Ηταν στο τρίτο δεκαήμερο του Μαΐου 1980, προ τεσσαρακονταετίας, όταν προβλήθηκε για πρώτη φορά στους κινηματογράφους των ΗΠΑ η ταινία του λαμπρού και καταξιωμένου ήδη σκηνοθέτη Στάνλι Κιούμπρικ, «Λάμψη», ταινία τρόμου –υπόδειγμα κινηματογραφικής γραφής-που άφησε εποχή, αν και δεν έγινε αρχικά ενθουσιωδώς δεκτή, από τους κριτικούς.

Ο Κιούμπρικ είχε ήδη εντυπωσιάσει τα μέγιστα στις δεκαετίες ΄50 και ΄60 και κουβαλούσε τις περγαμηνές του με την εξαίρετη αντιπολεμική του ταινία «Σταυροί στο μέτωπο», “The paths of glory” (lead but to the grave) καθώς και με την αιχμηρή, όσο και ξεκαρδιστική σάτιρα «Dr Strangelove»,όπου ο Πίτερ Σέλερς υποδυόταν άψογα τρεις ρόλους: αυτόν του λογικού και πράου Προέδρου των ΗΠΑ, τον απολαυστικά παρανοϊκό Γερμανό επιστήμονα της καταστροφής με το τρελό γέλιο και έναν Βρετανό αξιωματικό. Και τέλος, τη συγκλονιστική 2001: Οδύσσεια του Διαστήματος, το 1969 που μας είχε καταγοητεύσει.

Το παρόν άρθρο σκοπεύει να συζητήσει την ταινία «Λάμψη» (δεν τελειώνουν οι συζητήσεις γι’ αυτή ποτέ) αλλά λόγω έλλειψης χώρου δεν θα αποτίσει τον οφειλόμενο φόρο τιμής σε έναν μεγάλο ηθοποιό, που μας έχει λείψει πολύ, τον πρωταγωνιστή της «λάμψης» Τζακ Νίκολσον, που ούτε καν προτάθηκε ως υποψήφιος για Οσκαρ,(ή καν πήγε στις χρυσές Σφαίρες) για αυτήν την ταινία, αν και είναι ο ηθοποιός με τις περισσότερες υποψηφιότητες για αυτή τη διάκριση (12 φορές συνολικά) και έχει κερδίσει 3 Οσκαρ.

Η Λάμψη ως ταινία τρόμου

Η Λάμψη είναι βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του γνωστού συγγραφέα μυθιστορημάτων τρόμου Στίβεν Κίνγκ στον οποίο όμως δεν άρεσε η ταινία γιατί είχε υποστεί κάποιες αλλοιώσεις από τον Κιούμπρικ που δεν ενθουσίασαν καθόλου στον Κινγκ. Ακόμα, του προκαλούσε δυσανεξία που τον πρωταγωνιστικό ρόλο τον ανάθεσε στο Νίκολσον ενώ αυτός είχε κατά νου ένα μέσο Αμερικανό χωρίς τα φοβερά φρύδια και τα μάτια του Νίκολσον και χωρίς το τρελό του χαμόγελο.

Οντως από τους προταθέντες για το ρόλο, oι Χάρισον Φορντ, Ρόμπιν Γουίλιαμς και Ρόμπερτ ντε Νίρο και οι τρεις απείχαν πολλά μίλια από το σατανικό χαμόγελο και τη φοβερή ματιά του («παλαβιάρη») Νίκολσον.

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι κριτικοί του κινηματογράφου, έφθασαν στο σημείο να την προτείνουν για το βραβείο «χρυσό βατόμουρο» δηλαδή, τη χειρότερη ταινία του 1981.

Εκτοτε όμως συνέβη αξιακή επανεκτίμηση της ταινίας, όπου οι κριτικοί του σινεμά έκαναν κυριολεκτικά στροφή 180 μοιρών, χαρακτηρίζοντας το έργο ούτε λίγο ούτε πολύ ως μία από τις καλύτερες ταινίες τρόμου(ίσως την καλύτερη) που γυρίστηκε ποτέ.

