Αν σήμερα, δεδομένης της νέας ευρωπαϊκής δυναμικής, θέλουμε να προβούμε σε έναν παραλληλισμό ανάμεσα στη γερμανική με την ευρωπαϊκή πορεία, πρέπει κατ’ αρχάς να ανατρέξουμε στις καθυστερημένες επιπτώσεις της γερμανικής επανένωσης στην ευρωπαϊκή πολιτική. Παρά το γεγονός ότι η εγκατάλειψη του γερμανικού μάρκου, ως το τίμημα για την επανένωση του γερμανικού εθνικού κράτους, ήταν ένα σημαντικό βήμα ενσωμάτωσης με πολλές προεκτάσεις, η περαιτέρω εμβάθυνση της ευρωπαϊκής συνεργασίας δεν προωθήθηκε αμέσως.

Για τους πρώην πολίτες της ΛΔΓ, που κοινωνικοποιήθηκαν πολιτικά πολύ διαφορετικά, το ζήτημα της Ευρώπης δεν είχε το ίδιο νόημα και την ίδια σημασία που είχε για τους πολίτες της «παλιάς» Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Ωστόσο από την επανένωση και μετά τα συμφέροντα και το επίπεδο συνειδητοποίησης των γερμανικών κυβερνήσεων διαφοροποιήθηκαν. Το επίκεντρο της προσοχής ήταν αρχικά η άνευ προηγουμένου προσπάθεια που καταβλήθηκε για την προσαρμογή της προβληματικής οικονομίας της ΛΔΓ στο μοντέλο του καπιταλισμού του Ρήνου και για την εξοικείωση της εποπτευόμενης από το Σοσιαλιστικό Κόμμα κρατικής γραφειοκρατίας με τις διοικητικές πρακτικές του κράτους δικαίου. Εκτός από αυτή την απαραίτητη εσωστρέφεια, οι κυβερνήσεις από τον Κολ και μετά προσαρμόστηκαν σχετικά γρήγορα και στην «κανονικότητα» του ανασυσταθέντος εθνικού κράτους. Οι ιστορικοί που επαίνεσαν αυτή την κανονικότητα εκείνη την εποχή απέρριψαν προφανώς κάπως πρόωρα τις θεωρίες που αναπτύχθηκαν στη Δύση περί μιας μετα-εθνικής ταυτότητας.

Ωστόσο, η δυναμική εξωτερική πολιτική της Γερμανίας δημιούργησε στους επιφυλακτικούς παρατηρητές την εντύπωση ότι το Βερολίνο, λόγω της αυξανόμενης οικονομικής του δύναμης, επιδίωκε να αποκτήσει σχέσεις με τις ΗΠΑ και την Κίνα παρακάμπτοντας τους ευρωπαίους γείτονές του, κατά κάποιον τρόπο μέσω μιας παγκόσμιας αδιαμεσολάβητης σχέσης.

Ωστόσο η εθνική ενοποίηση δεν αποτέλεσε από μόνη της τον βασικό λόγο για τον οποίο η άτολμη ομοσπονδιακή κυβέρνηση τασσόταν μέχρι πρόσφατα στο πλευρό του Λονδίνου και δεσμευόταν προς την κατεύθυνση μιας περαιτέρω διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης και όχι προς την επί Macron παραμελημένη θεσμική εμβάθυνση της Νομισματικής Ενωσης. Αυτό οφειλόταν πολύ περισσότερο σε οικονομικούς λόγους, οι οποίοι μάλιστα αναδείχθηκαν πιο καθαρά την περίοδο της κρίσης του χρηματοπιστωτικού τομέα και του δημόσιου χρέους. Μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης της Λισαβώνας, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009, η Ευρώπη απασχολούνταν πρωτίστως με τις θεσμικές επιπτώσεις και τις κοινωνικές αναταράξεις που προκάλεσε το 2004 η διεύρυνση προς την Ανατολική Ευρώπη.

