Εχει κανείς την αίσθηση πως έχουν γραφτεί τα πάντα σχεδόν για τη μεταρρύθμιση στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Δέχτηκα όμως να συμμετάσχω στην επιστημονική επιτροπή που συνέστησε το Ιδρυμα Μποδοσάκη για το ελληνικό πανεπιστήμιο και αυτό γιατί εντάσσεται σε μια ευρύτερη και σημαντική πρωτοβουλία που ανέλαβε για τη σύνταξη ολοκληρωμένων Σχεδίων Δράσης σε τέσσερις κρίσιμους τομείς για τη χώρα, με ορίζοντα το έτος 2030. Και, επίσης, γιατί η προσπάθεια βελτιώσεων και μεταρρυθμίσεων δεν πρέπει να σταματά όσα εμπόδια και να συναντάει μπροστά της.
Νομίζω πως ελάχιστοι γνώστες της ανώτατης παιδείας στην Ελλάδα θα διαφωνούσαν με τον χαρακτηρισμό πως το ελληνικό πανεπιστήμιο δεν είναι στο σημείο που θα έπρεπε να βρίσκεται και που θα επιθυμούσαμε όλοι μας να είναι. Οι λόγοι είναι πολλοί και δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε σ’ αυτούς. Θα πρόσθετα μόνο πως ακόμα και αν είχαν γίνει οι απαραίτητες αλλαγές μέσα στα προηγούμενα χρόνια, πάλι θα είχαμε την ανάγκη για μεγάλες ρηξικέλευθες αλλαγές, και αυτό γιατί οι εξελίξεις και οι αλλαγές παγκόσμια είναι ραγδαίες, τόσο πολύ που ακόμα και αν αλλάζεις συνεχώς έχεις την αίσθηση πως μένεις πίσω. Στη δική μας περίπτωση όμως το θέμα είναι πως οι αλλαγές είτε αναβάλλονται συνεχώς είτε, όταν γίνονται, ανατρέπονται λίγο αφότου εφαρμοστούν. Εχει κανείς την αίσθηση μιας ακινησίας, ενός τέλματος που βολεύει τους περισσότερους εμπλεκομένους, αλλά που είναι επικίνδυνη. Είναι λιγάκι σαν τη μακάρια Ελλάδα του 2008.
Οι προτάσεις που προτείνει η επιτροπή είναι σε γενικές γραμμές αυτονόητες και ακολουθούν διεθνείς πρακτικές. Αναπτύσσονται πάνω σε τρεις άξονες. Ο πρώτος είναι η αποτελεσματικότητα. Το πανεπιστήμιο πρέπει να παράγει καλύτερη έρευνα και καλύτερη διδασκαλία από αυτήν που παράγει τώρα. Από αυτό εξαρτάται σε πολύ σημαντικό βαθμό η μελλοντική ευημερία της χώρας. Δίχως αυτό, κινδυνεύουμε να μείνουμε πίσω, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ο δεύτερος άξονας είναι η αυτονομία. Σε μεγάλο βαθμό, το ελληνικό πανεπιστήμιο, που όπως κάθε πανεπιστήμιο είναι εξαιρετικά ετερογενές, λειτουργεί ετερόφωτα. Πάρα πολλά πράγματα καθορίζονται στο επίπεδο του υπουργείου Παιδείας, όχι στο επίπεδο των Ιδρυμάτων. Αυτό μπορεί να έχει αρχίσει να αλλάζει δειλά-δειλά, όπως είδαμε στο ζήτημα του καθορισμού κάποιων βάσεων εισαγωγής, αλλά πρέπει να γίνει πολύ πιο δυναμικά. Και αυτό γιατί κάθε Ιδρυμα έχει τις ιδιαιτερότητές του και επομένως διαφορετικές ανάγκες. Πρέπει επίσης να έχει τη δική του, ξεχωριστή στόχευση, πράγμα που σήμερα είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι εντελώς αδύνατο. Λέξεις όπως ευελιξία, στρατηγικός σχεδιασμός, ρίσκο, νέες πηγές χρηματοδότησης είναι εν πολλοίς άγνωστες.
Ο τρίτος, τέλος, άξονας είναι η λογοδοσία που είναι η άλλη πλευρά του νομίσματος της αυτονομίας. Η λογοδοσία πρέπει να λειτουργεί στη βάση των κινήτρων. Ιδρύματα που προχωρούν με επιτυχία πρέπει να επιβραβεύονται με επιπλέον πόρους, ενώ όσα δυσκολεύονται να υποβοηθούνται για να καλύψουν τη διαφορά ή, αν αυτό είναι αδύνατο, να κλείνουν. Κάτι τέτοιο απαιτεί σοβαρή, ουσιαστική αξιολόγηση. Αυτό που σίγουρα δεν πρέπει να κάνει η λογοδοσία είναι να προσθέσει μια επιπλέον γραφειοκρατική τροχοπέδη στις ήδη υπάρχουσες. Δεν θα αναφερθώ εδώ στην τραγική πρακτική που ισχύει ως προς τον λογιστικό έλεγχο των ερευνητικών κονδυλίων και που δημιουργεί τεράστια προβλήματα στους έλληνες ερευνητές.
