Ενώπιον του 12ου τακτικού ανακριτή αναμένεται να απολογηθεί σήμερα ο 40χρονος, ο οποίος δολοφόνησε την 32χρονη σύζυγό του, την περασμένη Παρασκευή, στο διαμέρισμα όπου διέμεναν στη Δάφνη.

Κατηγορείται για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση ενώ σε βάρος του έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για τα πλημμελήματα της παράνομης οπλοφορίας-οπλοχρησίας.

Ο 40χρονος, που ενημέρωσε ο ίδιος την αστυνομία για την πράξη του,  ομολόγησε το έγκλημα του προανακριτικά, παραθέτοντας ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.

Της έκλεισα το στόμα γιατί φώναζε και την κάρφωσα

Από τα όσα είπε προκύπτει πόσο  φοβόταν η 31χρονη, η οποία έφτανε το σημείο να κλειδώνει τις πόρτες των δωματίων, καθώς πολλές φορές γινόταν επιθετικός, με αποτέλεσμα η άτυχη γυναίκα να φτάνει στο σημείο να πηγαίνει στο δωμάτιο του παιδιού τους, για να κοιμηθεί, κλειδώνοντας την πόρτα.

Από την περιγραφή της στιγμής του εγκλήματος φαίνεται, μάλιστα, ότι η γυναίκα προσπάθησε να γλιτώσει τη ζωή της, αλλά ο 40χρόνος χρησιμοποίησε τη δύναμή του, για να την ακινητοποιήσει και να τη μαχαιρώσει στο λαιμό.

«[…] Πήγα στην κουζίνα πήρα ένα μαχαίρι από το συρτάρι ένα μεγάλο καφέ που είχαμε και πήγα στο δωμάτιο. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη, καθώς όπως μου είχε πει ο πεθερός μου πριν από 15 ημέρες, είχε σκεφτεί και είχε βγάλει τα κλειδιά από τις πόρτες, για να μην μπορεί να ξανακλειδωθεί μέσα.

Όταν μπήκα στο δωμάτιό της, κοιμόταν ανάσκελα και όρμηξα πάνω της. Την κάρφωσα με τη μύτη του μαχαιριού μία φορά στο λαιμό. Θυμάμαι ότι ξύπνησε και άρχισε να φωνάζει και τότε εγώ της έκλεισα το στόμα. Πρόλαβε και να δαγκώσει. Τότε τράβηξα προς τα έξω το μαχαίρι και την κάρφωσα άλλη μία φορά με τον ίδιο τρόπο. Με τα δυο μου χέρια της έκλεισα το στόμα γιατί φώναζε. Όταν σταμάτησε να αντιστέκεται και να φωνάζει σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο. Έβγαλα τα ρούχα μου και τα πέταξα στο καλάθι…» ανέφερε κατά την ομολογία του ο 40χρονος.

Της είχε βάλει…κοριό

Ο 40χρονος άνδρας, σύμφωνα με τα όσα μεταδίδονται, επιχείρησε να δικαιολογήσει την στυγερή δολοφονία της συζύγου του, υποστηρίζοντας ότι εκείνη τον απατούσε και λέγοντας ότι το διαπίστωσε διότι είχε βάλει…κοριό.

«Σηκώθηκα πήγα στο μπάνιο γιατί ήμουν γεμάτος αίματα. Φορούσα μία κοντομάνικη μπλούζα με ρίγες, την έβγαλα και την πέταξα στο καλάθι με τα άπλυτα. Ξέπλυνα στο νιπτήρα τα χέρια μου και το πρόσωπο φόρεσα τα ρούχα που φοράω τώρα και έκλεισα την πόρτα του δωματίου. Πήρα το μηχάνημα καταγραφής και πήγα στο σπίτι της αδερφής μου. Δεν της είπα τι είχα κάνει, αλλά της ζήτησα να ακούσει τις συνομιλίες. Επειδή είχε πρόβλημα το laptop, άφησα το μηχάνημα εκεί, της είπα να ακούσει τις συνομιλίες και της είπα ψέματα ότι πάω στη δουλειά ενώ εγώ έφυγα με τα πόδια και πήγα στο αστυνομικό τμήμα της Δάφνης όπου τους αποκάλυψα τι είχε κάνει» ανέφερε στην προανακριτική του απολογία.

«Ό,τι έκανα το έκανα γιατί γυρνούσε στο μυαλό μου αυτή η συνομιλία. Δεν μπορούσα να αντέξω ότι η γυναίκα που αγαπούσα έκανε αυτά που έκανε μέσα στο σπίτι μας. Μακάρι να γυρνούσα το χρόνο πίσω, να ξανασκεφτώ αυτά τα 10 λεπτά» ανέφερε ο συζυγοκτόνος.

 Ο καυγάς της 11ης Ιουλίου

Χαρακτηριστικά είναι επίσης τα όσα περιέγραψε ο ίδιος ότι συνέβησαν μέσα στο σπίτι τη νύχτα που μια γειτόνισσα άκουσε τον καυγά και ειδοποίησε την Aστυνομία. Όπως αποδείχτηκε, οι αστυνομικοί πήγαν και έφυγαν χωρίς ούτε το κουδούνι να χτυπήσουν.
«[…] Στις 11 Ιουλίου μαλώσαμε πολύ άσχημα. Εγώ μόλις είχα γυρίσει από τη δουλειά και όταν μπήκα στο σπίτι, εκείνη ήταν στο υπνοδωμάτιο του παιδιού με την πόρτα κλειδωμένη. Τη ρώτησα για ποιο λόγο το κάνει αυτό και αποκρίθηκε «ό,τι θέλω θα κάνω».

Αμέσως μετά της ζήτησα να ανοίξει τον εκτυπωτή που ήταν πάνω στο γραφείο του παιδιού, για να τυπώσει κάποια έγγραφα του μαγαζιού, εκείνη όμως παρέμενε κλειδωμένη μέσα στο δωμάτιο και αργούσε να μου ανοίξει. Μετά από πέντε λεπτά άνοιξε την πόρτα και άρχισε να μου φωνάζει, ενώ κινήθηκε επιθετικά προς το μέρος μου. Εγώ την έσπρωξα προς το εσωτερικό του δωματίου και έπεσε στο πάτωμα. Εκνευρισμένη, σηκώθηκε και στο διάδρομο με χαστούκισε στο πρόσωπο, ενώ στη συνέχεια έκανα κι εγώ το ίδιο».