Η υπόθεση της ταινίας

Το κεφάλαιο αυτό είναι εξ ανάγκης μεγάλο από φόβο του γράφοντος μήπως παραλείψει κάτι σπουδαίο, ή κάτι που η παράλειψή του δυσχεράνει την κατανόηση του έργου. Μάταιος ο κόπος, ίσως, γιατί η ταινία είναι τόσο βασανιστικά πολύπλοκη και δεν παύει να γεννά ακατάπαυστα ερωτήματα ταλαιπωρώντας τον θεατή και προκαλώντας του απόγνωση, ακόμα και οργή.

1.Καθηγητής φιλολογίας, προσωρινά απεξαρτημένος αλκοολικός (έχει 5 μήνες πιεί), ο Τζακ Τόρανς (Νίκολσον) ζει με την οικογένειά του, τη Γουέντι και το μικρό γιο του Ντάνι όταν αποφασίζει να παρουσιαστεί σε συνέντευξη για δουλειά χειμερινού επιστάτη εκτός σεζόν σε ένα μεγάλο ξενοδοχείο («Η Θέα») στα Rocky Mountains, στο Κολοράντο που είναι χτισμένο πάνω σε νεκροταφείο Ερυθροδέρμων τους οποίους είχαν σφάξει οι Αμερικανοί (πολλοί μιλάνε για γενοκτονία) στην αναζήτησή τους «ζωτικού χώρου».

Η πρόθεσή του είναι να γράψει ένα βιβλίο και βρίσκει ιδανική την περίπτωση της δουλειάς του επιστάτη απομονωμένος, όπως θα είναι, να αφοσιωθεί στην συγγραφή του βιβλίου.
Εντυπωσιάζει το αφεντικό του με την άνεσή του, την αυτοπεποίθησή του καθώς και με το γεγονός ότι δεν τρομάζει καθόλου από την ιστορία που του αποκαλύπτει. Οτι ο προκάτοχός Ντέλμπερτ Γκρέιντι προσβλήθηκε από την ψυχική νόσο «ο Πυρετός της Καμπίνας» αποτέλεσμα απομόνωσης και μοναξιάς που προκαλεί ευερεθιστότητα, έλλειψη αυτοσυγκέντρωσης, ανησυχία, άγχος και οργή με αποτέλεσμα να παραφρονήσει σκοτώνοντας τη γυναίκα του , τις δυο μικρές κόρες του και έπειτα αυτοκτονώντας ο ίδιος.

2.Εγκαθίστανται λοιπόν στο ξενοδοχείο «η Θέα» (πατέρας- μητέρα και γιος) και φαίνονται εντυπωσιασμένοι από την πολυτέλειά του-ιδίως ο Τζακ. Αλλά υπάρχει πρόβλημα με το χαρισματικό παιδάκι, τον Ντάνι όπου ο «επινοημένος φύλακας άγγελός του», Tόνι, μια «ύπαρξη» που όπως λέει ο Ντάνι «ζει στο στόμα του» γιατί αυτή έχει ενδοιασμούς ως προς την εγκατάσταση χωρίς να λέει ακριβώς τους λόγους.

Ο μικρός γίνεται φίλος με έναν Αφρο-αμερικανό τον Ντικ Χάλοραν, έναν συμπαθητικό τύπο, αρχιμάγειρα της «Θέας» που του αποκαλύπτει πως(ο Ντάνι)έχει το χάρισμα της «λάμψης» μια ικανότητα να διεισδύει στο μέλλον αλλά και το παρελθόν και να διαβάζει το μυαλό των ανθρώπων, προμαντεύοντας ή αποκαλύπτοντας πράγματα. Του ομολογεί μάλιστα ότι το έχει και αυτός ο ίδιος το χάρισμα της λάμψης και για να του το επιβεβαιώσει μάλιστα του προσφέρει παγωτό «τηλεπαθητικά».

