Η ιστορία δεν υπάρχει: δεν υπάρχουν παρά οι «ιστορίες περί του…»

Πολ Βεν

Δεν είμαι πεπεισμένος πως οι επώνυμοι συντάκτες του Προγράμματος των εκδηλώσεων της Επιτροπής «Ελλάδα 2021» λαμβάνουν υπόψιν τους την κεφαλίδα που ακολουθεί αμέσως μετά την αφιέρωση του Ανώνυμου Ελληνα συντάκτη της Ελληνικής Νομαρχίας στον Ρήγα: «Στοχάσου και αρκεί».

Δεν ξέρω αν η προτροπή: «Πρότεινε τη δράση σου» στην επιμελημένη ηλεκτρονική της σελίδα προϋποθέτει τον στοχασμό της ιστορίας των γεγονότων που «θα μπορούσαν να είναι κάτι άλλο, όντας αυθαίρετα, και, επιπλέον, που δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται και ως αυτονόητα».

Στο κλίμα της θετικιστικής έξαρσης των επιστημόνων μας, συνδυασμένης με τον δικαιολογημένο – για τέτοιες Επιτροπές – λανθάνοντα εθνοκεντρισμό (του εθνομηδενισμού συμπεριλαμβανομένου) διερωτώμαι αν οι επώνυμοι συντάκτες της Επιτροπής ονειρεύτηκαν (sic) «για μια στιγμή αυτόν τον κόσμο, όπου μια χωρίς πρόσωπο ύλη, εν διαρκή αναστατώσει, κάνει να γεννιούνται στην επιφάνειά της, σε σημεία πάντα διαφορετικά, πρόσωπα πάντα διαφορετικά που δεν υπάρχουν και όπου τα πάντα είναι ατομικά έτσι που τίποτε δεν είναι (ατομικό)».

Αναρωτιέμαι, τέλος, εάν η υπαγωγή της Επιτροπής κατευθείαν στον Πρωθυπουργό δεν προεξοφλεί ως αποτέλεσμα έναν ιδεολογικο-πολιτικό αχταρμά – στα πλαίσια του νόμου για το «επιτελικό κράτος» όπου προβλέπεται η σύσταση της Επιτροπής. Και πάντως, δεν διαφεύγει του «κανόνα ιστορίας» για το 1821 από τον οποίο εξαρτάται το εθνικό μας αφήγημα, όπως το πρόσφατο «προσκύνημα» στο «κελί του Παπαφλέσσα».

Αλλά τι πράγματι εορτάζεται με τη συμπλήρωση 200 χρόνων από το 1821;

Η απάντηση είναι: ο χρόνος. Δηλαδή ο τρόπος που το πρώην παρόν (1821) εορτάζεται αναφερόμενο στο τωρινό (2021), έτσι ώστε η αναφορά (ο εορτασμός του), όχι μόνο να αναπαριστά κάτι, αλλά συγχρόνως να αναπαριστά τη μορφή της ίδιας του της αναπαράστασης. Ως εάν το ’21 να μην υπήρχε παρά μόνο στον εκάστοτε εορτασμό του με τα χάρτινα σημαιάκια.

Οπότε, μου φαίνεται αδιανόητη η ανασύσταση του παρελθόντος σε ένα τόσο διαφορετικό παρόν – που υποτίθεται πως το «φωτίζει» προκειμένου, αυτό το παρελθόν, να συγκροτηθεί εκ των υστέρων ως ένδοξο. Και τούτο, παρακάμπτοντας τις «ρήξεις» κατά τη συγκρότησή του εν όψει της συνέχειας που απαιτεί το σύγχρονο κράτος, αδιαχώριστο εσαεί από την αναχρονιστική Εκκλησία.

Επιθυμώ να είμαι σαφής. Δεν υπάρχει εκ των υστέρων σύνθεση του χρόνου παρά ως κατασκευή. Και η λεγόμενη «αρχή» (το θεμέλιο του χρόνου) συμβαίνει μόνο στον νου των μεταγενέστερων, διότι συλλαμβάνεται από τον νου τους. Ετσι οι νοητικές μεταλλάξεις των μελών της Επιτροπής – νεοφιλελεύθερης κυρίως προέλευσης – τείνουν προς την ομοιομορφία μιας αφήγησης, παρότι η ιστορία είναι, πώς να το κάνουμε, ένα nouveau roman με συγκοπτόμενη-μετωνυμική αφήγηση.

Αλλά επειδή κανένα παρόν δεν θα περνούσε ποτέ εάν δεν ήταν ήδη παρελθόν στον ίδιο χρόνο που είναι παρόν, όπως επίσης και κανένα παρελθόν δεν θα μπορούσε να συγκροτηθεί εάν δεν συγκροτείτο προηγουμένως στον ίδιο χρόνο που ήταν παρόν, τότε στη σημερινή Ελλάδα μόνο η κυρία Αγγελοπούλου είναι σε θέση (ισχύος) να παρακάμπτει το χρονικό παράδοξο και να επιτυγχάνει τη χρονική διαδοχή from here to eternity… Αλλά ποιο είναι το παρελθόν αυτής της Επιτροπής που δεν ανακοινώνεται στα βιογραφικά των μελών της αλλά προκύπτει από το status ενός εκάστου, ως σύνολο των ικανοτήτων, των συμβιβασμών και των φιλοδοξιών τους;

Η ερώτησή μου είναι προφανώς ρητορική. Ξέρουμε ότι οι Επιτροπές αυτές, βάσει του status, κυρίως, συγκροτούνται. Οπότε, τι νόημα έχει ο θόρυβος για τις απόψεις περί Καποδίστρια του κ. Χατζή, εάν ο εκάστοτε κ. Χατζής δεν διαθέτει – ακριβώς λόγω status – την ικανότητα να σκεφτεί έναν άλλο οντολογικό χρόνο (ο Πάουντ τον όριζε ως «το κακό που αγαπιέται»), όπου ο χρόνος συντίθεται, πυκνώνει και ξανακερδίζεται σε ένα μπισκότο, μια madeleine; Ή, πρωτίστως, στην ελληνική γλώσσα που συνδυάζει κρυστάλλινους ήχους για να αφηγηθούμε αυτό που, άλλοι, ονομάζουν ιστορία.

Η ποίηση είναι το ζωτικό διάβημα που στοχάζεται το ανεπίκαιρο ενός φανταστικού και όχι ενός δεδομένου εορτασμού. Η ποίηση χαρίζει την «ακούσια μνήμη» και την απαραίτητη «ενεργητική λήθη».

Και αν εκλαμβάνονται σαν ψιλά γράμματα όλα αυτά, δεν συμβαίνει το ίδιο για τον Μπασελάρ, τον Μπεργκσόν, τον Πεγκί και τον Ντελέζ και για όλους εκείνους τους «απατεώνες της ανθρωπότητας» όπως τους χαρακτηρίζει ο Νίτσε. Σκέφτηκαν τη σχέση του διαφορετικού με το διαφορετικό ανεξάρτητα από την αναπαράστασή του στην αρένα της ιστορίας.

Τότε η Στέρνα του Γιώργου Σεφέρη αναλαμβάνει το ανεπίκαιρο. Η στέρνα «ριζώνει εδώ στο χώμα, με σκέπη της βήματα ηχηρά». Αυτή η υπόγεια δεξαμενή «διδάσκει τη σιγή μέσα στην πολιτεία τη φλογισμένη».

  1. Paul Veyne, Comment on écrit l’histoire. Essai d’épistémologie, Seuil, 1971.
  2. Ο.π.