Η μεταστροφή της ευρωπαϊκής πολιτικής της Γερμανίας

Ηδη πριν από τη δημιουργία του ευρώ, που αποφασίστηκε στο Μάαστριχτ, οι ειδικοί επισήμαναν τη δυσλειτουργική δομή της σχεδιαζόμενης Νομισματικής Ενωσης. Ακόμη και στους εμπλεκόμενους πολιτικούς ήταν σαφές ότι ένα κοινό νόμισμα, το οποίο στερούσε από τα οικονομικά ασθενέστερα κράτη την επιλογή της υποτίμησης του εκάστοτε εθνικού τους νομίσματος, επρόκειτο να επιδεινώσει περαιτέρω τις οικονομικές ανισορροπίες εντός της Νομισματικής Ενωσης, εφόσον η τελευταία δεν διέθετε την πολιτική αρμοδιότητα για λήψη αντισταθμιστικών μέτρων. Η σταθερότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της φορολογικής και δημοσιονομικής εναρμόνισης και εν τέλει μόνο μέσω της κοινής δημοσιονομικής, οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Ως εκ τούτου η Νομισματική Ενωση ιδρύθηκε εκείνη την εποχή από τους πρωταγωνιστές αυτού του εγχειρήματος ακριβώς εν αναμονή της σταδιακής μετάβασης σε μια πολιτική Ευρωπαϊκή Ενωση.

Η απουσία αυτών των βαθύτερων μεταρρυθμίσεων οδήγησε, στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής και τραπεζικής κρίσης του 2007, στη λήψη των γνωστών μέτρων, τα οποία εν μέρει ήταν ασύμβατα με το δίκαιο της ΕΕ, αλλά και στη συνακόλουθη διαμάχη ανάμεσα στις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου, τους επονομαζόμενους «χορηγούς» και «ωφελούμενους» αντίστοιχα [Ashoka Mody, «Eurotragedy», Oxford 2018].

Ακόμη και στη διάρκεια αυτής της κρίσης η Γερμανία, ως εξαγωγικό κράτος, τήρησε άκαμπτη στάση και με πολεμικές ιαχές δεν δέχθηκε κανένα περαιτέρω βήμα εμβάθυνσης μέσω μιας κοινοτικοποίησης των χρεών, ούτε και όταν ο Emmanuel Macron ήδη από το 2017 πίεζε μέσω εκτεταμένων σχεδίων προς την κατεύθυνση της ενδυνάμωσης της Ενωσης και της απαραίτητης υποχώρησης από την ιδέα των εθνικών κρατών. Επομένως ο αρχιτέκτονας της πολιτικής λιτότητας που επιβλήθηκε από τη Γερμανία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο χύνει κροκοδείλια δάκρυα όταν εκ των υστέρων ισχυρίζεται ότι «σήμερα απαιτείται πρωτίστως το πολιτικό θάρρος, που δεν διαθέταμε το 2010, προκειμένου να προχωρήσουμε σε περαιτέρω εμβάθυνση της ευρωζώνης. Η ευκαιρία δεν μπορεί να μείνει ανεκμετάλλευτη. Πρέπει να αξιοποιήσουμε αποφασιστικά την παρούσα αναταραχή, προκειμένου μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης να μετασχηματίσουμε τη Νομισματική Ενωση σε Οικονομική Ενωση» [Wolfgang Schäuble, «Aus eigener Stärke», στη FAZ, 6.7.2020].