Τέλος, τον συμβουλεύει ότι εάν παραστεί ανάγκη θα πρέπει να επικοινωνήσει μαζί του (με τον Ντικ) τηλεπαθητικά για να τον βοηθήσει. Τον καθησυχάζει διαβεβαιώνοντας τον όμως ότι αν δει κάτι αλλόκοτο, αυτό θα είναι απλά «σαν εικόνα από ένα βιβλίο».

Του λέει ακόμα πως και το ξενοδοχείο έχει το χάρισμα της λάμψης, αλλά υπάρχουν πολλά σκοτεινά σημεία, ως προς την ιστορία του που χτίστηκε το 1909, πάν σε νεκροταφείο σφαγιασθέντων Ινδιάνων και τον συμβουλεύει να αποφεύγει το Δωμάτιο 237.

3.Ο μικρός έχει οράματα: κύματα αίματος που βγαίνουν από το ασανσέρ και πλημμυρίζουν τα δωμάτια. Αλλά υπάρχει και η εμφάνιση δύο φαντασμάτων των μικρών δίδυμων θυγατέρων του Γκρέιντι όπου παρουσιάζονται και ως κατακρεουργημένες προκαλώντας τρόμο στο Ντάνι. Ακόμα, του μιλούν προτείνοντας του να παίξουν μαζί « forever and ever and ever».(πρόσκληση στο θάνατο;). Ειρωνικά την ίδια φράση θα χρησιμοποιήσει και ο πατέρας του, όταν εκφράζει την επιθυμία του να μείνει στη «Θέα» για πάντα

Στο μεταξύ ο πατέρας Τζακ Τόρανς ως συγγραφέας υποφέρει από δυστοκία. Το βιβλίο του δεν προχωράει. Τον κυριεύει μελαγχολία και απογοήτευση. Γίνεται απότομος και ευερέθιστος και ξεσπάει στη γυναίκα του Γουέντι διαολοστέλνοντάς τη με συνοπτικές διαδικασίες επειδή δεν τον αφήνει να συγκεντρωθεί στο γράψιμο.

Εχει αρχίσει να τον κυριεύει και αυτόν ο πυρετός της καμπίνας. Όλα του φταίνε αλλά προπάντων η γυναίκα και το παιδί του.

4.Ο Τζακ αρχίζει να απομακρύνεται από το παιδί του (και αντίστροφα). Νιώθει πως το χάνει και του το παίρνει η μάνα του. Του φωνάζει να πάει κοντά του και τον καθίζει στα γόνατά του. Το παιδί γεμάτο κακά προαισθήματα, χάρη στα μηνύματα που του στέλνει η λάμψη, τον ρωτάει αν σκοπεύει να κάνει κακό σε αυτό και τη μητέρα του. Το διαβεβαιώνει πως το αγαπάει όσο τίποτα στον κόσμο και δεν θα μπορούσε να του κάνει κανένα κακό. Το παιδί δεν φαίνεται να τον πολυπιστεύει.

5.Η σύζυγος του Τζακ ακούει τη νύχτα κραυγές αγωνίας. Είναι ο άντρας της που ξυπνώντας της ομολογεί ότι είχε έναν εφιάλτη, όπου σκότωνε εκείνη και τον Ντάνι και μάλιστα τους κατατεμάχιζε. Η Γουέντι τον «καθησυχάζει « πως όλα θα πάνε καλά».

Ωστόσο διακρίνει μώλωπες στο λαιμό του παιδιού της και κατηγορεί τον Τζακ για σκληρότητα («Πώς μπόρεσες;») και τον βρίζει ενώ ο Τζακ δηλώνει άγνοια. Υπάρχει όμως το προηγούμενο δείγμα βαναυσότητας όταν ο Τζακ, σε κατάσταση μέθης, προκάλεσε απεξάρθρωση του χεριού του μικρού Ντάνι παλαιότερα.

