Το νήμα της νέας μεγάλης παραγωγής του Mega «Κομάντα και δράκοι» άρχισε να ξετυλίγεται. Μαζί με τους τηλεθεατές στο φανταστικό «Καλοχώρι» εγκαταστάθηκε και ο Βασίλης Γιαννούλης, κατά κόσμον Βασίλης Μπισμπίκης. Πήρε μετάθεση στην Κρήτη ως αστυνομικός με στόχο να περάσει περισσότερο ποιοτικό χρόνο με τα τρία του παιδιά, μετά τον θάνατο της γυναίκας του, σε ένα ήσυχο μέρος. Ή τουλάχιστον αυτό νόμιζε…

Πρωταγωνιστείτε στα «Κομάντα και Δράκοι». Μια ιδιαίτερη σειρά του Θοδωρή Παπαδουλάκη. Τι σας κέντρισε το ενδιαφέρον σε αυτή τη σειρά;

«Σε κάθε δουλειά το πρώτο πράγμα που κοιτάζω είναι η συνεργασία. Με τον Θοδωρή είχαμε ξανασυνεργαστεί στη «Λέξη που δεν λες» πριν από πέντε χρόνια. Ξέρω το πόσο δημιουργικός και πόσο καλός είναι στη δουλειά του, το κλίμα που φτιάχνει, τους συνεργάτες που επιλέγει. Οπότε ήξερα ότι θα μπορώ να γίνω και εγώ συνδημιουργός και να δώσω το 100% των ικανοτήτων μου σε μια δουλειά που το κάθε επεισόδιο γυρίζεται σε 8 μέρες, οπότε υπάρχουν το περιθώριο και ο χρόνος να γίνει μια πιο σωστή και πιο δημιουργική δουλειά. Ενα άλλο κομμάτι είναι η Κρήτη. Νιώθω σαν να βρίσκω την ψυχή μου εκεί. Το τρίτο στοιχείο είναι το σενάριο. Είναι πολύ ιδιαίτερο, που δεν έχει ξαναγίνει στην ελληνική τηλεόραση: παιδιά με ιδιαίτερες δυνάμεις. Δύσκολα πράγματα για την ελληνική πραγματικότητα της τηλεόρασης».

Υποδύεστε και εδώ έναν αστυνομικό. Ο Βασίλης Γιαννούλης θα είναι πιο συμπαθής στο κοινό από τον Μάνο Βόσκαρη;

«Ο Μάνος δεν ήταν συμπαθής, αλλά το κοινό τον μίσησε και τον αγάπησε ταυτόχρονα. Ο Βασίλης είναι ένας καλός ήρωας. Εχει χάσει τη γυναίκα του, έχει τρία παιδιά, αποφασίζει να φύγει από την πόλη για να έχει περισσότερο ποιοτικό χρόνο μαζί τους και να τα γνωρίσει λίγο καλύτερα σε ένα ήσυχο μέρος. Στο Καλοχώρι πηγαίνει ως διοικητής του αστυνομικού τμήματος. Εκεί προκύπτουν διάφορα θέματα που τον αποσπούν από τον αρχικό του στόχο. Στην πορεία θα κάνει πολλά, αλλά για το καλό όλων».

Πώς είναι η συνεργασία με τα «κομάντα»;

«Είναι τέλεια. Μου αρέσει πάρα πολύ να παίζω με παιδιά. Εχω μια ιδιαίτερη σχέση μαζί τους. Τα αγαπώ πολύ. Εχουν έναν αυθορμητισμό, είναι παρορμητικά, είναι απρόβλεπτα στις σκηνές και μου αρέσει πολύ, μου δίνει και εμένα ζωή. Το γύρισμα είναι υπέροχο μαζί τους».

Πώς σας φαίνεται η επιστροφή του Mega στη μυθοπλασία;

«Κάνει πολύ καλά το Mega που επιχειρεί και προωθεί τη μυθοπλασία και απ’ ό,τι καταλαβαίνω το στοίχημα βγαίνει, γιατί, εντάξει, «πήξαμε» στο ριάλιτι. Απ’ ό,τι φάνηκε και τα προηγούμενα χρόνια, με τις «Αγριες μέλισσες», η μυθοπλασία μπορεί να κερδίσει όλα αυτά τα προγράμματα. Αυτό μας δίνει θάρρος και ελπίδα ότι στο μέλλον θα φτιάξουμε τις συνθήκες ώστε να κάνουμε ακόμα καλύτερα και ποιοτικά σίριαλ».

Τι σας λείπει από την ελληνική τηλεόραση;

«Ενα σίριαλ που θα γινόταν στο κέντρο της Αθήνας και που θα βλέπαμε, χωρίς καμιά ωραιοποίηση της κατάστασης, μια πραγματικότητα πιο luben. Γενικά θα πρέπει λίγο να φύγουμε από αυτόν τον συντηρητισμό που υπάρχει στην τηλεόραση. Αυτό που δεν μπορούμε να μιλήσουμε και να φερθούμε όπως γίνεται στην καθημερινότητά μας. Πλέον περιορίζεται η αληθοφάνεια στην τηλεόραση».