Με τον όρο «αναταραχή» ο Wolfgang Schäuble εννοεί τις δραματικές οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας. Γιατί, όμως, η Merkel και ο Schäuble επικαλούνται σήμερα το θάρρος που δεν επέδειξαν πριν από 10 χρόνια;

Αυτή η αιφνίδια αλλαγή πλεύσης οφείλεται άραγε μόνο στον δικαιολογημένο – από οικονομικής άποψης – φόβο μια οριστικής αποτυχίας του ευρωπαϊκού σχεδίου, η οποία θα επιφέρει και αλλαγή των συσχετισμών; Ή μήπως πρόκειται για τον φόβο απέναντι στον κίνδυνο μιας ευρύτερης γεωπολιτικής αλλαγής σε παγκόσμια επίπεδο, η οποία απειλεί τον δημοκρατικό τρόπο ζωής και την πολιτιστική αυτοσυνείδηση των Ευρωπαίων;

Εν συντομία: Τι υποδεικνύει η ξαφνική και σχεδόν συνωμοτική αποδοχή της κοινοτικοποίησης των χρεών, η οποία για χρόνια δαιμονοποιήθηκε; Αν και αυτή η μεταστροφή δείχνει τεράστιο θράσος, ο Schäuble έχει τουλάχιστον να επιδείξει ένα φιλοευρωπαϊκό απώτερο παρελθόν. Ωστόσο αυτή η ριζική και απότομη αλλαγή πλεύσης παραμένει ακόμη ένα μυστήριο όσον αφορά τη βαθιά πραγματίστρια Angela Merkel, που τηρεί πάντα συνεπή στάση και ενεργεί σταθερά υπό την καθοδήγηση των δημοσκοπήσεων. Η απόφασή της να παραιτηθεί στις Βρυξέλλες από τον ρόλο του ηγέτη των οπαδών της λιτότητας υπαγορεύτηκε και από κάτι άλλο εκτός από τις δημοσκοπήσεις. Οπως και σε προηγούμενες περιπτώσεις, η μετατόπιση σε εσωτερικό πολιτικό επίπεδο της ισορροπίας δυνάμεων διαφοροποίησε τις εγγύτερες συσχετίσεις και τα επίδικα. Αξιοσημείωτο είναι ότι απέναντι στη μεταστροφή της Merkel η, κατά τα άλλα, σχεδόν αντανακλαστική εσωκομματική κριτική σιώπησε. Η Merkel σχεδόν μέσα σε μία νύχτα αποφάσισε να συνεργαστεί ανεμπόδιστα με τον Macron και να συναινέσει σε έναν ιστορικό συμβιβασμό που αφήνει να διαφανεί μια χαραμάδα φωτός για την άρση του τέλματος ως προς το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Εύλογα μπορούμε να αναρωτηθούμε τι απέγιναν οι αντιρρήσεις εκ των έσω των ισχυρών επικριτών της Ευρώπης, δηλαδή της κραταιάς οικονομικής πτέρυγας του CDU, των μεγάλων επιχειρηματικών ενώσεων και των μεγαλοεκδοτών.

Η μεγάλη αλλαγή σε εσωτερικό πολιτικό επίπεδο τα τελευταία χρόνια – και ως προς αυτό η Merkel είχε πάντα τεταμένη την προσοχή της – ήταν το γεγονός ότι για πρώτη φορά στην ιστορίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας κατάφερε να παγιωθεί εκ δεξιών της Ενωσης ένα επιτυχημένο κόμμα, το οποίο συνδέει την κριτική προς την Ευρώπη με μια εθνικιστική προσέγγιση, που διαθέτει πρωτόγνωρο ριζοσπαστισμό, δεν προκαλεί πλέον αποτροπιασμό, αλλά στέκει εκεί γυμνή και εθνοκεντρική. Μέχρι τότε η ηγεσία του CDU φρόντιζε πάντα να συγκαλύπτει τον γερμανικό οικονομικό εθνικισμό με μια φιλοευρωπαϊκή ρητορική. Ωστόσο, η μετατόπιση των πολιτικών δυνάμεων έδωσε φωνή σε μια καταγγελτική δυναμική, η οποία αναπτυσσόταν εδώ και καιρό κατά τη διαδικασία της εσωτερικής γερμανικής ενοποίησης.

Ο κ. Jurgen Habermas είναι φιλόσοφος και κοινωνιολόγος.