Μετά από λίγο όμως έρχεται η Γουέντι αναστατωμένη να ζητήσει βοήθεια από τον Τζακ αποκαλύπτοντάς του ότι μια «τρελή γυναίκα» προκάλεσε στο μικρό τους μώλωπες στην προσπάθειά της να τον πνίξει στο δωμάτιο 237. Ο Τζακ αποφασίζει να το επισκεφθεί

6. Καθώς μπαίνει στο 237 διακρίνει στο βάθος μια μπανιέρα. Η κουρτίνα της τραβιέται και να σου μια ολόγυμνη ωραία ξανθιά κατευθύνεται προς το μέρος του ενώ στο πρόσωπό του σχηματίζεται ένα πονηρό χαμόγελο, όχι σαν αυτά της «Λάμψης» αλλά σαν εκείνα τα μουρντάρικα των «Μαγισσών του Ιστγουικ». Αγκαλιάζονται με ένα περιπαθές φιλί αλλά κοιτάζοντας στον καθρέφτη τα οπίσθιά της βλέπει μεγάλα σημάδια σάπιας σάρκας. Εντρομος αποσπάται από το φοβερό αγκάλιασμα και βλέπει μπροστά του μια αποκρουστική γριά ξεδοντιασμένη να γελάει σαν κακιά μάγισσα. Κατορθώνει να φύγει.
Όταν θα γυρίσει στη Γουέντι θα της πει ψέματα ότι δεν είδε τίποτα στο δωμάτιο 237. Τώρα ο Τζακ ξαναρχίζει να πίνει με τη βοήθεια ενός μπάρμαν-φαντάσματος του Λόιντ στον οποίο ο Τζακ παραπονείται για τη γυναίκα του Γουέντι που την αποκαλεί «Bitch».

Εδώ γίνεται άλλη μια ρατσιστική αναφορά, όταν ο Τζακ λέει “White man’s burden, Lloyd”, φράση παρμένη από ποίημα του Ρ.Κίπλινγκ. Το (βαρύ) φορτίο των λευκών ήταν ότι ανάλαβαν το «εκπολιτισμό» των αγρίων φυλών και έτσι δικαιώνεται ιστορικά ο ιμπεριαλισμός τους .

Στην μεγάλη αίθουσα Gold Room της «Θέας γίνεται επίσημος «χορός φαντασμάτων», όπου δεν γίνεται zoom in σε κανένα σε κανένα πρόσωπο από τη δεξίωση, ένας σερβιτόρος χύνει ποτό επάνω στον Τζακ. Τον καλεί στην τουαλέτα να του καθαρίσει τα ρούχα του όπου του συστήνεται ως Ντέμπερτ Γκρέιντι. «Μα δεν είσαι αυτός που σκότωσε γυναίκα και παιδιά και ύστερα αυτοκτόνησε; Τον ρωτάει πονηρά ο Τζακ. Ο Γκρέιντι αρνείται και του λέει ότι οι κόρες του είναι κάπου εκεί γύρω. Επιμένει ότι ο Τζακ ήταν, είναι και θα είναι ο επιστάτης, όχι αυτός. Του αποκαλύπτει ότι ο γιος Ντάνι δεν είναι καλός, διότι βρίσκεται υπό την επιρροή ενός «σκυλάραπα» μάγειρα (χρησιμοποιεί το υβριστικό nigger που μεταχειρίζονται οι ρατσιστές): To («Ιf you want a nigger for a neighbor, vote for labour») έκανε θραύση στη Βρετανία ως «πατριωτικό» σλόγκαν.