Ζούμε σε μια συντηρητική κοινωνία;

«Political correct θα έλεγα. Νομίζω ότι το έχουμε παρακάνει λίγο με αυτή την ιστορία».

Υπάρχουν γύρω μας κομάντα και δράκοι σήμερα;

«Προφανώς. Και σε πιο ακραίες μορφές από αυτές που θα παρουσιάσουμε εμείς. Η ζωή μάς ξεπερνάει. Το είδαμε να συμβαίνει τη χρονιά που μας πέρασε. Οταν εγώ υποδυόμουν έναν βιαστή που τα θύματά του βρήκαν το θάρρος και τον πήγαν στο δικαστήριο και την ίδια περίοδο ξέσπασε το ελληνικό #ΜeΤoo. Ηταν λίγο περίεργο αυτό».

Πώς διαχειριστήκατε το όλο θέμα;

«Θεωρώ ότι έγινε ένα βήμα πολύ μεγάλο. Ημουν λίγο επιφυλακτικός γιατί δεν ήθελα να αναλωθεί μόνο στο κίτρινο κουτσομπολιό, που με έναν τρόπο έγινε και νομίζω ότι αυτό έκανε κακό στην όλη ιστορία. Επίσης οι καταγγελίες περιορίστηκαν μόνο στον δικό μας χώρο, σαν αυτό το κολαστήριο να ήταν μόνο μέσα στην τέχνη του θεάτρου, πουθενά αλλού».

Θεωρείται ότι θα έχει αντίκτυπο στο θέατρο;

«Ελπίζω να φοβηθούν κάποιοι άνθρωποι, να μην είναι τόσο άνετοι, να πάρουν ένα μάθημα και να μαζευτούν. Ελπίζω, δεν ξέρω αν θα γίνει».

Ο αντίκτυπος της πανδημίας ποιος θα είναι; Ανοίγετε ξανά ύστερα από δύο σεζόν.

«Ελπίζουμε να λειτουργήσουμε εφέτος. Εχουν βγάλει κάποια μέτρα, αλλά κατά τη γνώμη μου πετάνε το μπαλάκι στους επιχειρηματίες και στους παραγωγούς, ώστε να αποφασίσουν εκείνοι πώς θα λειτουργήσουν. Επρεπε η κυβέρνηση να έχει μια πιο ξεκάθαρη θέση σε αυτό το θέμα. Προφανώς και ένα θέατρο δεν θα μπορεί να λειτουργήσει με 50% πληρότητα, ειδικά ένα μικρό, άρα αυτόματα και εσύ παίρνεις θέση πολιτική. Με έναν τρόπο αυτό μπορεί να θρέψει τον διχασμό που υπάρχει αυτή τη στιγμή στην κοινωνία σε σχέση με το εμβόλιο. Νομίζω ότι πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία. Είμαι υπέρ του εμβολίου, το έχω κάνει, αλλά ο τρόπος που προσπαθούν να πείσουν τους ανθρώπους να το κάνουν δεν νομίζω ότι είναι σωστός. Οπως και ο διαχωρισμός εμβολιασμένων – ανεμβολίαστων. Δεν είναι όλοι ψεκασμένοι. Είναι πολλοί οι λόγοι».

Πώς κρίνετε τα μέτρα στήριξης του δικού σας κλάδου όλο αυτό το διάστημα της πανδημίας;

«Ηταν ανύπαρκτα».

Στην Ελλάδα οι καλλιτέχνες θεωρούνται πολίτες δεύτερης κατηγορίας;

«Ετσι φάνηκε για αυτή την κυβέρνηση. Δεν ξέρω, ίσως να μην τους ενδιέφερε και τόσο πολύ αυτό το κομμάτι της κοινωνίας. Δεν ξέρω πώς σκέφτονται. Τώρα, νομίζω, ξεκίνησαν να δίνουν κάποιες επιχορηγήσεις για κενές θέσεις στα θέατρα που όμως αντιστοιχούν στον περυσινό Σεπτέμβρη. Εγώ, ως επιχειρηματίας, ενάμιση χρόνο που είμαι κλειστός δεν έχω πάρει ούτε ένα ευρώ».

Τώρα ετοιμάζεστε να ανεβάσετε τα πολυαναμενόμενα «Κόκκινα φανάρια».

«Ξεκινάμε στις 8 Οκτώβρη με το «Ανθρωποι και ποντίκια» και ελπίζω τέλη Νοεμβρίου, επειδή ξαναφτιάχνουμε από την αρχή τη σκηνή, να ανέβουν και τα «Κόκκινα φανάρια». Εχουμε μετακομίσει από τον Ελαιώνα σε ένα μηχανουργείο στου Ρέντη, έναν χώρο 1.500 τ.μ. όπου θα στήσουμε και τις δύο σκηνές. Θα κάνουμε ένα εναλλασσόμενο ρεπερτόριο όπως γίνεται στη Γερμανία».

Η σειρά «Κομάντα και δράκοι» θα προβάλλεται κάθε Κυριακή στις 22.30, στο Mega.