Ο κύβος ερρίφθη για τον ένοικο του Λευκού Οίκου την επόμενη τετραετία. Λόγω των εξουσιών στα χέρια των αμερικανών προέδρων, οι αντιλήψεις τους και η προσωπικότητά τους επηρεάζουν σημαντικά τη διεθνή σκηνή. Ταυτόχρονα, υπάρχουν μερικές δομικές αλλαγές στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων που πρέπει επίσης να ληφθούν υπ’ όψιν.

Μεταβαλλόμενος συσχετισμός δυνάμεων

Η τετραετία Τραμπ σημαδεύτηκε από την υποχώρηση των ΗΠΑ σε παγκόσμιο επίπεδο – μια τάση που επιβεβαιώνεται από τη θλιβερή τους πρωτιά ως προς τα θύματα της πανδημίας, αλλά και τις οικονομικές της επιπτώσεις. Η δε αποκαρδιωτική εικόνα της χώρας εν μέσω της τρέχουσας εκλογικής διαδικασίας υπογραμμίζει τη μείωση της αμερικανικής ακτινοβολίας.

Στο πεδίο της γεωπολιτικής, οι ΗΠΑ δεν είναι πια η μοναδική υπερδύναμη που αναδείχθηκε θριαμβευτικά μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Τρεις δεκαετίες αργότερα ο «πλανητάρχης» τείνει να γίνει «ημισφαιριάρχης», δηλαδή ο ισχυρότερος ηγέτης στη Δύση, ενώ στην Ασία και σε μεγάλο βαθμό στην Αφρική αυξάνεται αισθητά η επιρροή της Κίνας.

Αλλωστε, αναγνωρίζοντας τη σταδιακή μετατόπιση του παγκόσμιου κέντρου βάρους προς την Απω Ανατολή και τον ρόλο της Κίνας ως αναδυόμενης υπερδύναμης, το 2011 ο Μπαράκ Ομπάμα ανέδειξε τη στροφή προς την Ασία (pivot to Asia) ως κεντρικό άξονα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.

Η σφοδρή σινοαμερικανική αντιπαράθεση είναι εν πολλοίς νομοτελειακή, με τις ΗΠΑ να χάνουν έδαφος και να φανερώνουν ένα έκδηλο αίσθημα ανασφάλειας, εκφραστής του οποίου είναι κατ’ εξοχήν ο Τραμπ. Το φαινόμενο αυτό, γνωστό ως «παγίδα του Θουκυδίδη», έχει παρουσιαστεί και αναλυθεί από τον αμερικανό καθηγητή Γκράχαμ Αλισον.

Πιθανές αλλαγές στην αμερικανική εξωτερική πολιτική

Οι κυρίαρχες τάσεις δεν αναμένεται να ανατραπούν. Το ενδιαφέρον τώρα στρέφεται στις αλλαγές στην εξωτερική πολιτική της Ουάσιγκτον που ενδέχεται να επιφέρει η αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο, πάντα στο πλαίσιο του μεταβαλλόμενου συσχετισμού δυνάμεων στη διεθνή σκηνή.

Κατ’ αρχάς, αναμένεται το δίδυμο Μπάιντεν – Χάρις να αντιστρέψει τον σημερινό απομονωτισμό των ΗΠΑ και να επαναφέρει τη χώρα σε διεθνείς οργανισμούς και συνθήκες. Ωστόσο, η Κίνα θα παραμείνει στρατηγικός αντίπαλος για την Ουάσιγκτον, δεδομένου ότι αυτό είναι το μοναδικό θέμα στο οποίο συμφωνούν – έστω εν μέρει – τα στρατόπεδα των Ρεπουμπλικανών και των Δημοκρατικών.

Θεωρείται περίπου δεδομένο ότι επί Μπάιντεν θα αποκατασταθούν δίαυλοι επικοινωνίας με παραδοσιακούς εταίρους των ΗΠΑ, όπως είναι η ΕΕ, η Μεγάλη Βρετανία, ο Καναδάς, η Ιαπωνία, η Αυστραλία, η Νότιος Κορέα, πιθανώς και η Ινδία, σε έναν άτυπο συνασπισμό εναντίον της Κίνας. Δεν αποκλείεται να συζητηθεί και η ιδέα για διεύρυνση της G7 σε D10 ως μια λέσχη δημοκρατικών κρατών.