Θα ξαναβρεθούν άλλη μια φορά, ο Τζακ κλειδωμένος από τη Γουέντυ όπου ο Γκρέιντι τον πληροφορεί ότι η Γουέντι κερδίζει έδαφος γιατί είναι έξυπνη και πολυμήχανη. Πρέπει το γρηγορότερο να την «διορθώσει», όπως έκανε και αυτός με τη γυναίκα του.. Η ιδέα του να σκοτώσει γιο και σύζυγο έχει πια ωριμάσει στο σαλεμένο μυαλό του Τζακ και ζητά πίστωση χρόνου ώστε να του δοθεί μια ευκαιρία να «διορθώσει» γυναίκα και παιδί, σύμφωνα με τη συμβουλή του Γκρέιντι

7.Εν τω μεταξύ ο Ντάνι υποφέρει από τα φαντάσματα και τα οράματα (οι δύο κόρες και τα κύματα αίματος) . Προσφεύγει στον φύλακα –άγγελό Τόνι ομολογώντας του ότι φοβάται. Αυτός του υπενθυμίζει τι είχε πει ο Χάλοραν : «Όλα αυτά είναι σαν εικόνες από βιβλίο». Η μητέρα του όμως ανησυχεί και ζητάει από τον Τζακ να πάνε το παιδί σε γιατρό, κάτι που εξοργίζει τον Τζακ και έχει μια από τις εκρήξεις θυμού του που πανικοβάλλει τη Γουέντι. Η Γουέντι θα ανακαλύψει στο γραφείο του εκατοντάδες σελίδες που επαναλαμβάνουν την ίδια παροιμία: «Ολο δουλειά και καθόλου παιχνίδι κάνουν το Τζακ ένα βαρετό παιδί».

Ο Κιούμπρικ βρίσκει τα μεταφραστικά ισοδύναμα σε πολλές γλώσσες. Στα ελληνικά είναι: «Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη».

Η Γουέντι διαισθάνεται ότι ο Τζακ έχει παραφρονήσει και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να τον σώσει. Πρέπει όμως να σώσει το παιδί της, τον Ντάνι που κινδυνεύει άμεσα.

8.Τώρα πλέον Τζακ και Γουέντι βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση και η γυναίκα επιλέγει ως αμυντικό όπλο ένα ρόπαλο μπέιζμπολ το οποίο κουνάει απειλητικά πάνω από το κεφάλι του Τζακ. Τελικά θα του καταφέρει μια στο κεφάλι και θα πέσει αναίσθητος κατρακυλώντας στις σκάλες. Θα τον σύρει σε μία αποθήκη όπου και τον κλειδώνει. Και πανικόβλητη, όπως είναι παίρνει ένα μεγάλο τραπεζομάχαιρο έξω από την αποθήκη για να αμυνθεί.

Οσο ήταν κλειδωμένος στην αποθήκη ο Τζακ ακούει μια γνώριμη φωνή, αυτή του Γκρέιντι να τον επιπλήττει γιατί δεν τα πήγε καθόλου καλά και η Γουέντι έχει το πάνω χέρι γιατί είναι έξυπνη και ευρηματική. Ο Τζακ υπόσχεται να τους «διορθώσει».

Η Γουέντι από θέσεως ισχύος προειδοποιεί τον Τζακ ότι θα φύγει με τον Ντάνι και ότι θα ζητήσει τη βοήθεια γιατρού για τον Τζακ. Την ειρωνεύεται γιατί η χιονάμαξα με την οποία σχεδιάζει να φύγει «έχει χαλάσει» , όπως και ο ασύρματος.

10.Τώρα πλέον ο Τζακ βαίνει προς την τελική λύση οπλισμένος με ένα τσεκούρι κυνηγάει Γουέντι και Ντάνι. Εχει πλησιάσει πολύ τη γυναίκα του, αλλά εκείνη με ένα χτύπημα στο χέρι με το τραπεζομάχαιρο τον εξουδετερώνει προσώρας.

