Στο φύλλο της Τρίτης, 12 Μαΐου, ο γνωστός αρθρογράφος των «Financial Times» Μάρτιν Γουλφ ξεκινά μια ανάλυσή του για την πολύκροτη απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου να κηρύξει παράνομο το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ θυμίζοντας ότι στις 8 Μαΐου ήταν η 75η επέτειος της ήττας της Γερμανίας των Ναζί. Και ότι την επομένη, 9 του μηνός, ήταν η 70ή επέτειος της διακήρυξης του Ρομπέρ Σουμάν, που δρομολόγησε τη μεταπολεμική ενοποίηση της Ευρώπης.

«Μόλις λίγες ημέρες νωρίτερα το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο έπληξε με έναν «νομικό πύραυλο» την καρδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απόφανσή του είναι πρωτοφανής. Πρόκειται για μια επίθεση κατά των βασικών οικονομικών αρχών, κατά της ακεραιότητας της Κεντρικής Τράπεζας, κατά της ανεξαρτησίας και της νομικής τάξης της ΕΕ», αναφέρει ο βετεράνος αρθρογράφος και επισημαίνει τους κινδύνους από την πάγια τάση του Βερολίνου να επιδιώκει τη δημιουργία μιας «γερμανικής Ευρώπης». Θεωρεί μάλιστα ότι οι ιστορικοί του μέλλοντος ίσως σημειώσουν την ημερομηνία της απόφασης του Δικαστηρίου της Καρλσρούης ως το κρίσιμο χρονικό σημείο εκκίνησης της αποδιάρθρωσης της ΕΕ.

Το Δικαστήριο δεν αμφισβήτησε την αρμοδιότητα της ΕΚΤ να φροντίζει για τη ρευστότητα στην ΕΕ. Αλλά ασκεί κριτική στην Ευρωτράπεζα κατηγορώντας την ότι απέτυχε να «αξιολογήσει» τον αντίκτυπο των πολιτικών της βάσει μιας «αναλογικής ανάλυσης». Το αποτέλεσμα είναι οι Γερμανοί δικαστές να παραθέτουν και να εκφράζουν μια… «λιτανεία συντηρητικών ανησυχιών», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Γουλφ.

Η ανηθικότητα των άλλων

Οι ανησυχίες αυτές αναφέρονται στο δημόσιο χρέος (που διογκώνεται), στις ιδιωτικές αποταμιεύσεις (που με τα χαμηλά επιτόκια απαξιώνονται), στα συνταξιοδοτικά συστήματα (που επίσης απαξιώνονται), στις τιμές των ακινήτων (που πέφτουν) και βεβαίως στο «ανήθικο» φαινόμενο να συντηρούνται στη ζωή οικονομικά μη βιώσιμες επιχειρήσεις.

Η συντήρηση με χρήματα των Γερμανών φορολογουμένων (αλλά και με πόρους που μεταφέρονται συστηματικά από τον ευρωπαϊκό Νότο επί δεκαετίες και κυρίως από συστάσεως ευρώ) και η ανεξέλεγκτη (από την ΕΚΤ) λειτουργία περίπου 1.700 τοπικών και συνεταιριστικών τραπεζών στη Γερμανία (αντιστοιχεί ένας χρηματοπιστωτικός οργανισμός για κάθε 49.000 πολίτες συμπεριλαβανομένων και των βρεφών) συνάδουν προφανώς με τις αρχές της τευτονικής οικονομικής ηθικής.

Ενδημικές εμμονές

Ο Μάρτιν Γουλφ έχει την υπομονή να αναλύσει τη λειτουργία και τη λειτουργικότητα της ΕΚΤ. Και σημειώνει ότι, σε κάθε περίπτωση, η Ευρωτράπεζα έχει καταφέρει να εξασφαλίσει κατά τρόπο απόλυτο την περιβόητη «σταθερότητα των τιμών» και ότι ουδέποτε ο πληθωρισμός έμεινε κάτω από το 2% κατά την εικοσαετία κυκλοφορίας του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος.
Παρά ταύτα, η Καρλσρούη απεφάνθη ότι τα «γερμανικά συνταγματικά όργανα», άρα και η Κεντρική Τράπεζα (Bundesbank), διατηρούν το δικαίωμα να μη συμμετάσχουν στα προγράμματα αγοράς κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ, έως ότου «αξιολογήσει αναλογικά» τα προγράμματά της, κατά τρόπο που θα ικανοποιεί δηλαδή το γερμανικό Δικαστήριο.

Ευλόγως και άλλες κεντρικές τράπεζες κρατών-μελών της Ευρωζώνης διατηρούν το δικαίωμα να μη συμμετάσχουν στο περίφημο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ έως το 2025, που είναι πολύ πιο εκτεταμένο από ανάλογα προγράμματα που έχουν εκπονήσει η αμερικανική Fed και η Τράπεζα της Αγγλίας. Αυτό θα σηματοδοτήσει τη σταδιακή διολίσθηση της ΕΚΤ σε μια «ακυρότητα», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο βετεράνος αρθρογράφος ο οποίος, παρεμπιπτόντως, αν και Βρετανός είναι ευρωπαϊκότερος πάμπολλων Ευρωπαίων και δη Γερμανών.

Ο Γουλφ αναδεικνύει τις αντιφάσεις της απόφασης του Δικαστηρίου της Καρλσρούης, που από τη μια πλευρά ανησυχεί για την τύχη των οικονομιών των Γερμανών καταθετών αλλά από την άλλη διακατέχεται από την παραδοσιακή γερμανική πληθωρισμοφοβία, η οποία εκπορεύεται από τις αλγεινές εμπειρίες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης με τον ακατάσχετο πληθωρισμό και την οικονομική εξαθλίωση του γερμανικού λαού, που συνέβαλε εξάλλου στην επώαση του «αυγού του φιδιού».

Διαλυτική αξιολόγηση

Τα χαμηλά επιτόκια, όμως, κρατούν χαμηλά το κόστος εξυπηρέτησης των χρεών των κρατών-μελών, θυμίζει ο αρθρογράφος. Κρατά χαμηλά και το κόστος δανεισμού στην Ευρωζώνη – παραμένουν υπό έλεγχο τα περιβόητα spreads. Τη διαφορά δηλαδή του επιτοκίου δανεισμού των διαφόρων κρατών-μελών με το κόστος δανεισμού της Γερμανίας που, ως γνωστόν, εσχάτως υποχώρησε ακόμα και σε αρνητικό έδαφος, αφού πολλοί επενδυτές ήταν διατεθειμένοι να «πληρώνουν το κάτι τις» για εξασφαλίζουν σε ομόλογα του γερμανικού κράτους τα χρήματά τους.

Η αμοιβαιοποίηση του ευρωπαϊκού χρέους είναι βέβαια μια έννοια μετά βδελυγμίας απορριπτέα από το Βερολίνο ως ασύμβατη με την προτεσταντική ηθική. Επανειλημμένως η γερμανική ηγεσία έχει αποφανθεί ότι τα ευρωομόλογα (ακόμα και υπό τη μορφή των κορωνο-ομολόγων, που δεν μπορούν βέβαια να αποδοθούν με εθνικές και γεωγραφικές «παθογένειες») θα ενθαρρύνουν τη «χαλάρωση» των επιρρεπών στους οικονομικούς και δημοσιονομικούς εκτροχιασμούς Νοτιοευρωπαίων και δη των Ιταλών.

Η «αξιολόγηση», όμως, που ζητεί το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, προϋποθέτει εκτίναξη των ιταλικών spreads και πιθανή διάλυση της Ευρωζώνης, όπως επισημαίνει ο Μάρτιν Γουλφ.
Κινδυνεύει να φέρει, επίσης, μια ανεξέλεγκτη κρίση χρέους, μια και οι Κεντρικές Τράπεζες είναι οι μεγαλύτεροι κάτοχοι δημοσίου χρέους – όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά παγκοσμίως. Παρεμπιπτόντως η πανδημία του κορωνοϊού και η νέα ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας θα επιτείνει δραματικά, όπως όλοι οι αναλυτές συμφωνούν, την παγκόσμια κρίση χρέους, ιδιωτικού και δημόσιου.

«Και μαζί και χώρια»

Οι ατέλειες στο σχεδιασμό του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος είναι γνωστές και έχουν εξαντλητικά αναλυθεί από τους οικονομολόγους. Αλλά η ευθεία και απροκάλυπτη αμφισβήτηση του θεματοφύλακα του ευρώ και κατ’ επέκταση των αποφάσεων και της δικαιοδοσίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και της Κομισιόν ισοδυναμεί, κατά τον Γουλφ, με ναρκοθέτηση των θεμελίων της Ενωμένης Ευρώπης.

«Η ΕΚΤ εν προκειμένω δεν μπορεί να λογοδοτεί σε ένα εθνικό δικαστήριο. Διότι εναλλακτικά θα μπορούσε η ΕΚΤ να εγκαταλείψει τις προσπάθειες διάσωσης της Ευρωζώνης και να δεχθεί αδιάφορα όσα φέρει ο χρόνος…», γράφει ο αρθρογράφος. Και καταλήγει με την υποβολή μιας διπλής εναλλακτικής πρότασης: προς την Κομισιόν να κινηθεί δικαστικά κατά της γερμανικής κυβέρνησης και προς τη Γερμανία να αποχωρήσει «με τόλμη» από την Ευρωζώνη. «Και μαζί και χώρια» φαίνεται πως δεν γίνεται…