Κατά κανόνα, οι επέτειοι παρέχουν την ευκαιρία για αναστοχασμό, συλλογικό και ατομικό. Η τεσσαρακοστή επέτειος της ένταξης της Ελλάδας στην τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα, και πλέον Ευρωπαϊκή Ενωση, αποτελεί αναμφισβήτητα μια τέτοια ευκαιρία.

Με όρους των ιστορικά προσανατολισμένων κοινωνικών επιστημών, η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα/Ενωση αποτελεί κλασικό παράδειγμα μιας «κρίσιμης διασταύρωσης». Ως αναλυτικό εργαλείο, η έννοια αυτή παραπέμπει στις εκτροχιαστικές και αναπροσανατολιστικές επιπτώσεις που έχει για την αναπτυξιακή πορεία μιας κοινωνίας, και ιδίως του θεσμικού της πλαισίου, η συνάντηση μιας κατεστημένης και κυρίαρχης τάξης πραγμάτων με δυνάμεις που εκλύονται από ένα ιστορικό γεγονός, σπάνιο μεν αλλά μείζονος, όπως εκ των υστέρων αποδεικνύεται, σημασίας. Με τη σειρά της, η διασταύρωση αυτή οδηγεί στη δημιουργία μιας διακριτής ιστορικής κληρονομιάς, η οποία επηρεάζει βαθιά, έως και καταλυτικά, την περαιτέρω αναπτυξιακή πορεία μιας κοινωνίας και την εντάσσει σε μια λογική εξαρτημένης τροχιάς, καθιστώντας έτσι το κόστος εξόδου από αυτήν υψηλότερο από το κέρδος παραμονής.

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της κρίσιμης διασταύρωσης που σηματοδότησε για την ελληνική κοινωνία η ένταξη στη λογική και στη δυναμική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι ότι λειτούργησε ταυτόχρονα τόσο αναπροσανατολιστικά όσο και εμβαθυντικά και επιτατικά. Αναπροσανατολιστικά, στο μέτρο που διευκόλυνε τη διπλή μετατόπιση του κέντρου βάρους του προσανατολισμού της χώρας από τον παραδοσιακό της βαλκανικό περίγυρο και την εξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες προς την Ευρώπη και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Εμβαθυντικά και επιτατικά, στον βαθμό που ενίσχυσε την παραμονή της χώρας στη λογική μιας ήδη υπαρκτής εξαρτημένης τροχιάς, που είχε τις ιστορικές της ρίζες στη μέγιστη κρίσιμη διασταύρωση της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας, που είναι ο αγώνας της για την ελληνική ανεξαρτησία, και κύριο και διαχρονικό χαρακτηριστικό της τον φιλελεύθερο ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, ο οποίος, με μόνη εξαίρεση την τραυματική εμπειρία του εμφυλίου πολέμου, παραμένει ιδεολογικά κυρίαρχος μέχρι σήμερα.

Ενα από τα μείζονος σημασίας θετικά προϊόντα της κρίσιμης διασταύρωσης που εκφράζει η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση το 1981 είναι και η εμπέδωση του πιο αυθεντικά δημοκρατικού καθεστώτος της νεότερης ελληνικής ιστορίας, το οποίο εγκαθιδρύθηκε το 1974, μετά την κατάρρευση του αυταρχικού καθεστώτος των συνταγματαρχών, και παγιώθηκε με την άνοδο στην εξουσία, με αδιαμφισβήτητη πλειοψηφική δυναμική και ευρεία πολιτική νομιμοποίηση, ενός κεντροαριστερού πολιτικού κόμματος για πρώτη φορά στη νεότερη ελληνική ιστορία.

Το δημοκρατικό αυτό καθεστώς αποδείχθηκε διαχρονικά σταθερό και ανθεκτικό, κατορθώνοντας να αντιμετωπίσει, χωρίς δομικά αρνητικές επιπτώσεις, τη μεγάλη κρίση, αρχικά δημοσιοοικονομική και μετέπειτα πολιτική, που το έπληξε κατά την τελευταία δεκαετία.