Εχει όμως και ένα άλλο θύμα. Τον Χάλοραν που, αδυνατώντας να επικοινωνήσει με Γουέντι και Ντάνι, έρχεται να τους βρει ο ίδιος γεμάτος ανησυχίες . Θα τον βρει ο Τζακ και θα τον εξοντώσει με το τσεκούρι. (Αδύνατο σημείο της ταινίας γιατί στο μυθιστόρημα ο Ντίκ σώζει τη Γουέντι και τον φίλο του Ντάνι).
Αρχίζει πλέον το ανελέητο κυνηγητό Γουέντι και Ντάνι από τον Τζακ με το τσεκούρι. Η αγωνία στο χιονισμένο τοπίο κορυφώνεται. Η Γουέντι υποχωρεί από δωμάτιο σε δωμάτιο καθώς ο Τζακ με το τσεκούρι σπάει τις πόρτες.

Θα καταφύγει στο μπάνιο όπου από ένα παράθυρο κατορθώνει να φυγαδεύσει το Ντάνι αλλά δε χωράει η ίδια να βγει και μένει για να υποφέρει από τα φαντάσματα (;). Πρώτα ένας εύθυμος ηλικιωμένος με ματωμένο το πρόσωπο και το κεφάλι που της φωνάζει ενθουσιασμένος: «Great party aint it?»
Υστερα ο ντυμένος σκύλος(ή αρκούδα) που παρά τα αιχμηρά δόντια είναι έτοιμος να προσφέρει σεξουαλικές απολαύσεις σε έναν καλοστεκούμενο ηλικιωμένο κύριο.

Αρχίζει το ανελέητο κυνήγι του μικρού Ντάνι από το μανιακό πατέρα του. Ο Ντάνι καταφεύγει στον θαμνώδη λαβύρινθο που τώρα έχει γίνει κατάλευκος από το χιόνι. Εχει τη φαεινή ιδέα να αλλάξει τις πατημασιές παραπλανώντας τον πατέρα του.

Κυνηγώντας όλη τη νύχτα χωρίς αποτέλεσμα θα βρεθεί το πρωί πεθαμένος από υποθερμία. Η Γουέντι και ο Ντάνι έχουν σμίξει και είναι πανευτυχείς ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Τώρα μπορούν να φύγουν με τη χιονάμαξα που ανήκε στον μακαρίτη το Χάλοραν.

Η κάμερα όμως έχει την τελευταία λέξη και αυτή στρίβει τη βίδα ακόμα πιο πολύ. Ζουμάρει στον τοίχο της Χρυσής Αίθουσας σε μια αναμνηστική φωτογραφία από το 1921 σε μια εορταστική δεξίωση επί τη επετείω της 4ης Ιουλίου. Στο κέντρο της φωτογραφία ποζάρει χαμογελαστός και ευειδής ο … Τζακ Τόρανς.

«Τι’ναι αυτό πάλι κ. Κιούμπρικ;» Ρωτάν οι φανατικοί του θαυμαστές « Α, είναι η μετενσάρκωση του Τόρανς!

Ολες οι παραξενιές και οι τρέλες συγχωρούνται σε έναν Κιούμπρικ και το μεγαλείο του. Τι να πούμε για την ατμόσφαιρα τρόμου, την υποβλητική μουσική, τον άψογο διάλογο, το μοντάζ, την τέλεια ερμηνεία του Νίκολσον, τις ιστορικές αναφορές στο ρατσισμό, στη γενοκτονία Ερυθροδέρμων κλπ.,κλπ. Όταν τελειώνει η ταινία δε θέλεις να σηκωθείς από τη θέση σου. Γιατί κινηματογράφος σημαίνει μέθεξη, ψυχική επικοινωνία, ενσυναίσθηση . Oσο για το Νίκολσον, ας παραθέσουμε τον Ιγκμαρ Μπέρμαν: « Για μένα το ανθρώπινο πρόσωπο είναι το πιο σημαντικό θέμα»

Ο κ. Θάνος Κακουριώτης είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου