Η οικολογία δεν είναι μία απρόσωπη επιστήμη κάποιων ελίτ, αλλά έχει κανόνες και σταθερές και εξετάζει πάντα το θετικό ισοδύναμο για το περιβάλλον.

Για τη χώρα μας, η οποία με βάση τη μελέτη Πισσαρίδη αναζητεί ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που να μη βασίζεται όπως μέχρι σήμερα σε έναν διογκωμένο τριτογενή τομέα, η ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα, σε συνέργεια με τη μεταποίηση διατροφικών αγροτικών προϊόντων (δευτερογενής) με στόχο τις εξαγωγές αλλά κυρίως την κάλυψη της διατροφικής αυτάρκειας, αποτελεί μονόδρομο.

Το έργο του Αχελώου (και όταν λέμε Αχελώο για τη Θεσσαλία εννοούμε κυρίως το φράγμα της Συκιάς) οφείλει να αποτελεί «σημαία διεκδίκησης» όχι μόνο για τους αγρότες, αλλά και για τους εμπόρους και τους επαγγελματίες. Εξαιτίας του ακριβού κόστους άντλησης νερού, στον θεσσαλικό κάμπο δεδομένου του ελλείμματος επιφανειακών νερών το καλοκαίρι έχουμε διαρκώς στροφή από τις εαρινές δυναμικές αρδευόμενες καλλιέργειες στα ξερικά χειμερινά σιτηρά.

Αυτό μόνο για τη φετινή χρονιά που έχουμε μείωση κατά 1 εκατομμύριο στρέμματα των εαρινών καλλιεργειών (βαμβάκι, καλαμπόκι, μηδική, βιομηχανική τομάτα, τεύτλα, ψυχανθή) συνεπάγεται απώλεια τζίρου 150 εκατομμυρίων ευρώ, αφού από τα 220 ευρώ το στρέμμα και πάνω πέφτουμε στα 60 με το κριθάρι ή στα 70 με το σιτάρι.

Παρά ταύτα κάποιοι επιμένουν αβασάνιστα να σταματήσουμε να αρδεύουμε από υπόγεια νερά και να πάμε σε ξερικές καλλιέργειες, όπως τα χειμερινά σιτηρά.

Αφήνει όμως μια τέτοια πρακτική θετικό ισοδύναμο στο περιβάλλον;

Αν δούμε τις εξελίξεις υπό το πρίσμα της κλιματικής αλλαγής, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι αφενός μεν η μετατροπή του θεσσαλικού κάμπου σε σιτοβολώνα δημιουργεί επιπρόσθετα ξηροθερμικά φορτία στον κάμπο, ιδιαίτερα τους απαιτητικούς από πλευράς κατανάλωσης ενέργειας θερινούς μήνες.

Αφετέρου υπάρχει το θέμα της δέσμευσης του διοξειδίου του άνθρακα, που είναι το ζητούμενο για την αντιμετώπιση του φαινομένου του θερμοκηπίου και την επακόλουθη κλιματική αλλαγή.

Εχει αποδειχθεί πως λόγω της φωτοσύνθεσης οι εαρινές καλλιέργειες και τα δέντρα αφήνουν τεράστιο θετικό ισοδύναμο σε δέσμευση διοξειδίου του άνθρακα σε σχέση με το εκλυόμενο (από το όργωμα, τη λίπανση και την άρδευση), σε αντίθεση με τις ξερικές όπως τα χειμερινά σιτηρά που ούτε τα φύλλα για τη φωτοσύνθεση έχουν όπως τα δέντρα, το βαμβάκι και το καλαμπόκι, πολύ περισσότερο δε αναπτύσσονται τους χειμερινούς μήνες που και η μέρα είναι μικρότερη, το ίδιο και η ηλιοφάνεια, σε σχέση με τους θερινούς.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ήδη στην Αυστραλία να ξεκινήσει η ανταπόδοση στους καλλιεργητές του θετικού ισοδύναμου από το χρηματιστήριο των ρύπων, λόγω της δέσμευσης διοξειδίου του άνθρακα, ποσών που ξεπερνούν ακόμη και τα 100 ευρώ το στρέμμα για δενδρώδεις καλλιέργειες. Το θέμα συζητείται πλέον και στην ΕΕ σε επίπεδο τεχνοκρατών, χωρίς ωστόσο «να έχουν μπει στην εξίσωση» και οι οργανώσεις αγροτών, που είναι εκείνες που πρέπει να διεκδικήσουν το μερίδιο που τους αναλογεί, όταν κάτι παρόμοιο πράττουν επιχειρήσεις και «παραγωγοί ενέργειας». Είναι προφανές ότι περισσότερα μπορούν να διεκδικήσουν οι αγρότες του μεσογειακού Νότου, όπου είναι πολύ μεγαλύτερη η ηλιοφάνεια.

Ας ληφθεί δε υπόψη πως στη Θεσσαλία λήγουν τα προγράμματα δάσωσης αγροτικών εκτάσεων και πολλοί αγρότες μην έχοντας να αναμένουν πλέον κάποια έσοδα από τις ακακίες, ετοιμάζονται να τις ξεριζώσουν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διάβρωση των εδαφών, που είναι ο άλλος μεγάλος «ύπουλος εχθρός» του θεσσαλικού κάμπου, ο οποίος μάλιστα θέριεψε μετά τη θεομηνία «Ιανός» στη Νοτιοδυτική Θεσσαλία (Φάρσαλα, Αλμυρό, Καρδίτσα). Αν οι αγρότες όμως είχαν λαμβάνειν κάποιο ποσό από το χρηματιστήριο των ρύπων για τη δέσμευση του CO2 από τα δέντρα δεν θα τα ξερίζωναν.

Συμπερασματικά, το έργο της μεταφοράς νερού από την περίσσεια των χειμερινών πλεονασμάτων του Αχελώου προς τη θεσσαλική πεδιάδα θα πρέπει να ιδωθεί πλέον πέρα από στερεότυπα και ιδεοληψίες, με ολιστικό τρόπο.

Τον Αχελώο τον έχουν ανάγκη και η Θεσσαλία και η εθνική οικονομία και ο περιβαλλοντικός-ενεργειακός σχεδιασμός της χώρας και ως εκ τούτου πέφτει στους ώμους του νέου υπουργού Περιβάλλοντος Κώστα Σκρέκα το βάρος να δρομολογήσει ένα «βαλτωμένο» και στοιχειωμένο επί δεκαετίες έργο.

Σε ό,τι δε αφορά τους γεωργούς, ήρθε η ώρα να αρχίσουν να διεκδικούν αυτό που τους αναλογεί από το χρηματιστήριο των ρύπων με τρόπο τεκμηριωμένο, καθώς φρονούμε πως θα είναι το νέο μεγάλο πεδίο διεκδίκησης και αντιπαράθεσης με τους βιομηχανικούς παραγωγούς ενέργειας στο προσεχές μέλλον και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη…

Ο κ. Γιάννης Κολλάτος είναι μηχανικός  με μεταπτυχιακό στη Βιοτεχνολογία