Σε ό,τι δε αφορά το ΝΑΤΟ, εικάζεται ότι μια νέα αμερικανική διοίκηση υπό τον Μπάιντεν θα ενισχύσει κάπως τη συνοχή της συμμαχίας και υπάρχουν ελπίδες πως θα σκληρύνει τη στάση της απέναντι στην «ατίθαση» Τουρκία, αλλά σε γενικές γραμμές δεν αναμένεται η σημασία των διατλαντικών σχέσεων να υποσκελίσει τη στροφή των ΗΠΑ προς την Ασία και τον Ειρηνικό Ωκεανό.

Η ΕΕ μεταξύ των δύο ελεφάντων

Σε αυτόν τον νέο διπολισμό τίθεται εκ των πραγμάτων το ερώτημα ποια θέση θα κατέχει η Ευρώπη στο διεθνές στερέωμα και ιδιαίτερα μεταξύ των δύο ελεφάντων, των ΗΠΑ και της Κίνας. Με τον Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο οι ευρωαμερικανικές σχέσεις πιθανότατα θα βελτιωθούν ή τουλάχιστον θα πέσουν οι τόνοι μεταξύ των δύο πλευρών.

Συγχρόνως, η φιλόδοξη ατζέντα που ορισμένοι ευρωπαίοι ηγέτες ελπίζουν να καθιερώσουν μετά το Brexit, από την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και τη στρατηγική αυτονομία της ΕΕ έως την κοινή άμυνα, ενδέχεται να αποδυναμωθεί. Η ειρωνεία είναι ότι ένας εχθρικός Τραμπ τα επόμενα τέσσερα χρόνια θα έδινε ίσως μεγαλύτερη ώθηση στην προώθηση κοινών ευρωπαϊκών πολιτικών απ’ ό,τι ένας διαλλακτικός Μπάιντεν.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ΕΕ θα κληθεί να αποσαφηνίσει τους δικούς της στρατηγικούς στόχους για την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, ανεξαρτήτως του αμερικανού προέδρου. Ο ένοικος του Λευκού Οίκου ενδέχεται να επηρεάσει περισσότερο την ταχύτητα, παρά την κατεύθυνση, των – ούτως ή άλλως – απαραίτητων αλλαγών στη Γηραιά Ηπειρο.

Οι ευρωκινεζικές σχέσεις θα παραμείνουν σύνθετες, με την αναγνώριση ότι για τη Γηραιά Ηπειρο η Κίνα αποτελεί ταυτόχρονα σημαντικό εταίρο, οικονομικό ανταγωνιστή και συστημικό αντίπαλο. Το θετικό είναι ότι η όποια επαναπροσέγγιση με τη νέα αμερικανική ηγεσία θα ενισχύσει τη θέση των Ευρωπαίων στις δύσκολες διαπραγματεύσεις με το Πεκίνο.

 

Η Ελλάδα μεταξύ Δύσης και Κίνας

Τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδα; Η Κίνα παραμένει οικονομικός εταίρος, ως δυνητική πηγή επενδυτικών κεφαλαίων και αγορά για τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Σημειώνεται, επίσης, το πολιτικό βάρος της Κίνας ως μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ωστόσο, ο ασιατικός γίγαντας δεν είναι ούτε πάροχος ούτε εγγυητής ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο, και στην παρούσα κρίση με την Τουρκία είναι ολοφάνερο ότι η Αθήνα μπορεί να ποντάρει κυρίως στους παραδοσιακούς δυτικούς συμμάχους της.

Είναι σκόπιμο, λοιπόν, οι ελληνοκινεζικές σχέσεις να μη διαταραχθούν, αλλά να τεθούν στις σωστές τους διαστάσεις.

Ο κ. Πλάμεν Τόντσεφ είναι ερευνητής στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ).