THE PROJECT SYNDICATE

Προσπαθώντας να αντιληφθεί κανείς τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας του COVID-19 η πρώτη ενστικτώδης ενέργεια είναι να αναζητήσει συσχετισμούς και να σκεφτεί τις θεραπείες που εφαρμόστηκαν στις προηγούμενες κρίσεις.

Πολλοί υπέδειξαν την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008 ως το πλησιέστερο παράδειγμα, κυρίως μετά τις επείγουσες νομισματικές δράσεις που ανακοίνωσε στις 15 Μαρτίου η αμερικανική Κεντρική Τράπεζα (Fed).

Κάτι τέτοιο όμως θα συνιστούσε ένα ατυχές λάθος.

Η προηγούμενη κρίση ήταν, πρωτίστως και κυρίως, ένα χρηματοοικονομικό σοκ με σοβαρό αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία. Ο COVID-19, αντίθετα, είναι μια δημόσια-υγειονομική κρίση.

Τα δρακόντεια μέτρα που εφαρμόζονται για να την περιορίσουν – κλείσιμο καταστημάτων, απαγορεύσεις στις μετακινήσεις και περιορισμοί στις δημόσιες συναθροίσεις – προκαλούν σοκ στην πραγματική οικονομία με καταστροφικές συνέπειες για τις επιχειρήσεις, τους εργαζομένους τους και τον χρηματοοικονομικό τομέα.

Κατά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 οι άνευ προηγουμένου δράσεις της Fed και άλλων κεντρικών τραπεζών ήταν και ενδεδειγμένες και αποφασιστικές για την αντιμετώπιση της πρωταρχικής πηγής του σοκ: μιας καταστροφικής έκρηξης και κατάρρευσης του χρηματοοικονομικού συστήματος.

Στην κρίση του κορωνοϊού η Fed δεν μπορεί να παίξει τον ίδιο ρόλο, επειδή οι δράσεις της απευθύνονται σε ένα δευτερεύον σοκ: θέλουν να θεραπεύσουν τις χρηματοοικονομικές συνέπειες που έχει το πρωταρχικό σοκ, αυτό που έπληξε την πραγματική οικονομία.

Ανεπαρκές το «μπαζούκα»

Θα πρέπει κανείς να δει την παρέμβαση της Fed ως απαραίτητη αλλά όχι αρκετή για να αντιμετωπίσει την κρίση του κορωνοϊού. Η εσπευσμένη ανακοίνωση νέων δράσεων την περασμένη Κυριακή, μόλις δυο ημέρες μετά τη νομισματική χαλάρωση που αποφάσισε κατά την προγραμματισμένη συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής της, έδωσε στις αγορές μια αίσθηση κατεπείγοντος που δίχως αμφιβολία ενέτεινε τους φόβους των επενδυτών και έθρεψε τις φήμες περί επικείμενης κρίσης ρευστότητας. Δεν θα μάθουμε ποτέ αν θα ήταν σοφότερο να περιμένει μερικές μέρες ακόμα η Fed για να προχωρήσει στις συμπληρωματικές κινήσεις της.

Το επεισόδιο αυτό, ωστόσο, υπογραμμίζει μια άβολη αλήθεια: Έχουμε αναπτύξει πλέον μια υπερβολική εξάρτηση από τις νομισματικές παρεμβάσεις, στις οποίες καταφεύγουμε για να θεραπεύσουμε ό,τι συμβαίνει στον κόσμο μας.

Τις ημέρες που ακολούθησαν την κυριακάτικη έκπληξη που μας επιφύλαξε η Fed, το νέο λουτρό αίματος στις αγορές έστειλε ένα ισχυρό μήνυμα: το «μεγάλο μπαζούκα» των κεντρικών τραπεζών, που λειτούργησε αποτελεσματικά καθησυχάζοντας τις αγορές στα τέλη του 2008 και στις αρχές του 2009, δεν είναι μόνο το λάθος όπλο για να αντιμετωπίσει κανείς μια δημόσια-υγειονομική κρίση.

Είναι επίσης ένα όπλο δίχως πυρομαχικά, αφού τα επιτόκια είναι σχεδόν μηδενικά.

Αυτός βέβαια ήταν ανέκαθεν ο μεγάλος κίνδυνος. Αφού απέτυχαν να ομαλοποιήσουν την πολιτική επιτοκίων τους μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, οι κεντρικές τράπεζες είχαν περιορισμένες επιλογές για να αντιμετωπίσουν το αναπόφευκτο επόμενο σοκ.

Γι’ άλλη μια φορά «ανακαλύψαμε» ότι η επόμενη κρίση δεν είναι ποτέ ίδια με την προηγούμενη. Παρά ταύτα πάντα προσπαθούμε να την ξεπεράσουμε με επανασχεδιασμένες στην ίδια βάση πολιτικές, με ρυθμίσεις και με οικονομικές δομές που ταίριαζαν στην προηγούμενη κρίση – για να διαπιστώσουμε ότι είμαστε πάλι θλιβερά απροετοίμαστη γι’ αυτή που έρχεται.

Λεφτά στις υποδομές

Οι κρίσεις τερματίζονται μόνο αν χτυπήσει κάποιος την πηγή τους. Μεσούσης της πανδημίας του COVID-19 η προσοχή μας πρέπει να είναι εστιασμένη στον περιορισμό της διάδοσης του ιού. Αυτό απαιτεί δημιουργικές και γοργές δράσεις που θα πρέπει να αποσκοπούν πρωτίστως στη βελτίωση των δημόσιων-υγειονομικών υποδομών και στην στήριξη της επιστήμης για τον περιορισμό της μετάδοσης του ιού και τη μείωση των κρουσμάτων.

Κάποιοι παρομοίασαν με πόλεμο την περίοδο που ζούμε, προκειμένου να δώσουν έμφαση στο μέγεθος και την έκταση των πολιτικών που πρέπει να εφαρμοστούν. Αυτό είναι θεμιτό, ωστόσο υποδηλώνει μια έλλειψη πολιτικής συναίνεσης στο σημερινό πολωμένο περιβάλλον. Δυστυχώς ο συνδυασμός της εσωτερικής πόλωσης, του εθνικού προστατευτισμού και του διεθνούς κατακερματισμού και αποξένωσης είναι ιδιαίτερα αποτρεπτικός στην από κοινού αντιμετώπιση ενός παγκόσμιου προβλήματος.

Όπως πάντα συμβαίνει όταν μια κρίση τελειώνει, θα γίνουν και πάλι μεγάλες ενδοσκοπήσεις για να βρούμε πώς φτάσαμε σ’ αυτό το χάος. Δίχως αμφιβολία θα επαναξιολογήσουμε την παγκοσμιοποίηση, που κάποτε έμοιαζε με οικονομική πανάκεια και για τις φτωχές και για τις πλούσιες χώρες.

Η συλλογιστική είναι γνωστή. Χάρη στη μεγάλη επέκταση του διεθνούς εμπορίου και στη συνακόλουθη αλυσιδωτή έκρηξη των αξιών, οι σχετικά φτωχές χώρες ευεργετούνται ως παραγωγοί περιορίζοντας τη φτώχεια και βελτιώνοντας το επίπεδο ζωής, ενώ ο ανεπτυγμένος κόσμος επωφελείται ως καταναλωτής καθώς μπορεί να αγοράσει φτηνά αγαθά και υπηρεσίες. Η «win-win» πρακτική της παγκοσμιοποίησης είχε πρακτικά από μόνη της απήχηση.

Ποιοτική ανάπτυξη

Ωστόσο η παγκοσμιοποίηση είχε επίσης ως απότοκο το συντονισμό όλων σε ένα ξέφρενο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης: όσο ταχύτερη είναι η ανάπτυξη τόσο μεγαλύτερα τα «οφέλη» για αμφότερους παραγωγούς και καταναλωτές. Δυστυχώς η διαδικασία αυτή δεν έλαβε υπόψη της την ποιότητα της ανάπτυξης. Διότι δεν υπάρχει μόνο απελπισμένη ανάγκη για επενδύσεις για τη μείωση της ασθένειας και τη βελτίωση των δημόσιων-υγειονομικών υποδομών, κάτι που αδιαμφισβήτητα αποκάλυψε η κρίση του COVID-19. Είναι απελπισμένα αναγκαίες οι επενδύσεις και για την προστασία του περιβάλλοντος, ενόψει της εξίσου προφανούς κλιματικής αλλαγής.

Οι πολιτικές για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας κρίσης του 2008 σχεδιάστηκαν για ένα κόσμο στον οποίον απειλούνταν η ποσοτική οικονομική ανάπτυξη. Δεν μπορούν να αποτελέσουν την απάντηση και για ένα κόσμο που αντιμετωπίζει ένα σοκ που προέρχεται από ελλείψεις στην ποιότητα της ανάπτυξης.

Οι νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές μπορούν να μετριάσουν βραχυπρόθεσμες δυσκολίες των αγορών και των πληγεισών επιχειρήσεων και ανθρώπινων κοινοτήτων. Δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις επείγουσες προτεραιότητες αντιμετώπισης μιας αρρώστιας και περιορισμού μιας πανδημίας.

Υπάρχει ευρεία συναίνεση στο ότι ο καλύτερος τρόπος για να ξεκινήσει πάλι η μηχανή της παγκόσμιας ανάπτυξης είναι να γίνει επίπεδη η καμπύλη μετάδοσης του COVID-19 σε καθεμιά χώρα ξεχωριστά και παγκοσμίως. Αυτή πρέπει να είναι η κεντρική επιδίωξη των κυβερνήσεων στην κρίση αυτή.

Όχι οι συνταγές νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής που εφαρμόστηκαν στην προηγούμενη κρίση. Η παγκόσμια οικονομία έχει αποδείξει ιστορικά τις δυνατότητες αντίστασης στα ισχυρά σοκ, που διαθέτει. Αυτό μας γεμίζει ελπίδα ότι η ανάκαμψη θα έρθει. Αλλά θα έρθει μόνο αφού περιοριστεί ο COVID-19.

*Ο Στίβεν Σ. Ρόουτς είναι διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Yale και πρώην πρόεδρος της Morgan Stanley Asia.