότερους πληθυσμούς, δεδομένου ότι οι πλουσιότεροι πληθυσμοί έχουν καλύτερη υγεία και ζουν κατά μέσο όρο περισσότερα χρόνια από το προσδόκιμο ζωής, σε αντίθεση με τους φτωχότερους που ζουν κατά μέσο όρο λιγότερα χρόνια από το προσδόκιμο ζωής. Επίσης ανισότητες προκύπτουν και από την αύξηση στο παρόν και στο μέλλον όλων των ευέλικτων μορφών (αμοιβές, χρόνος εργασίας, συμβάσεις εργασίας, απασχόληση, εργασιακές σχέσεις κ.λπ.) στην αγορά εργασίας καθώς και από τη σταδιακή μετατόπιση από την εργασιακή ασφάλεια στην εργασιακή ανασφάλεια και αβεβαιότητα. Κατά συνέπεια, το συμπέρασμα που προκύπτει από την εκ των υστέρων (ex post) έρευνα αξιολόγησης των ασκούμενων πολιτικών κεφαλαιοποίησης της κοινωνικής ασφάλισης είναι ότι η διακηρυσσόμενη επιδίωξη της μακροχρόνιας χρηματοοικονομικής ισορροπίας των συνταξιοδοτικών συστημάτων, της αντιμετώπισης του δημογραφικού προβλήματος (γήρανση του πληθυσμού), της επάρκειας των συντάξεων κ.λπ. δεν επαληθεύεται τόσο λόγω της δημιουργίας σοβαρών και πολλαπλών ανισοτήτων όσο και εξαιτίας της επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου των συνταξιούχων.

Ο κ. Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι
ομότιμος καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου και ο κ. Βασίλειος
Γ. Μπέτσης δρ Παντείου Πανεπιστημίου.