Με αυτό το επίτευγμα ως μείζον κεκτημένο, η επόμενη μεγάλη πρόκληση για τη δημοκρατία μας αφορά την ποιότητά της. Εξηγούμαι: κύριο, αρνητικό χαρακτηριστικό της δημοκρατίας μας είναι ο ιδιαίτερα συγκρουσιακός χαρακτήρας της πολιτικής μας ζωής και του δημόσιου διαλόγου. Ο συγκρουσιακός αυτός χαρακτήρας αποτελεί προϊόν ενός αξιακού συστήματος βασισμένου σε μια λογική μηδενικού αθροίσματος, βάσει της οποίας το διακύβευμα στην επίλυση κάθε αντιπαράθεσης είναι νομοτελειακά (α) είτε η νίκη είτε η ήττα, (β) η κατίσχυση και εξουδετέρωση του αντιπάλου, και όχι ο συμβιβασμός και η συναίνεση, ως ακριβοδίκαιοι (fair) τρόποι επίλυσης διαφορών και, τέλος, (γ) η υποκατάσταση του ουσιαστικού διαλόγου από παράλληλους μονολόγους ή, άλλως, από «διαλόγους κουφών».

Δομικά χαρακτηριστικά του αξιακού αυτού υποδείγματος αποτελούν (α) η απουσία σεβασμού προς τον άλλο, (β) η διάχυτη έλλειψη εμπιστοσύνης, δηλαδή αυτού του μείζονος βαρύτητας κοινωνικού κεφαλαίου, η απουσία του οποίου επηρεάζει ιδιαίτερα αρνητικά την κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη και υποσκάπτει την ευημερία και την πρόοδο της κοινωνίας, (γ) η εκτεταμένη ανασφάλεια που προκύπτει από μια τέτοια κατάσταση, (δ) η εργαλειακή και συχνά καιροσκοπική προσέγγιση του δημόσιου βίου και διαλόγου, που συνοδεύεται από μια έντονη ροπή προς τακτικισμούς στην ατομική και συλλογική συμπεριφορά, (ε) η έλλειψη σταθερού θεσμικού πλαισίου για δημόσιο διάλογο και χάραξη πολιτικής, (στ) η ισχυρή προτίμηση για προσεγγίσεις βραχυπρόθεσμων οριζόντων, (ζ) ο έντονος φορμαλισμός και η υποβάθμιση της ουσίας στον δημόσιο διάλογο και, τέλος, (η) η φοβική και έντονα εσωστρεφής θεώρηση του κόσμου.

Με αυτά τα δεδομένα, θεωρώ ότι η επόμενη μείζων πρόκληση για τη χώρα είναι η αναζήτηση μέτρων και μηχανισμών ικανών να οδηγήσουν σε μια ενδεχόμενη αλλαγή του αξιακού υποδείγματος που διέπει τη λειτουργία της δημοκρατίας μας και την υιοθέτηση ενός εναλλακτικού αξιακού υποδείγματος ενταγμένου στη λογική του θετικού αθροίσματος, της συναίνεσης, της εμπιστοσύνης και της εξωστρέφειας. Μια τέτοια εξέλιξη θα είχε το διττό πλεονέκτημα ότι θα αναβάθμιζε ουσιαστικά την ποιότητα της δημοκρατίας μας, επιτρέποντάς της να απομακρυνθεί από τον παραδοσιακά συγκρουσιακό της χαρακτήρα και να πορευθεί προς την κατεύθυνση της συναινετικής, θετικού αθροίσματος, λογικής που χαρακτηρίζει τον ιδεότυπο μιας «ήπιας» (gentle) δημοκρατίας και αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της λογικής που, μεταξύ άλλων, διέπει τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η ένταξή μας στην οποία υπήρξε ευτυχές προϊόν της κρίσιμης διασταύρωσης του 1981.

Ο κ. Νικηφόρος Διαμαντούρος είναι ακαδημαϊκός, ομότιμος καθηγητής ΕΚΠΑ, Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής (2003-2013).