Οι κυρώσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2020 στην SSB αποτελεί την πρώτη φορά, μεταψυχροπολεμικά, που αμερικανική κυβέρνηση επιβάλλει γενικευμένες τομεακές κυρώσεις εναντίον μιας στενής νατοϊκής συμμάχου. Ακόμη και εάν οι κυρώσεις δεν αποκτήσουν αναδρομική ισχύ, το σοβαρό επιχειρησιακό πρόβλημα για την τουρκική πολεμική αεροπορία θα διευρύνεται συν τω χρόνω, δεδομένου ότι ο Ερντογάν πιθανότατα θα επιμείνει στο στρατηγικό του λάθος συνεχίζοντας να χτίζει την τουρκική αεράμυνα γύρω από τους S-400.

Ενδεχόμενη εγκατάλειψη των S-400 θα του κοστίσει τη συμμαχία του με το εθνικιστικό ΜΗΡ, την έμπρακτη ανταπάντηση της Ρωσίας και, το κυριότερο, σημαντικό μέρος της πολιτικής του ισχύος λίγα χρόνια πριν από τις προεδρικές του 2023, την ώρα μάλιστα που σύσσωμη η τουρκική αντιπολίτευση στηλιτεύει τις κυρώσεις Τραμπ. Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι η αντιτουρκική στροφή της αμερικανικής συμπεριφοράς δεν έχει συντελεστεί κυρίως λόγω της αγοράς των S-400. Η Ουάσιγκτον θα μπορούσε άλλωστε να είχε αποφύγει αυτή την αντιπαράθεση – που της κόστισε μεταξύ άλλων την τουρκική συμμετοχή στα F35 – εάν είχε συμφωνήσει να ικανοποιήσει το τουρκικό αίτημα συμπαραγωγής μέρους των συστημάτων Patriot 3 αλλά αρνήθηκε να το κάνει ήδη από την προεδρία Ομπάμα.

Το αρνήθηκε γιατί το αμερικανικό Πεντάγωνο, πολύ πριν από το πραξικόπημα του 2016 που γιγάντωσε το κύμα του τουρκικού αντιαμερικανισμού, είχε εγκαίρως διαγνώσει το βασικό αίτιο μεταβολής της τουρκικής γεωστρατηγικής συμπεριφοράς βλέποντας τη δράση της Τουρκίας υπέρ των ISIS/Αλ Κάιντα στη Συρία. Η δράση αυτή εντασσόταν στη στρατηγική εργαλειοποίησης των εξεγέρσεων της Αραβικής Ανοιξης για να φέρει στην εξουσία διαφόρων κρατών της Μέσης Ανατολής ισλαμιστικά μορφώματα με τα οποία η ερντογανική Τουρκία μοιράζεται κοινή ιδεολογική καταβολή και παραπλήσια γεωπολιτική στόχευση.

Η ιδεολογική καταβολή εκφράζεται μέσα από τον συνωμοσιολογικό αντιαμερικανισμό και αντισημιτισμό της Μουσουλμανικής Αδελφότητας που διέπει σχεδόν το σύνολο του τουρκικού πολιτικού στερεώματος. Η γεωπολιτική στόχευση επιδιώκει την απομόνωση του Ισραήλ, την ανατροπή των συμφωνιών ειρήνης που αυτό έχει υπογράψει με τους γείτονές του μετά το 1978 και τον εξοβελισμό των ΗΠΑ από μια «νεοοθωμανική» Μέση Ανατολή. Επειδή ακριβώς η αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας κινητροδοτείται πρωτίστως από την «ισλαμο-σοβινιστική» ιδεολογία του ερντογανισμού, αφενός θα επιβιώσει του ιδίου του Ερντογάν και αφετέρου θα είναι πολύ δύσκολο να συμβιβαστεί με την παρούσα κατάσταση πραγμάτων. Αυτό συνεπάγεται ότι η Αγκυρα θα συνεχίσει να παράγει κρίσεις ασφαλείας – πρωτίστως με την Ελλάδα – μέσα στο 2021.

Η διακομματική συμμαχία που επέβαλε κυρώσεις κατά της Τουρκίας στο Κογκρέσο αλλά και η εισερχόμενη προεδρία Μπάιντεν δεν φαίνεται να έχουν την προδιάθεση να επιδείξουν ανάλογα επίπεδα ανοχής στις φιλοδοξίες του Ερντογάν με αυτά που επέδειξε ο πρόεδρος Τραμπ. Στην περίπτωση αυτή είναι πιθανό το επόμενο πεδίο τομεακών κυρώσεων από πλευράς των ΗΠΑ να επικεντρωθεί στον ενεργειακό τομέα των τουρκορωσικών σχέσεων όπου η Αγκυρα έχει να «απολογηθεί» για μια σειρά από πρωτοβουλίες που δεν συνάδουν με τα αμερικανικά συμφέροντα, όπως η κατασκευή των πυρηνικών σταθμών στο Ακούγιου και του δικτύου αγωγών φυσικού αερίου TurkStream για το οποίο η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε αυστηρές κυρώσεις σε όλες τις εμπλεκόμενες εταιρείες πλην της τουρκικής BOTAS.

 Ο κ. Θεόδωρος Τσακίρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Γεωπολιτικής και Ενεργειακής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.