Ολα αυτά είναι σημαντικά αλλά συγχρόνως αρκετά αφηρημένα για κάποιον που δεν έχει άμεση σχέση με το πανεπιστήμιο. Εχοντας το προνόμιο να έχω εργαστεί σε ορισμένα από τα σπουδαιότερα πανεπιστήμια του εξωτερικού για σχεδόν τριάντα χρόνια, θα δώσω ένα παράδειγμα που δεν συνηθίζεται και αφορά την κουλτούρα του πανεπιστημίου, που αντανακλά την ποιότητά του και μας λέει πολλά για την αξία του.
Δυστυχώς το ελληνικό πανεπιστήμιο κυριαρχείται από μια κουλτούρα που συχνά παρουσιάζει στοιχεία έντονης αδιαφάνειας, υπέρμετρης ιεραρχίας, ιδεοληψίας, νεποτισμού και παρεοκρατίας, πελατειασμού και κομματισμού, κυνισμού και καχυποψίας. Επιπλέον, το καθημερινό ακαδημαϊκό περιβάλλον διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Ο συνεργατικός τρόπος μάθησης προϋποθέτει ένα περιβάλλον που ευνοεί την ελεύθερη ανταλλαγή ιδεών, τον διάλογο, την αγαστή συνεργασία, τη συναναστροφή και τη συνεχή, ελεύθερη και ανοιχτή επικοινωνία. Αυτό προϋποθέτει κατάλληλες πανεπιστημιουπόλεις και ασφαλή πανεπιστημιακά κτίρια για να μπορούν να δέχονται τους φοιτητές και το ακαδημαϊκό προσωπικό όλες τις ώρες της ημέρας και της νύχτας στις βιβλιοθήκες και στα εργαστήρια, έτσι ώστε φοιτητές και καθηγητές/ερευνητές να μπορούν να συναντώνται, να είναι δημιουργικοί και να αλληλεπιδρούν αυθόρμητα και εκτός ιεραρχικών σχέσεων, σε ένα ευχάριστο και ήρεμο ακαδημαϊκό και εργασιακό περιβάλλον, χωρίς κινδύνους από άσκηση βίας ή από παρεμβάσεις τρίτων.
Σε αντίθεση, το ελληνικό πανεπιστήμιο είναι, ως χώρος, αφιλόξενο. Η γενική εικόνα του είναι εκείνη της εγκατάλειψης: η συχνά κακή ποιότητα υποδομών, η έλλειψη λειτουργικότητας, η απουσία αισθητικής, μετατρέπουν τα πανεπιστήμια σε έναν «διαμετακομιστικό σταθμό», ένα απρόσωπο πέρασμα που δεν αγγίζει ούτε τον νου ούτε την ψυχή. Οι φοιτητές παραμένουν στο πανεπιστήμιο τόσο όσο είναι αναγκαίο, ενώ προτιμούν χώρους έξω από τους πανεπιστημιακούς χώρους για να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, να ψυχαγωγηθούν, να αθληθούν. Μέσα στο πανεπιστήμιο δεν υπάρχει πρόβλεψη για χρήση υποδομών από φοιτητές προκειμένου αυτοί να καλύψουν στενά μαθησιακές ανάγκες τους, αλλά και επικοινωνιακές και ευρύτερα κοινωνικές και ψυχαγωγικές. Τα Σαββατοκύριακα και τις γιορτές το πανεπιστήμιο παραμένει κλειστό για μεγάλα χρονικά διαστήματα (π.χ. το καλοκαίρι), κλειστή παραμένει ακόμα και η βιβλιοθήκη, με αποτέλεσμα το πανεπιστήμιο να νεκρώνει και οι υπάρχουσες υποδομές να παραμένουν ανεκμετάλλευτες.
Είναι προφανές το πως όλα αυτά υπονομεύουν την έρευνα με τρόπο που δεν επηρεάζεται άμεσα από τις ως τώρα μεταρρυθμίσεις, και αυτό έχει συμβάλει στην εμπέδωση του κυνικού αισθήματος πως τίποτα δεν αλλάζει, αφού μάλιστα οι μεταρρυθμίσεις ανατρέπονται όχι μόνο με κυβερνητικές αλλαγές αλλά και με απλούς ανασχηματισμούς και αλλαγές στους υπουργικούς θώκους! Η αλλαγή σκηνικού απαιτεί όχι μόνο θέληση αλλά και φαντασία. Η συμπερίληψη της κουλτούρας ενός πανεπιστημίου στην αξιολόγησή του, για παράδειγμα, είναι ένα βήμα προς την αλλαγή της.
Ελπίζω η πρωτοβουλία του Ιδρύματος Μποδοσάκη να ενεργοποιήσει περισσότερο όσους εμπλέκονται με μικρό ή μεγάλο τρόπο στο ελληνικό πανεπιστήμιο έτσι ώστε να κινηθούν, ατομικά και συλλογικά, στην κατεύθυνση των αλλαγών που χρειαζόμαστε όσο ποτέ άλλοτε.
*Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.